Κυπριανός ο νέος Ιερομάρτυς του Χριστού, πατρίδα μεν είχε
χωρίον τι Κλητζός κατά τους εγχωρίους καλούμενον, της επαρχίας Λιτζάς και
Αγράφων. Εκεί γεννηθείς και ανατραφείς καλώς παρά των γονέων αυτού και εις τα
ιερά γράμματα εκπαιδευθείς, ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα και ηξιώθη του της
ιερωσύνης χαρίσματος. Απελθών δε εις το αγιώνυμον Όρος του Άθωνος, και αγοράσας
κελλίον Κουτλουμουσιανόν, τον Άγιον Γεώργιον, έμενεν εν αυτώ μετ’ άλλων δύο
μοναχών, το μέλι της αρετής εργαζόμενος και ως φίλεργος μέλισσα συνάγων άπαντα
τα άνθη των αρετών.
Ενώ δε εκεί διέμενεν ο μακάριος, ήναψεν ο θείος πόθος εις την καρδίαν αυτού. Όθεν και ηλλοιώθη την καλήν αλλοίωσιν, εντρυφών ακορέστως εις τον θείον έρωτα του Σωτήρος Χριστού, υπό του οποίου καταφλεγόμενος, όσα και αν έπραττε δεν ενόμιζεν ότι ισάξια της αγάπης αυτού πράττει. Ποία δε έργα κι αρετάς εξήσκει; Την περιεκτικήν εγκράτειαν, την εκτεταμένην νηστείαν, τας ολονυκτίους αγρυπνίας, τας γονυκλισίας και τας χαμαικοιτίας, το ανένδοτον εις τας προσευχάς, εις τας οποίας ως στύλος ακλόνητος ίστατο, το πένθος το παντοτεινόν, τα αείρρυτα δάκρυα, την υψοποιόν ταπείνωσιν, την υπέρ άνθρωπον ακτημοσύνην, την της ψυχής και του σώματος καθαρότητα, την πίστιν την ακλινή και ανόθευτον, την κραταιάν ελπίδα, την κορωνίδα των αρετών, την αγάπην και, συντόμως ειπείν, άπαν το πλήθος των αρετών εις εαυτών συνάξας ο τρισόλβιος εγένετο τύπος και παράδειγμα της μοναχικής ζωής δι’ όλους τους Μοναχούς του Αγίου Όρους. Αλλ’ όμως πάντα ταύτα δεν ενόμιζεν αντάξια του υπέρ ημών αποθανόντος Χριστού, λογιζόμενος να προσφέρη και το αίμα αυτού χάριν Εκείνου. Δι’ ο και επεθύμει διαρκώς και εδίψα ως έλαφος το δια Χριστόν μαρτύριον, τόσον δε εκαίετο και επυρπολείτο εκ της θείας αγάπης, ώστε και αυτό το μαρτύριον εφαίνετο εις αυτόν ουχί αρκετόν δια να πληρώση τον πόθον του, κράζων και αυτός ως ο θείος Παύλος· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού»; Και ψάλλων μετά του Προφήτου Δαβίδ· «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκεν ημίν»; Διότι τοιούτος είναι ο θείος έρως. Εις οίαν ψυχήν και αν ενσταλάξη, θερμαίνει ταύτην, ώστε να καταφρονήση τα πάντα και αυτό το ίδιον σώμα, αρκεί να επιτύχη του ποθουμένου. Ούτω λοιπόν κατασταθείς ο μακάριος ούτος Κυπριανός, εφαίνετο μεν όλως ξένος της γης και των γηϊνων, ήτο δε όλως ουράνιος, και άλλος φωτεινός Άγγελος, σπεύδων όσον τάχιον να φέρη εις έργον το ποθούμενον και να ανυψωθή δια του μαρτυρίου από της γης εις τον ουρανόν και από των φθαρτών και ματαίων εις τα άφθαρτα και αιώνια. Αλλ’ οι πατέρες του Όρους, προς τους οποίους εφανέρωσε τον πόθον του, ημπόδιζον αυτόν φοβούμενοι την ασθένειαν της σαρκός και του τέλους το άδηλον. Εκείνος όμως εμελέτα πάντοτε εν τη μακαρία αυτού ψυχή τον υπέρ Χριστού θάνατον, ούτω δε απήλαυσε το περ’ αυτού επιθυμητόν, κατ’ αυτόν τον τρόπον. Πειθόμενος τω Κυρίω λέγοντι: «ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων», και μη υπομένων πλέον τον υπέρ Χριστού διακαή έρωτα, «πυρ γαρ ο Κύριος ήλθε βαλείν εις την γην», τουτέστιν εις τας καρδίας των ανθρώπων, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος και μετέβη εις την Θεσσαλονίκην δια να αγωνισθή. Παρουσιασθείς ο Άγιος εις τον εκεί κριτήν, ήρχισε να λέγη προς αυτόν· «Εγώ ήλθον δια να αποδείξω εις σε και εις τους ομοπίστους σου Αγαρηνούς το μέγα και ολέθριον σκότος, το οποίον έχετε εις τας φρένας σας και δεν δύνασθε να ιδήτε και να εννοήσητε την αλήθειαν. Διότι αληθώς σκότος καταχθόνιον είναι η διδασκαλία του προφήτου σας και φως κατά πάντα λαμπρότερον του ηλίου είναι η διδασκαλία και το ιερόν Ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μία δε είναι η αληθινή πίστις, η των Χριστιανών, ήτις τον μεν Θεόν Τρισυπόστατον γινώσκει, τον δε Σωτήρα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεάνθρωπον ομολογεί, τέλειον Θεόν κατά την θεότητα, και κατά την ενανθρώπησιν τέλειον άνθρωπον, εις δύο φύσεις και μίαν υπόστασιν γνωριζόμενον, όστις και εγένετο τέλος του νόμου και των προφητών. Όθεν ημείς οι Χριστιανοί εμάθομεν παρ’ Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι εκείνον, όστις θα έλθη κατόπιν Αυτού και δεν θα φέρη τοιαύτην διδασκαλίαν, να μη τον δεχώμεθα. Είναι λοιπόν φανερόν και ομολογούμενον παρ’ όλων το ότι, επειδή ο ιδικός σας Μωάμεθ ήλθε μετά τον Χριστόν και δεν φέρει ταύτην την διδασκαλίαν, είναι αληθώς πλάνος και απατεών, ήλθε δε εις τον κόσμον δια να πλανήση τους ανθρώπους, καθώς προεφήτευσεν ο Κύριος ημών εν τω ιερώ αυτού Ευαγγελίω, λέγων· «Εγώ ήλθον εν τω ονόματι του πατρός μου, και ουκ εδέξασθέ με, άλλος ελεύσεται εν τω ονόματι τω ιδίω κακείνον λήψεσθε». Είσθε δε σεις οι Αγαρηνοί, οίτινες εδέχθητε τον Μωάμεθ, όστις ήλθε με διδασκαλίαν ιδικήν του και σας επλάνησεν». Ο δε κριτής, ταύτα ακούσας, απεδίωξεν τον Άγιον, ειπών εις τους περιεστώτας· «Είναι παράφρων και δεν πρέπει να τον ακούετε ή να οργισθήτε κατ’ αυτού». Επρόσταξε δε τους υπηρέτας του και έδειραν τον ΄γιον και εξέβαλον αυτόν έξω της θύρας. Ιδών λοιπόν ο θαυμάσιος, ότι δεν επέτυχε του ποθουμένου, ελυπείτο υπερβολικώς και εσυλλογίζετο τίνι τρόπω να επιτύχη το αιτούμενον. Εδώ πρέπει να απορήση και να θαυμάση τις αληθώς, διτί οι μεν θείοι Απόστολοι, ως γράφει ο ιερός Λουκάς, επέστρεφον εκ προσώπου του συνεδρίου χαίροντες, διότι ηξιώθησαν να ατιμασθώσιν υπέρ του ονόματος του Κυρίου, ήτοι επειδή ηξιώθησαν να δαρούν και να διωχθούν. Ούτος δε, ο αοίδιμος, ατιμασθείς και όμοια παθών, λυπείται, ουχί απλώς λύπην, αλλά λύπην οδυνηράν. Και οι μεν Απόστολοι έχαιρον λογιζόμενοι τας υπέρ Χριστού ατιμίας ως τιμάς, και ενθυμούμενοι τον λόγον του Κυρίου, ειπόντα προς αυτούς· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς». Ούτος δε ο γενναίος του Χριστού αγωνιστής δι’ όλως το εναντίον λυπείται. Διότι εδίψα μεν τον υπέρ Χριστού θάνατον, υπέρ την Δαυϊδικήν έλαφον την ποθούσαν τας πηγάς των υδάτων, μη επιτυγχάνων δε αυτόν, ελυπείτο και ηδημόνει και, τρόπον τινά, εφιλονείκει να υπερβή και αυτούς τους Αποστόλους κατά τον προς Χριστόν πόθον. Ιδού εις οποίον ύψος φέρει τον άνθρωπον η αρετή και ο του Χριστού έρως. Τόσον ώστε το πάντων δεινότατον και φευκτόν παρά πάντων, τον θάνατον, να τον διψά και να τον επιδιώκη. Και δικαίως. Επειδή ο νικήσας την αμαρτίαν, ούτος ενίκησε και τον θάνατον. Όθεν δια τον δίκαιον άνθρωπον ο θάνατος δεν λογίζεται θάνατος, αλλά ανάπαυσις και μετάβασις εκ των λυπηρών και ματαίων προς τα χαρμόσυνα και τα αληθή. «Τίμιος γαρ, φησιν, εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων αυτού». Διωχθείς λοιπόν ο μακάριος εκ του κριτηρίου και μη τυχών του ποθουμένου, ανεχώρησεν από την Θεσσαλονίκην και έσπευσεν εις την βασιλεύουσαν, μιμούμενος την ασματικήν νύμφην και λέγων· «Αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει, ενταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις, και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου». Και πάλιν· «εύροσάν με οι τηρούντες, οι κυκλούντες εν τη πόλει· ώρκισα υμάς, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε; Ως μικρόν ότε παρήλθον απ’ αυτών, έως ου εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου· εκράτησα αυτόν, και ουκ αφήκα αυτόν». Ελθών λοιπόν εις την Κωνσταντινούπολιν με μεγάλην και υπερβάλλουσαν προθυμίαν, ίνα και εκεί ελέγξη τους ματαιόφρονας, «Ελάλουν γαρ, φησιν, εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην», έγραψεν ευθύς εις επιστολήν ταύτα· «Ω ταλαίπωροι Αγαρηνοί, έως πότε θα είσθε πεπλανημένοι και δεν πιστεύετε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Υιόν και Λόγον του Θεού, αλλά πιστεύετε εις τον Μωάμεθ και λέγετε αυτόν προφήτην; Ο οποίος δεν ήτο προφήτης, αλλά απατεών και σας κατεγέλασε; Δια τούτο έλθετε εις τον εαυτόν σας, και πιστεύσατε εις τον Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, και βαπτισθήτε, δια να απολαύσετε την βασιλείαν των Ουρανών». Αυτά και άλλα περισσότερα έγραψε, τον μεν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν ομολογών, ποιητήν ουρανού και γης και πάντων των κτισμάτων ορατών τε και αοράτων, κριτήν ζώντων και νεκρών. Τους δε Αγαρηνούς και τον διδάσκαλον αυτών εκφαυλίζων, εξουθενών και ανυπόστατον την πίστιν αυτών αποδεικνύων, προσεκάλει και τον τότε βεζύρην να έλθη εις την αληθή πίστιν του Χριστού, πάντας δε τους ομοδόξους και ομόφρονάς του ενουθέτει να γίνουν Χριστιανοί. Ταύτα αφού έγραψε μετέβη εις την αυλήν του βεζύρη και παρεκάλει τους γραφείς να γράψουν τας αναφοράς και να μεταγλωττίσουν τα παρ’ αυτού γεγραμμένα. Αλλ’ ούτοι δεν εγνώριζον ελληνικά. Έτυχε δε εκεί εις Τούρκος από Χριστιανούς απιστήσας, όστις, λαβών το γράμμα, ανέγνωσεν αυτό και εξήγησεν εις τους γραφείς την έννοιαν τουρκιστί. Οι δε, ακούσαντες και εκπλαγέντες δια τα γεγραμμένα, ύβρισαν τον Άγιον και εξεδίωξαν αυτόν εκείθεν. Τινές δε Χριστιανοί, τυχόντες εκεί δια ιδικήν των υπόθεσιν και ιδόντες τον Μάρτυρα ούτως ασπλάγχνως υβριζόμενον και απωθούμενον, ηρώτησαν τις είναι η αιτία δια την οποίαν καταδιώκεται τόσον ασπλάγχνως ο Ιερομόναχος. Εις δε των λεγομένων τσαουσάδων, λαβών το γράμμα, το έδωσεν εις τους Χριστιανούς, λέγων εις αυτούς· «Αναγνώσετέ το και ειπέτε εις τον Καλόγηρον να φύγη απ’ εδώ, διότι, αν το μάθη ο βεζύρης, ή θα τον καύση ή θα τον κλείση εις τα κάτεργα». Οι δε Χριστιανοί, ως ήκουσαν, εφοβήθησαν και είπον εις τον Μάρτυρα· «Όσον τάχος, πνευματικέ, φύγε απ’ εδώ δια να μη το μάθη ο βεζύρης και σε θανατώση». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Και εγώ δια τούτο και μόνον ήλθον εδώ. Δια να κηρύξω τον αληθινόν Θεόν, και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην Αυτού». Οι δε, τούτο ακούσαντες, ανεχώρησαν ευθύς εκείθεν, δια να μη συλληφθούν και εκείνοι μετ’ αυτού. Ο δε Μάρτυς, λαβών την επιστολήν, έσπευσε να παραδώση ταύτην εις τας χείρας του βεζύρη, εκεί όπου εκάθητο και έκρινε τας διαφοράς των προσερχομένων· όμως, διασχίζων το πλήθος, ημποδίζετο υπό των τσαουσάδων, των μεν τυπτόντων, των δε εξουθενούντων αυτόν ανηλεώς. Αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς δεν εδειλίασε και όσον ημποδίζετο, τόσον μάλλον εθάρρει και εισήρχετο· «δίκαιός, φησιν, ως λέων πέποιθε». Βλέπων δε αυτόν ο αρχηγός της φρουράς και μη γινώσκων την αιτίαν δια την οποίαν ετυράννουν αυτόν, είπεν εις τους άλλους· «Τι διαφοράν έχετε με τον πτωχόν τούτον Καλόγηρον και δεν τον αφήνετε να έλθη εις τον δικαστήν, να ειπή τον πόνον του»; Τότε εκραύγαζον πολλοί, λέγοντες· «Υβριστής είναι της πίστεώς μας και του προφήτου μας, και δι’ αυτό τον υβρίζομεν». Ταύτα ακούσας εκείνος εθυμώθη σφόδρα και αρπάσας τον Μάρτυρα έφερεν αυτόν με τρόπον βάρβαρον προς τον βεζύρη. Ο δε βεζύρης με πολλήν ημερότητα, κατ’ αρχάς, ηρώτησεν αυτόν· «Τις είσαι, ω Μοναχέ; Και τι ζητείς και ήλθες εδώ»; Ο δε Μάρτυς με πολλήν παρρησίαν απεκρίθη· «Την ιδικήν σου σωτηρίαν, ενδοξότατε αυθέντα, ζητών ήλθον εδώ, δια να σε οδηγήσω εις την αλήθειαν και να σε πείσω να αφήσης ταύτην την απατηλήν θρησκείαν, την οποίαν πιστεύεις, να προσέλθης δε εις την πίστιν του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού, του όντως αληθινού Θεού, και να βαπτισθής εν τω ονόματι της Αγίας Τριάδος, δια να γίνης Χριστιανός και να κληρονομήσης την αιώνιον βασιλείαν των ουρανών». Ταύτα και άλλα περισσότερα είπεν ο Μάρτυς αφόβως. Ο βεζύρης τότε εξεπλάγη, ιδών την τόσην ανδρείαν και το θάρρος του ανδρός και είπεν προς αυτόν· «Από ποίαν ενορίαν είσαι και εις ποίον Μοναστήριον ανετράφης»; Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Όλαι αι Εκκλησίαι και τα Μοναστήρια, τα οποία είναι κάτωθεν του ουρανού, ιδικά μου είναι». «Μη τυχόν και σε έστειλεν ο Πατριάρχης των Ρωμαίων να με διδάξης»; Ηρώτησε πάλιν ο βεζύρης. Και ο Μάρτυς απήντησεν· «Ούτε είδον αυτόν, αφ’ ου ήλθον ενταύθα». «Μήπως είσαι μεθυσμένος»; Είπεν ο βεζύρης. Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ουδέ άρτον έφαγον σήμερον». Μήπως είσαι τρελλός»; Ηρώτησε τώρα ο βεζύρης οργιζόμενος. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Σώον έχω τον νουν μου και υγιώς φρονώ, ω δικαστά. Δια τούτο ήλθον να σε διδάξω, να αφήσης αυτήν την θρησκείαν, την οποίαν πιστεύεις, δια να μη κολασθής, και να γνωρίσης τον Ποιητήν και Σωτήρα σου, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν· και να πιστεύσης εις Αυτόν, δια να κληρονομήσης την ουράνιον βασιλείαν Αυτού, η οποία δεν έχει τέλος, και να λάβης δόξαν άφθαρτον, αντί ταύτης της προσκαίρου δόξης, την οποίαν έχεις τώρα». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης και κατανοήσας του Αγίου Μάρτυρος την σταθερότητα, την παρρησίαν και το ετοιμόλογον εις τας αποκρίσεις, ηπόρησε και ελογίζετο δια τίνος τρόπου να νικήση τον Άγιον και να φέρη αυτόν εις την θρησκείαν του. Μη ευρίσκων δε άλλην μέθοδον, μετεχειρίσθη τας κολακείας, λογιζόμενος ότι ίσως δια τούτων ήθελε δυνηθή να σαλεύση το στερρόν και αδαμάντινον φρόνημα της ψυχής του. Είπε λοιπόν εις τον Μάρτυρα: «Επειδή λοιπόν δεν είσαι ούτε μεθυσμένος, ούτε τρελλός, άφες την πίστιν, την οποίαν πιστεύεις, και πίστευσον εις τον ιδικόν μας προφήτην, διότι πάντα όσα έκτισεν ο Θεός δι’ αυτόν τα έκτισε, αυτόν δε έκτισε μόνον δια τον εαυτόν του. Και αν πιστεύσης εις τον ιδικόν μας προφήτην, εγώ θα σε αξιώσω μεγάλης τιμής, και θα σε καταστήσω ένα εκ των πρώτων του παλατίου μου». Αλλ’ ο Μάρτυς, ταύτα ακούσας, είπε: «Μη γένοιτο τούτο, ω δικαστά! Εγώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν πιστεύω και προς Αυτόν προσκαλώ και την ενδοξότητά σου να πιστεύση, δια να γίνης υιός φωτός και ημέρας και να αρνηθής αυτήν την θρησκείαν, την οποίαν πιστεύετε, διότι δεν είναι αληθινή και έχετε να κολασθήτε αν δεν εγκαταλείψετε ταύτην και δεν επιστρέψετε εις το φως της θεογνωσίας, ίνα γνωρίσητε Θεόν τρισυπόστατον και ομοούσιον Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, εις του οποίου το πανάγιον όνομα, εάν βαπτισθήτε, θέλετε σωθή». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης, και πεισθείς δια το αμετάθετον του Αγίου, επρόσταξε τον έπαρχον να οδηγήση τον Μάρτυρα εις τον νομοκράτορά των, τον Μουφτήν. Ηρώτησε τότε και ο Μουφτής τον Μάρτυρα: «Τις είσαι, και τι είνι αυτά τα οποία λέγονται δια σε»; Ο δε γενναίος, και πάλιν θάρρους πλησθείς, ήρχισε να λέγη εις αυτόν όσα είπε και εις τον βεζύρην και ότι πλειότερα. Ταύτα ακούσας ο νομοκράτωρ μετ’ οργής και υπερθερμανθείς εκ του θυμού δεν επερίμενε το τέλος της απολογίας του Μάρτυρος. Αλλ’ ανακόψας τον λόγον, εξέδωκεν απόφασιν να αποκεφαλίσουν τον Μάρτυρα εις το Φανάρι, όπου κατοικούν Χριστιανοί και Μοναχοί πολλοί, δήθεν προς καταισχύνην αυτών. Όταν λοιπόν παρέλαβεν ο έπαρχος τον Άγιον Μάρτυρα δέσμιον και συνώδευεν αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης δια να τον θανατώσουν, θαύμα μέγα παρουσιάσθη εις τους ορώντας τον Ιερομάρτυρα. Διότι ούτος ο Άγιος του Χριστού Ιερομάρτυς έτρεχε πλησίον του δημίου με τόσην χαράν και αγαλλίασιν, ώστε εφαίνετο ως να πετά εις τον αέρα, και το πρόσωπον αυτού ήτο λαμπρόν και χαριέστατον, εξαστράπτον εκ της ένδοθεν χαράς της ψυχής του. Ως δε έφθασεν έξω της θύρας της Πατριαρχικής Εκκλησίας, κλίνας ο Άγιος Μάρτυς τα γόνατα και το σημείον του τιμίου Σταυρού ποιήσας εις το πρόσωπον αυτού, ηυχαρίστησε τον Θεόν τον καταξιώσαντα αυτόν να συναριθμηθή μετά των Μαρτύρων Αυτού. Εκεί δε πάλιν ο έπαρχος επέμενε λέγων: «Πίστευσον εις την πίστιν μας, και μη γίνεσαι αίτιος του θανάτου σου». Ο δε ΄γιος Ιερομάρτυς Κυπριανός, υβρίσας αυτούς και την μακαρίαν αυτού κεφαλήν κλίνας, απετμήθη υπό του δημίου, ούτω δε έλαβε χαίρων και αγαλλόμενος τον στέφανον του μαρτυρίου. Ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς συν αυτώ της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Ενώ δε εκεί διέμενεν ο μακάριος, ήναψεν ο θείος πόθος εις την καρδίαν αυτού. Όθεν και ηλλοιώθη την καλήν αλλοίωσιν, εντρυφών ακορέστως εις τον θείον έρωτα του Σωτήρος Χριστού, υπό του οποίου καταφλεγόμενος, όσα και αν έπραττε δεν ενόμιζεν ότι ισάξια της αγάπης αυτού πράττει. Ποία δε έργα κι αρετάς εξήσκει; Την περιεκτικήν εγκράτειαν, την εκτεταμένην νηστείαν, τας ολονυκτίους αγρυπνίας, τας γονυκλισίας και τας χαμαικοιτίας, το ανένδοτον εις τας προσευχάς, εις τας οποίας ως στύλος ακλόνητος ίστατο, το πένθος το παντοτεινόν, τα αείρρυτα δάκρυα, την υψοποιόν ταπείνωσιν, την υπέρ άνθρωπον ακτημοσύνην, την της ψυχής και του σώματος καθαρότητα, την πίστιν την ακλινή και ανόθευτον, την κραταιάν ελπίδα, την κορωνίδα των αρετών, την αγάπην και, συντόμως ειπείν, άπαν το πλήθος των αρετών εις εαυτών συνάξας ο τρισόλβιος εγένετο τύπος και παράδειγμα της μοναχικής ζωής δι’ όλους τους Μοναχούς του Αγίου Όρους. Αλλ’ όμως πάντα ταύτα δεν ενόμιζεν αντάξια του υπέρ ημών αποθανόντος Χριστού, λογιζόμενος να προσφέρη και το αίμα αυτού χάριν Εκείνου. Δι’ ο και επεθύμει διαρκώς και εδίψα ως έλαφος το δια Χριστόν μαρτύριον, τόσον δε εκαίετο και επυρπολείτο εκ της θείας αγάπης, ώστε και αυτό το μαρτύριον εφαίνετο εις αυτόν ουχί αρκετόν δια να πληρώση τον πόθον του, κράζων και αυτός ως ο θείος Παύλος· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού»; Και ψάλλων μετά του Προφήτου Δαβίδ· «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκεν ημίν»; Διότι τοιούτος είναι ο θείος έρως. Εις οίαν ψυχήν και αν ενσταλάξη, θερμαίνει ταύτην, ώστε να καταφρονήση τα πάντα και αυτό το ίδιον σώμα, αρκεί να επιτύχη του ποθουμένου. Ούτω λοιπόν κατασταθείς ο μακάριος ούτος Κυπριανός, εφαίνετο μεν όλως ξένος της γης και των γηϊνων, ήτο δε όλως ουράνιος, και άλλος φωτεινός Άγγελος, σπεύδων όσον τάχιον να φέρη εις έργον το ποθούμενον και να ανυψωθή δια του μαρτυρίου από της γης εις τον ουρανόν και από των φθαρτών και ματαίων εις τα άφθαρτα και αιώνια. Αλλ’ οι πατέρες του Όρους, προς τους οποίους εφανέρωσε τον πόθον του, ημπόδιζον αυτόν φοβούμενοι την ασθένειαν της σαρκός και του τέλους το άδηλον. Εκείνος όμως εμελέτα πάντοτε εν τη μακαρία αυτού ψυχή τον υπέρ Χριστού θάνατον, ούτω δε απήλαυσε το περ’ αυτού επιθυμητόν, κατ’ αυτόν τον τρόπον. Πειθόμενος τω Κυρίω λέγοντι: «ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων», και μη υπομένων πλέον τον υπέρ Χριστού διακαή έρωτα, «πυρ γαρ ο Κύριος ήλθε βαλείν εις την γην», τουτέστιν εις τας καρδίας των ανθρώπων, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος και μετέβη εις την Θεσσαλονίκην δια να αγωνισθή. Παρουσιασθείς ο Άγιος εις τον εκεί κριτήν, ήρχισε να λέγη προς αυτόν· «Εγώ ήλθον δια να αποδείξω εις σε και εις τους ομοπίστους σου Αγαρηνούς το μέγα και ολέθριον σκότος, το οποίον έχετε εις τας φρένας σας και δεν δύνασθε να ιδήτε και να εννοήσητε την αλήθειαν. Διότι αληθώς σκότος καταχθόνιον είναι η διδασκαλία του προφήτου σας και φως κατά πάντα λαμπρότερον του ηλίου είναι η διδασκαλία και το ιερόν Ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μία δε είναι η αληθινή πίστις, η των Χριστιανών, ήτις τον μεν Θεόν Τρισυπόστατον γινώσκει, τον δε Σωτήρα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεάνθρωπον ομολογεί, τέλειον Θεόν κατά την θεότητα, και κατά την ενανθρώπησιν τέλειον άνθρωπον, εις δύο φύσεις και μίαν υπόστασιν γνωριζόμενον, όστις και εγένετο τέλος του νόμου και των προφητών. Όθεν ημείς οι Χριστιανοί εμάθομεν παρ’ Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι εκείνον, όστις θα έλθη κατόπιν Αυτού και δεν θα φέρη τοιαύτην διδασκαλίαν, να μη τον δεχώμεθα. Είναι λοιπόν φανερόν και ομολογούμενον παρ’ όλων το ότι, επειδή ο ιδικός σας Μωάμεθ ήλθε μετά τον Χριστόν και δεν φέρει ταύτην την διδασκαλίαν, είναι αληθώς πλάνος και απατεών, ήλθε δε εις τον κόσμον δια να πλανήση τους ανθρώπους, καθώς προεφήτευσεν ο Κύριος ημών εν τω ιερώ αυτού Ευαγγελίω, λέγων· «Εγώ ήλθον εν τω ονόματι του πατρός μου, και ουκ εδέξασθέ με, άλλος ελεύσεται εν τω ονόματι τω ιδίω κακείνον λήψεσθε». Είσθε δε σεις οι Αγαρηνοί, οίτινες εδέχθητε τον Μωάμεθ, όστις ήλθε με διδασκαλίαν ιδικήν του και σας επλάνησεν». Ο δε κριτής, ταύτα ακούσας, απεδίωξεν τον Άγιον, ειπών εις τους περιεστώτας· «Είναι παράφρων και δεν πρέπει να τον ακούετε ή να οργισθήτε κατ’ αυτού». Επρόσταξε δε τους υπηρέτας του και έδειραν τον ΄γιον και εξέβαλον αυτόν έξω της θύρας. Ιδών λοιπόν ο θαυμάσιος, ότι δεν επέτυχε του ποθουμένου, ελυπείτο υπερβολικώς και εσυλλογίζετο τίνι τρόπω να επιτύχη το αιτούμενον. Εδώ πρέπει να απορήση και να θαυμάση τις αληθώς, διτί οι μεν θείοι Απόστολοι, ως γράφει ο ιερός Λουκάς, επέστρεφον εκ προσώπου του συνεδρίου χαίροντες, διότι ηξιώθησαν να ατιμασθώσιν υπέρ του ονόματος του Κυρίου, ήτοι επειδή ηξιώθησαν να δαρούν και να διωχθούν. Ούτος δε, ο αοίδιμος, ατιμασθείς και όμοια παθών, λυπείται, ουχί απλώς λύπην, αλλά λύπην οδυνηράν. Και οι μεν Απόστολοι έχαιρον λογιζόμενοι τας υπέρ Χριστού ατιμίας ως τιμάς, και ενθυμούμενοι τον λόγον του Κυρίου, ειπόντα προς αυτούς· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς». Ούτος δε ο γενναίος του Χριστού αγωνιστής δι’ όλως το εναντίον λυπείται. Διότι εδίψα μεν τον υπέρ Χριστού θάνατον, υπέρ την Δαυϊδικήν έλαφον την ποθούσαν τας πηγάς των υδάτων, μη επιτυγχάνων δε αυτόν, ελυπείτο και ηδημόνει και, τρόπον τινά, εφιλονείκει να υπερβή και αυτούς τους Αποστόλους κατά τον προς Χριστόν πόθον. Ιδού εις οποίον ύψος φέρει τον άνθρωπον η αρετή και ο του Χριστού έρως. Τόσον ώστε το πάντων δεινότατον και φευκτόν παρά πάντων, τον θάνατον, να τον διψά και να τον επιδιώκη. Και δικαίως. Επειδή ο νικήσας την αμαρτίαν, ούτος ενίκησε και τον θάνατον. Όθεν δια τον δίκαιον άνθρωπον ο θάνατος δεν λογίζεται θάνατος, αλλά ανάπαυσις και μετάβασις εκ των λυπηρών και ματαίων προς τα χαρμόσυνα και τα αληθή. «Τίμιος γαρ, φησιν, εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων αυτού». Διωχθείς λοιπόν ο μακάριος εκ του κριτηρίου και μη τυχών του ποθουμένου, ανεχώρησεν από την Θεσσαλονίκην και έσπευσεν εις την βασιλεύουσαν, μιμούμενος την ασματικήν νύμφην και λέγων· «Αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει, ενταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις, και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου». Και πάλιν· «εύροσάν με οι τηρούντες, οι κυκλούντες εν τη πόλει· ώρκισα υμάς, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε; Ως μικρόν ότε παρήλθον απ’ αυτών, έως ου εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου· εκράτησα αυτόν, και ουκ αφήκα αυτόν». Ελθών λοιπόν εις την Κωνσταντινούπολιν με μεγάλην και υπερβάλλουσαν προθυμίαν, ίνα και εκεί ελέγξη τους ματαιόφρονας, «Ελάλουν γαρ, φησιν, εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην», έγραψεν ευθύς εις επιστολήν ταύτα· «Ω ταλαίπωροι Αγαρηνοί, έως πότε θα είσθε πεπλανημένοι και δεν πιστεύετε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Υιόν και Λόγον του Θεού, αλλά πιστεύετε εις τον Μωάμεθ και λέγετε αυτόν προφήτην; Ο οποίος δεν ήτο προφήτης, αλλά απατεών και σας κατεγέλασε; Δια τούτο έλθετε εις τον εαυτόν σας, και πιστεύσατε εις τον Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, και βαπτισθήτε, δια να απολαύσετε την βασιλείαν των Ουρανών». Αυτά και άλλα περισσότερα έγραψε, τον μεν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν ομολογών, ποιητήν ουρανού και γης και πάντων των κτισμάτων ορατών τε και αοράτων, κριτήν ζώντων και νεκρών. Τους δε Αγαρηνούς και τον διδάσκαλον αυτών εκφαυλίζων, εξουθενών και ανυπόστατον την πίστιν αυτών αποδεικνύων, προσεκάλει και τον τότε βεζύρην να έλθη εις την αληθή πίστιν του Χριστού, πάντας δε τους ομοδόξους και ομόφρονάς του ενουθέτει να γίνουν Χριστιανοί. Ταύτα αφού έγραψε μετέβη εις την αυλήν του βεζύρη και παρεκάλει τους γραφείς να γράψουν τας αναφοράς και να μεταγλωττίσουν τα παρ’ αυτού γεγραμμένα. Αλλ’ ούτοι δεν εγνώριζον ελληνικά. Έτυχε δε εκεί εις Τούρκος από Χριστιανούς απιστήσας, όστις, λαβών το γράμμα, ανέγνωσεν αυτό και εξήγησεν εις τους γραφείς την έννοιαν τουρκιστί. Οι δε, ακούσαντες και εκπλαγέντες δια τα γεγραμμένα, ύβρισαν τον Άγιον και εξεδίωξαν αυτόν εκείθεν. Τινές δε Χριστιανοί, τυχόντες εκεί δια ιδικήν των υπόθεσιν και ιδόντες τον Μάρτυρα ούτως ασπλάγχνως υβριζόμενον και απωθούμενον, ηρώτησαν τις είναι η αιτία δια την οποίαν καταδιώκεται τόσον ασπλάγχνως ο Ιερομόναχος. Εις δε των λεγομένων τσαουσάδων, λαβών το γράμμα, το έδωσεν εις τους Χριστιανούς, λέγων εις αυτούς· «Αναγνώσετέ το και ειπέτε εις τον Καλόγηρον να φύγη απ’ εδώ, διότι, αν το μάθη ο βεζύρης, ή θα τον καύση ή θα τον κλείση εις τα κάτεργα». Οι δε Χριστιανοί, ως ήκουσαν, εφοβήθησαν και είπον εις τον Μάρτυρα· «Όσον τάχος, πνευματικέ, φύγε απ’ εδώ δια να μη το μάθη ο βεζύρης και σε θανατώση». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Και εγώ δια τούτο και μόνον ήλθον εδώ. Δια να κηρύξω τον αληθινόν Θεόν, και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην Αυτού». Οι δε, τούτο ακούσαντες, ανεχώρησαν ευθύς εκείθεν, δια να μη συλληφθούν και εκείνοι μετ’ αυτού. Ο δε Μάρτυς, λαβών την επιστολήν, έσπευσε να παραδώση ταύτην εις τας χείρας του βεζύρη, εκεί όπου εκάθητο και έκρινε τας διαφοράς των προσερχομένων· όμως, διασχίζων το πλήθος, ημποδίζετο υπό των τσαουσάδων, των μεν τυπτόντων, των δε εξουθενούντων αυτόν ανηλεώς. Αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς δεν εδειλίασε και όσον ημποδίζετο, τόσον μάλλον εθάρρει και εισήρχετο· «δίκαιός, φησιν, ως λέων πέποιθε». Βλέπων δε αυτόν ο αρχηγός της φρουράς και μη γινώσκων την αιτίαν δια την οποίαν ετυράννουν αυτόν, είπεν εις τους άλλους· «Τι διαφοράν έχετε με τον πτωχόν τούτον Καλόγηρον και δεν τον αφήνετε να έλθη εις τον δικαστήν, να ειπή τον πόνον του»; Τότε εκραύγαζον πολλοί, λέγοντες· «Υβριστής είναι της πίστεώς μας και του προφήτου μας, και δι’ αυτό τον υβρίζομεν». Ταύτα ακούσας εκείνος εθυμώθη σφόδρα και αρπάσας τον Μάρτυρα έφερεν αυτόν με τρόπον βάρβαρον προς τον βεζύρη. Ο δε βεζύρης με πολλήν ημερότητα, κατ’ αρχάς, ηρώτησεν αυτόν· «Τις είσαι, ω Μοναχέ; Και τι ζητείς και ήλθες εδώ»; Ο δε Μάρτυς με πολλήν παρρησίαν απεκρίθη· «Την ιδικήν σου σωτηρίαν, ενδοξότατε αυθέντα, ζητών ήλθον εδώ, δια να σε οδηγήσω εις την αλήθειαν και να σε πείσω να αφήσης ταύτην την απατηλήν θρησκείαν, την οποίαν πιστεύεις, να προσέλθης δε εις την πίστιν του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού, του όντως αληθινού Θεού, και να βαπτισθής εν τω ονόματι της Αγίας Τριάδος, δια να γίνης Χριστιανός και να κληρονομήσης την αιώνιον βασιλείαν των ουρανών». Ταύτα και άλλα περισσότερα είπεν ο Μάρτυς αφόβως. Ο βεζύρης τότε εξεπλάγη, ιδών την τόσην ανδρείαν και το θάρρος του ανδρός και είπεν προς αυτόν· «Από ποίαν ενορίαν είσαι και εις ποίον Μοναστήριον ανετράφης»; Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Όλαι αι Εκκλησίαι και τα Μοναστήρια, τα οποία είναι κάτωθεν του ουρανού, ιδικά μου είναι». «Μη τυχόν και σε έστειλεν ο Πατριάρχης των Ρωμαίων να με διδάξης»; Ηρώτησε πάλιν ο βεζύρης. Και ο Μάρτυς απήντησεν· «Ούτε είδον αυτόν, αφ’ ου ήλθον ενταύθα». «Μήπως είσαι μεθυσμένος»; Είπεν ο βεζύρης. Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ουδέ άρτον έφαγον σήμερον». Μήπως είσαι τρελλός»; Ηρώτησε τώρα ο βεζύρης οργιζόμενος. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Σώον έχω τον νουν μου και υγιώς φρονώ, ω δικαστά. Δια τούτο ήλθον να σε διδάξω, να αφήσης αυτήν την θρησκείαν, την οποίαν πιστεύεις, δια να μη κολασθής, και να γνωρίσης τον Ποιητήν και Σωτήρα σου, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν· και να πιστεύσης εις Αυτόν, δια να κληρονομήσης την ουράνιον βασιλείαν Αυτού, η οποία δεν έχει τέλος, και να λάβης δόξαν άφθαρτον, αντί ταύτης της προσκαίρου δόξης, την οποίαν έχεις τώρα». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης και κατανοήσας του Αγίου Μάρτυρος την σταθερότητα, την παρρησίαν και το ετοιμόλογον εις τας αποκρίσεις, ηπόρησε και ελογίζετο δια τίνος τρόπου να νικήση τον Άγιον και να φέρη αυτόν εις την θρησκείαν του. Μη ευρίσκων δε άλλην μέθοδον, μετεχειρίσθη τας κολακείας, λογιζόμενος ότι ίσως δια τούτων ήθελε δυνηθή να σαλεύση το στερρόν και αδαμάντινον φρόνημα της ψυχής του. Είπε λοιπόν εις τον Μάρτυρα: «Επειδή λοιπόν δεν είσαι ούτε μεθυσμένος, ούτε τρελλός, άφες την πίστιν, την οποίαν πιστεύεις, και πίστευσον εις τον ιδικόν μας προφήτην, διότι πάντα όσα έκτισεν ο Θεός δι’ αυτόν τα έκτισε, αυτόν δε έκτισε μόνον δια τον εαυτόν του. Και αν πιστεύσης εις τον ιδικόν μας προφήτην, εγώ θα σε αξιώσω μεγάλης τιμής, και θα σε καταστήσω ένα εκ των πρώτων του παλατίου μου». Αλλ’ ο Μάρτυς, ταύτα ακούσας, είπε: «Μη γένοιτο τούτο, ω δικαστά! Εγώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν πιστεύω και προς Αυτόν προσκαλώ και την ενδοξότητά σου να πιστεύση, δια να γίνης υιός φωτός και ημέρας και να αρνηθής αυτήν την θρησκείαν, την οποίαν πιστεύετε, διότι δεν είναι αληθινή και έχετε να κολασθήτε αν δεν εγκαταλείψετε ταύτην και δεν επιστρέψετε εις το φως της θεογνωσίας, ίνα γνωρίσητε Θεόν τρισυπόστατον και ομοούσιον Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, εις του οποίου το πανάγιον όνομα, εάν βαπτισθήτε, θέλετε σωθή». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης, και πεισθείς δια το αμετάθετον του Αγίου, επρόσταξε τον έπαρχον να οδηγήση τον Μάρτυρα εις τον νομοκράτορά των, τον Μουφτήν. Ηρώτησε τότε και ο Μουφτής τον Μάρτυρα: «Τις είσαι, και τι είνι αυτά τα οποία λέγονται δια σε»; Ο δε γενναίος, και πάλιν θάρρους πλησθείς, ήρχισε να λέγη εις αυτόν όσα είπε και εις τον βεζύρην και ότι πλειότερα. Ταύτα ακούσας ο νομοκράτωρ μετ’ οργής και υπερθερμανθείς εκ του θυμού δεν επερίμενε το τέλος της απολογίας του Μάρτυρος. Αλλ’ ανακόψας τον λόγον, εξέδωκεν απόφασιν να αποκεφαλίσουν τον Μάρτυρα εις το Φανάρι, όπου κατοικούν Χριστιανοί και Μοναχοί πολλοί, δήθεν προς καταισχύνην αυτών. Όταν λοιπόν παρέλαβεν ο έπαρχος τον Άγιον Μάρτυρα δέσμιον και συνώδευεν αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης δια να τον θανατώσουν, θαύμα μέγα παρουσιάσθη εις τους ορώντας τον Ιερομάρτυρα. Διότι ούτος ο Άγιος του Χριστού Ιερομάρτυς έτρεχε πλησίον του δημίου με τόσην χαράν και αγαλλίασιν, ώστε εφαίνετο ως να πετά εις τον αέρα, και το πρόσωπον αυτού ήτο λαμπρόν και χαριέστατον, εξαστράπτον εκ της ένδοθεν χαράς της ψυχής του. Ως δε έφθασεν έξω της θύρας της Πατριαρχικής Εκκλησίας, κλίνας ο Άγιος Μάρτυς τα γόνατα και το σημείον του τιμίου Σταυρού ποιήσας εις το πρόσωπον αυτού, ηυχαρίστησε τον Θεόν τον καταξιώσαντα αυτόν να συναριθμηθή μετά των Μαρτύρων Αυτού. Εκεί δε πάλιν ο έπαρχος επέμενε λέγων: «Πίστευσον εις την πίστιν μας, και μη γίνεσαι αίτιος του θανάτου σου». Ο δε ΄γιος Ιερομάρτυς Κυπριανός, υβρίσας αυτούς και την μακαρίαν αυτού κεφαλήν κλίνας, απετμήθη υπό του δημίου, ούτω δε έλαβε χαίρων και αγαλλόμενος τον στέφανον του μαρτυρίου. Ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς συν αυτώ της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου