Δροσίς
η καλλιπάρθενος του Χριστού νύμφη και αι συν αυτή γενναίως αθλήσασαι πέντε
Άγιαι Παρθενομάρτυρες Μοναχαί ή, όπως ελέγοντο τότε, Κανονικαί, ήσαν κατά τους
χρόνους της βασιλείας του Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 98 – 117. Και
η μεν Δροσίς ήτο θυγάτηρ του αυτοκράτορος Τραϊανού και διέμενε μετ’ αυτού εις
τα βασίλεια, αι δε πέντε Κανονικαί Παρθένοι, ήτοι Μοναχαί, διέμενον εις τι
Ασκητήριον πλησίον της πόλεως κείμενον, μετερχόμεναι την ασκητικήν πολιτείαν και
αγωνιζόμεναι εις την τήρησιν των εντολών του Θεού.
Ο δε βασιλεύς Τραϊανός όχι μόνον εμίσει θανασίμως και εδίωκεν απηνώς τους τον Χριστόν ομολογούντας Χριστιανούς και καθημερινώς αυτούς εθανάτωνεν, αλλά και τα τίμια αυτών Λείψανα έρριπτεν, ο μιαρός, εις ελεεινούς και ακαθάρτους τόπους. Τούτο βλέπουσαι αι ευσεβείς εκείναι Κανονικαί, πλην των άλλων αρετών, τας οποίας ειργάζοντο, είχον και ως έργον απαραίτητον το να συνάζωσι τα ιερά τών Αγίων Μαρτύρων Λείψανα, να αρωματίζωσιν αυτά με μύρα, να τα τυλίσσωσι με σινδόνια και να τα ενταφιάζωσιν εντός του ιδίου αυτών Ασκητηρίου. Το θεάρεστον τούτο έργον των Κανονικών πληροφορηθείσα η μακαρία Δροσίς, ήτις ηγάπα τους Χριστιανούς, ηθέλησε να επισκεφθή αυτάς και να τας συνδράμη εις το έργον των. Όθεν ευρούσα ευκαιρίαν κατάλληλον, καθ’ ην ώραν οι εντεταλμένοι προς φρούρησιν αυτής κουβικουλάριοι καταληφθέντες υπό ύπνου εκοιμώντο βαθέως, εξήλθε κρυφίως του παλατίου φέρουσα μεθ’ εαυτής και πολύτιμον εσθήτα και έσπευσε προς συνάντησιν των Κανονικών χωρίς να γίνη αντιληπτή υπ’ ουδενός. Αφού λοιπόν τας συνήντησε, παρεκάλει αυτάς, ίνα υπάγη μετ’ αυτών προς αναζήτησιν ιερού τινός Λειψάνου Αγίου Μάρτυρος, προς περιποίησιν και ενταφιασμόν αυτού, κατά την συνήθειάν των, όπερ και εποίησαν. Ο δε μνηστήρ της Δροσίδος, Αδριανός ονόματι, όστις ήτο σύμβουλος του πατρός της, πληροφορηθείς περί της από καιρού σημειουμένης κατά τας νύκτας εξαφανίσεως των μαρτυρικών Λειψάνων, είπε προς τον βασιλέα· «Αυτοκράτορ δέσποτα, πρόσταξον, ίνα ορισθώσι στρατιώται προς φύλαξιν των Λειψάνων των κακοθανάτων Χριστιανών, και ανακάλυψιν των κλεπτόντων αυτά». Ο βασιλεύς τότε διέταξε τούτο. Όθεν αγρυπνήσαντες οι φύλακες συνέλαβον τας πέντε Μοναχάς, ως και την θυγατέρα του βασιλέως Δροσίδα και το πρωϊ ωδήγησαν αυτάς προ του βασιλέως. Ιδών ο βασιλεύς την θυγατέρα του εξεπλάγη και διέταξε να φυλάττηται αύτη ασφαλώς, μήπως μετανοήση. Δια δε τας πέντε Μοναχάς διέταξε να κατασκευασθή μέγα χωνευτήριον, εντός του οποίου να τεθώσιν αι Μοναχαί εκείναι, να τεθή δε εν αυτώ και αρκετός χαλκός, ίνα, αναλυόμενος, αναμιχθή με τα σώματα των Μοναζουσών και γίνωσιν αμφότερα εν μίγμα. Δια του μίγματος τούτου επρόσταξε να κατασκευασθώσιν αι βάσεις και τα βάθρα των χαλκίνων αγγείων του δημοσίου λουτρού, το οποίον είχε κτισθή νεωστί παρ’ αυτού και έμελλε να αναφθή εις την εορτήν την λεγομένην των Απολλωνίων και να παραχωρηθή προς θεραπείαν των ομοφρόνων τού ασεβούς βασιλέως ειδωλολατρών. Ταύτα λοιπόν αφ’ ου έγιναν και αφ’ ου αι του Χριστού Οσιομάρτυρε εχωνεύθησαν, κατεσκευάσθησαν τα χάλκινα αγγεία του λουτρού. Όθεν, αφ’ ου οι στρατιώται ήναψαν το λουτρόν, εκήρυττον πανταχού, λέγοντες· «Όσοι είσθε φίλοι των ευμενών θεών, έλθετε εις τα εγκαίνια του δημοσίου λουτρού». Ευθύς τότε συνέτρεχον άπαντες. Ο δε πρώτος ελθών, άμα επλησίασεν εις την πρώτην θύραν του λουτρού, έπεσε χαμαί και παρευθύς απέθανε· το ίδιον έπαθον και όσοι άλλοι μετ’ εκείνον επλησίασαν, ώστε ουδείς εξ όλων εκείνων ηδυνήθη να εισέλθη. Μαθών τούτο ο βασιλεύς, προσεκάλεσε τους λατρευτάς των θεών του και λέγει προς αυτούς· «Ειπέτέ μοι, παρακαλώ, μήπως έγινε μαγεία τις παρά των Χριστιανών και δια τούτο δεν δύναται να εισέλθη τις εις το λουτρόν»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν· «Ουχί, βασιλεύ, αλλά τα χαλκά αγγεία, τα κατασκευασθέντα δια των Λειψάνων των Κανονικών εκείνων Γυναικών, εποίησαν τούτο· πρόσταξον λοιπόν να κατασκευασθώσιν άλλα αγγεία, ίνα ούτω παύσωσιν οι συμβαίνοντες θάνατοι». Τούτου γενομένου, είπεν ο μνηστήρ της Δροσίδος Αδριανός προς τον βασιλέα· «Πρόσταξον, ω βασιλεύς, να χωνευθώσιν εκ δευτέρου τα πρώτα βάθρα των χαλκών αγγείων και εξ αυτών να γίνωσιν αδριάντες γυμνοί, έχοντες την μορφήν των Γυναικών εκείνων, προς όνειδος και ατιμίαν αυτών, οι δε ανδριάντες αυτοί να στηθώσιν εις το δημόσιον λουτρόν της βασιλείας σου». Ευθύς τότε ο βασιλεύς διέταξε και έγινεν ούτω. Αφ’ ου δε εστήθησαν οι αδριάντες των Μοναζουσών εις το λουτρόν, βλέπει ο βασιλεύς καθ’ ύπνον πέντε πρόβατα καθαρά τα οποία έβοσκον εντός αγρού χλοερού. Ήτο δε εκεί και ο ποιμήν των προβάτων, φοβερός την όψιν, όστις ωδήγει αυτά εις την βοσκήν. Ιδών δε ο ποιμήν τον βασιλέα, λέγει προς αυτόν· «Ασεβέστατε βασιλεύ, τας Μοναχάς, τας οποίας συ εσκέφθης να στήσης γυμνάς εις το λουτρόν σου δι’ ατιμίαν, ταύτας ο καλός Ποιμήν Χριστός χωρίσας από σου, τας έβαλεν εις τον ωραίον τούτον τόπον του Παραδείσου, όπου μέλλει να έλθη και η θυγάτηρ σου Δροσίς, η καθαρά αμνάς του Θεού». Εξυπνήσας τότε ο βασιλεύς ωργίσθη, διότι και μετά θάνατον αι Άγιαι γυναίκες εξουθένωσαν τας βουλάς του. Όθεν, εις πείσμα και εκδίκησιν αυτών, διατάσσει να αναφθώσι δύο μεγάλοι κλίβανοι, ήτοι κάμινοι, εκατέρωθεν της πόλεως και εις αυτάς να καίωνται καθ’ εκάστην οι Χριστιανοί. Επρόσταξε δε όπως επί εκάστου κλιβάνου τεθή και επιγραφή κεκυρωμένη δια βασιλικού διατάγματος, διαλαμβάνουσα τα εξής· «Άνδρες Γαλιλαίοι, οι προσκυνούντες τον Εσταυρωμένον, λυτρώσατε εαυτούς μεν εκ των πολλών βασάνων, ημάς δε εκ των κόπων και έκαστος εξ υμών ας ρίπτη μόνος τον εαυτόν του, ανεμποδίστως, εις οιονδήποτε κλίβανον επιθυμεί». Ταύτην λοιπόν την προσταγήν ακούσασα η του Θεού δούλη Δροσίς, η θυγάτηρ του απανθρώπου βασιλέως και μαθούσα, ότι πας Χριστιανός, υπό του πόθου και της αγάπης του Χριστού φλεγόμενος, ερρίπτετο αυθορμήτως εντός των κλιβάνων, ύψωσε τα όμματα προς τον ουρανόν και είπε· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, εάν είναι θέλημά σου άγιον να σωθώ και να λυτρωθώ από της μανιώδους θρησκείας του πατρός μου Τραϊανού, Συ συνέργησον να ελευθερωθώ από τον νυμφώνα και αρραβώνα του δυσσεβούς Αδριανού και να αναβώ εις τον ουρανόν όπου ευρίσκονται και αι πέντε Κανονικαί, αίτινες με ωδήγησαν εις τον φόβον Σου. Κοίμησον δε με βαθύν ύπνον τους εμέ φυλάττοντας, ίνα δυνηθώ να φύγω απαρατήρητος». Ταύτα ειπούσα εξεδύθη τα βασιλικά φορέματα και εξήλθεν ηρέμως του παλατίου, χωρίς κανείς να την αντιληφθή. Ενώ δε η μακαρία Δροσίς μετέβαινεν, ίνα ριφθή εντός μιας των εκεί καμίνων, εσκέφθη και είπε καθ’ εαυτήν· «Πως υπάγω εις τον Θεόν, χωρίς να έχω ένδυμα γάμου, αφού δεν έλαβον το Άγιον Βάπτισμα, άνευ του οποίου είμαι ακάθαρτος; Αλλ’ ω Βασιλεύ των βασιλευόντων, Κύριε Ιησού Χριστέ, ιδού αφήκα την βασιλείαν δια την αγάπην Σου, ίνα με καταστήσης θυρωρόν της ιδικής Σου Βασιλείας. Συ δε όστις δι’ ημάς εβαπτίσθης, βάπτισον και εμέ δια Πνεύματος Αγίου». Ευθύς τότε ως είπε ταύτα, εξαγαγούσα εκ των κόλπων αυτής το άγιον μύρον, το οποίον είχε πάρει από τον κοιτώνα της, ήλειψεν εαυτήν, έπειτα δε εβαπτίσθη εντός ενός των εκεί γεφυρωτών λάκκων, ύδατος πεπληρωμένων, λέγουσα· «Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Δροσίς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Φυλάξασα δε εαυτήν επτά ημέρας έτρωγε τροφήν, την οποίαν έφερεν Άγγελος Κυρίου. Φιλόχριστοι δε τινές Χριστιανοί, ευρόντες αυτήν, έμαθον πάντα τα περί αυτής καθώς εκείνη η μακαρία τα διηγήθη εις τούτους. Κατά δε την ογδόην από της βαπτίσεώς της ημέραν, παρακαλούσα τον Θεόν και προσευχομένη ίνα την οδηγήση τι πρέπει να πράξη, απήλθε προς Όν ηγάπησε Κύριον.
Ο δε βασιλεύς Τραϊανός όχι μόνον εμίσει θανασίμως και εδίωκεν απηνώς τους τον Χριστόν ομολογούντας Χριστιανούς και καθημερινώς αυτούς εθανάτωνεν, αλλά και τα τίμια αυτών Λείψανα έρριπτεν, ο μιαρός, εις ελεεινούς και ακαθάρτους τόπους. Τούτο βλέπουσαι αι ευσεβείς εκείναι Κανονικαί, πλην των άλλων αρετών, τας οποίας ειργάζοντο, είχον και ως έργον απαραίτητον το να συνάζωσι τα ιερά τών Αγίων Μαρτύρων Λείψανα, να αρωματίζωσιν αυτά με μύρα, να τα τυλίσσωσι με σινδόνια και να τα ενταφιάζωσιν εντός του ιδίου αυτών Ασκητηρίου. Το θεάρεστον τούτο έργον των Κανονικών πληροφορηθείσα η μακαρία Δροσίς, ήτις ηγάπα τους Χριστιανούς, ηθέλησε να επισκεφθή αυτάς και να τας συνδράμη εις το έργον των. Όθεν ευρούσα ευκαιρίαν κατάλληλον, καθ’ ην ώραν οι εντεταλμένοι προς φρούρησιν αυτής κουβικουλάριοι καταληφθέντες υπό ύπνου εκοιμώντο βαθέως, εξήλθε κρυφίως του παλατίου φέρουσα μεθ’ εαυτής και πολύτιμον εσθήτα και έσπευσε προς συνάντησιν των Κανονικών χωρίς να γίνη αντιληπτή υπ’ ουδενός. Αφού λοιπόν τας συνήντησε, παρεκάλει αυτάς, ίνα υπάγη μετ’ αυτών προς αναζήτησιν ιερού τινός Λειψάνου Αγίου Μάρτυρος, προς περιποίησιν και ενταφιασμόν αυτού, κατά την συνήθειάν των, όπερ και εποίησαν. Ο δε μνηστήρ της Δροσίδος, Αδριανός ονόματι, όστις ήτο σύμβουλος του πατρός της, πληροφορηθείς περί της από καιρού σημειουμένης κατά τας νύκτας εξαφανίσεως των μαρτυρικών Λειψάνων, είπε προς τον βασιλέα· «Αυτοκράτορ δέσποτα, πρόσταξον, ίνα ορισθώσι στρατιώται προς φύλαξιν των Λειψάνων των κακοθανάτων Χριστιανών, και ανακάλυψιν των κλεπτόντων αυτά». Ο βασιλεύς τότε διέταξε τούτο. Όθεν αγρυπνήσαντες οι φύλακες συνέλαβον τας πέντε Μοναχάς, ως και την θυγατέρα του βασιλέως Δροσίδα και το πρωϊ ωδήγησαν αυτάς προ του βασιλέως. Ιδών ο βασιλεύς την θυγατέρα του εξεπλάγη και διέταξε να φυλάττηται αύτη ασφαλώς, μήπως μετανοήση. Δια δε τας πέντε Μοναχάς διέταξε να κατασκευασθή μέγα χωνευτήριον, εντός του οποίου να τεθώσιν αι Μοναχαί εκείναι, να τεθή δε εν αυτώ και αρκετός χαλκός, ίνα, αναλυόμενος, αναμιχθή με τα σώματα των Μοναζουσών και γίνωσιν αμφότερα εν μίγμα. Δια του μίγματος τούτου επρόσταξε να κατασκευασθώσιν αι βάσεις και τα βάθρα των χαλκίνων αγγείων του δημοσίου λουτρού, το οποίον είχε κτισθή νεωστί παρ’ αυτού και έμελλε να αναφθή εις την εορτήν την λεγομένην των Απολλωνίων και να παραχωρηθή προς θεραπείαν των ομοφρόνων τού ασεβούς βασιλέως ειδωλολατρών. Ταύτα λοιπόν αφ’ ου έγιναν και αφ’ ου αι του Χριστού Οσιομάρτυρε εχωνεύθησαν, κατεσκευάσθησαν τα χάλκινα αγγεία του λουτρού. Όθεν, αφ’ ου οι στρατιώται ήναψαν το λουτρόν, εκήρυττον πανταχού, λέγοντες· «Όσοι είσθε φίλοι των ευμενών θεών, έλθετε εις τα εγκαίνια του δημοσίου λουτρού». Ευθύς τότε συνέτρεχον άπαντες. Ο δε πρώτος ελθών, άμα επλησίασεν εις την πρώτην θύραν του λουτρού, έπεσε χαμαί και παρευθύς απέθανε· το ίδιον έπαθον και όσοι άλλοι μετ’ εκείνον επλησίασαν, ώστε ουδείς εξ όλων εκείνων ηδυνήθη να εισέλθη. Μαθών τούτο ο βασιλεύς, προσεκάλεσε τους λατρευτάς των θεών του και λέγει προς αυτούς· «Ειπέτέ μοι, παρακαλώ, μήπως έγινε μαγεία τις παρά των Χριστιανών και δια τούτο δεν δύναται να εισέλθη τις εις το λουτρόν»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν· «Ουχί, βασιλεύ, αλλά τα χαλκά αγγεία, τα κατασκευασθέντα δια των Λειψάνων των Κανονικών εκείνων Γυναικών, εποίησαν τούτο· πρόσταξον λοιπόν να κατασκευασθώσιν άλλα αγγεία, ίνα ούτω παύσωσιν οι συμβαίνοντες θάνατοι». Τούτου γενομένου, είπεν ο μνηστήρ της Δροσίδος Αδριανός προς τον βασιλέα· «Πρόσταξον, ω βασιλεύς, να χωνευθώσιν εκ δευτέρου τα πρώτα βάθρα των χαλκών αγγείων και εξ αυτών να γίνωσιν αδριάντες γυμνοί, έχοντες την μορφήν των Γυναικών εκείνων, προς όνειδος και ατιμίαν αυτών, οι δε ανδριάντες αυτοί να στηθώσιν εις το δημόσιον λουτρόν της βασιλείας σου». Ευθύς τότε ο βασιλεύς διέταξε και έγινεν ούτω. Αφ’ ου δε εστήθησαν οι αδριάντες των Μοναζουσών εις το λουτρόν, βλέπει ο βασιλεύς καθ’ ύπνον πέντε πρόβατα καθαρά τα οποία έβοσκον εντός αγρού χλοερού. Ήτο δε εκεί και ο ποιμήν των προβάτων, φοβερός την όψιν, όστις ωδήγει αυτά εις την βοσκήν. Ιδών δε ο ποιμήν τον βασιλέα, λέγει προς αυτόν· «Ασεβέστατε βασιλεύ, τας Μοναχάς, τας οποίας συ εσκέφθης να στήσης γυμνάς εις το λουτρόν σου δι’ ατιμίαν, ταύτας ο καλός Ποιμήν Χριστός χωρίσας από σου, τας έβαλεν εις τον ωραίον τούτον τόπον του Παραδείσου, όπου μέλλει να έλθη και η θυγάτηρ σου Δροσίς, η καθαρά αμνάς του Θεού». Εξυπνήσας τότε ο βασιλεύς ωργίσθη, διότι και μετά θάνατον αι Άγιαι γυναίκες εξουθένωσαν τας βουλάς του. Όθεν, εις πείσμα και εκδίκησιν αυτών, διατάσσει να αναφθώσι δύο μεγάλοι κλίβανοι, ήτοι κάμινοι, εκατέρωθεν της πόλεως και εις αυτάς να καίωνται καθ’ εκάστην οι Χριστιανοί. Επρόσταξε δε όπως επί εκάστου κλιβάνου τεθή και επιγραφή κεκυρωμένη δια βασιλικού διατάγματος, διαλαμβάνουσα τα εξής· «Άνδρες Γαλιλαίοι, οι προσκυνούντες τον Εσταυρωμένον, λυτρώσατε εαυτούς μεν εκ των πολλών βασάνων, ημάς δε εκ των κόπων και έκαστος εξ υμών ας ρίπτη μόνος τον εαυτόν του, ανεμποδίστως, εις οιονδήποτε κλίβανον επιθυμεί». Ταύτην λοιπόν την προσταγήν ακούσασα η του Θεού δούλη Δροσίς, η θυγάτηρ του απανθρώπου βασιλέως και μαθούσα, ότι πας Χριστιανός, υπό του πόθου και της αγάπης του Χριστού φλεγόμενος, ερρίπτετο αυθορμήτως εντός των κλιβάνων, ύψωσε τα όμματα προς τον ουρανόν και είπε· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, εάν είναι θέλημά σου άγιον να σωθώ και να λυτρωθώ από της μανιώδους θρησκείας του πατρός μου Τραϊανού, Συ συνέργησον να ελευθερωθώ από τον νυμφώνα και αρραβώνα του δυσσεβούς Αδριανού και να αναβώ εις τον ουρανόν όπου ευρίσκονται και αι πέντε Κανονικαί, αίτινες με ωδήγησαν εις τον φόβον Σου. Κοίμησον δε με βαθύν ύπνον τους εμέ φυλάττοντας, ίνα δυνηθώ να φύγω απαρατήρητος». Ταύτα ειπούσα εξεδύθη τα βασιλικά φορέματα και εξήλθεν ηρέμως του παλατίου, χωρίς κανείς να την αντιληφθή. Ενώ δε η μακαρία Δροσίς μετέβαινεν, ίνα ριφθή εντός μιας των εκεί καμίνων, εσκέφθη και είπε καθ’ εαυτήν· «Πως υπάγω εις τον Θεόν, χωρίς να έχω ένδυμα γάμου, αφού δεν έλαβον το Άγιον Βάπτισμα, άνευ του οποίου είμαι ακάθαρτος; Αλλ’ ω Βασιλεύ των βασιλευόντων, Κύριε Ιησού Χριστέ, ιδού αφήκα την βασιλείαν δια την αγάπην Σου, ίνα με καταστήσης θυρωρόν της ιδικής Σου Βασιλείας. Συ δε όστις δι’ ημάς εβαπτίσθης, βάπτισον και εμέ δια Πνεύματος Αγίου». Ευθύς τότε ως είπε ταύτα, εξαγαγούσα εκ των κόλπων αυτής το άγιον μύρον, το οποίον είχε πάρει από τον κοιτώνα της, ήλειψεν εαυτήν, έπειτα δε εβαπτίσθη εντός ενός των εκεί γεφυρωτών λάκκων, ύδατος πεπληρωμένων, λέγουσα· «Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Δροσίς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Φυλάξασα δε εαυτήν επτά ημέρας έτρωγε τροφήν, την οποίαν έφερεν Άγγελος Κυρίου. Φιλόχριστοι δε τινές Χριστιανοί, ευρόντες αυτήν, έμαθον πάντα τα περί αυτής καθώς εκείνη η μακαρία τα διηγήθη εις τούτους. Κατά δε την ογδόην από της βαπτίσεώς της ημέραν, παρακαλούσα τον Θεόν και προσευχομένη ίνα την οδηγήση τι πρέπει να πράξη, απήλθε προς Όν ηγάπησε Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου