Το
θέμα που μου ζητήθηκε να αναπτύξω είναι: «η δύναμη της προσευχής στη ζωή μας».
Είναι ένα θέμα πάρα πολύ πλούσιο σε προβληματισμούς που έχουν άμεση σχέση με την
πραγματοποίηση της κατ’ εξοχήν αυτής πνευματικής λειτουργίας που λέγεται
προσευχή.
Αν
αναζητήσει κανείς ένα διάγραμμα αυτού του θέματος, θα δει ότι πραγματικά δεν
μπορεί να ξέρη από που πρέπει ν’ αρχίσει και που πρέπει να τελειώσει. Κι αυτό
γιατί, όπως καταλαβαίνουμε, η προσευχή δεν είναι μια διδακτική ενότητα, δεν
είναι ένα μάθημα που μπορεί κανείς να διδάξει σε ορισμένη ώρα. Δεν είναι
προσδιορισμένο θεωρητικά αυτό το βιωματικό πνευματικό γεγονός.
Όταν
κανείς μιλά για την προσευχή, καταλαβαίνει ότι μιλάει για ένα μυστήριο. Γιατί,
όπως ξέρουμε, η προσευχή είναι, στην απλούστερη διατύπωσή της, η σχέση του
ανθρώπου με τον Θεό, ή τουλάχιστον μια βασική μορφή της σχέσεως του ανθρώπου με
τον Θεό.
Και ασφαλώς ό,τι προσεγγίζει τον Θεό δεν είναι εύκολο να μελετηθεί και
να προσδιοριστεί. Γι’ αυτό ομολογώ, ότι κι εγώ δεν μπόρεσα πολύ εύκολα να
καταλάβω τι θα έπρεπε να πω. Κατέληξα όμως στο συμπέρασμα, ότι μάλλον πρέπει
κανείς να αντιμετωπίσει ένα βασικό θέμα μέσα στο όλο πρόβλημα της δυνάμεως της
προσευχής, που είναι οι όροι υπό τους οποίους η προσευχή αποβαίνει ένα δυναμικό
στοιχείο της ζωής του ανθρώπου.
Νομίζω
ότι άμεσα δεν θα ενδιέφερε το να μάθει κανείς τι είναι η δύναμη της προσευχής ή
πως εκδηλώνεται. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ενός κατηχητικού
μαθήματος. Ίσως περισσότερο βασικό είναι να σταματήσει κανείς σ’ αυτό το
ιδιαίτερο πρόβλημα και να διερωτηθεί υπό ποιούς ακριβώς όρους, βάσει ποιών
προϋποθέσεων, η προσευχή μας δίνει δύναμη, γίνεται πηγή δυνάμεως.
Γιατί
είναι αλήθεια ότι, όταν ο άνθρωπος μιλά για προσευχή ή όταν προσεύχεται -για να
πάμε αμέσως στο πρόβλημα- , περιμένει να δει τα αποτελέσματα αυτής της
πνευματικής του λειτουργίας· η σκέψη του είναι πάντα προσανατολισμένη στο
αποτέλεσμα, στην δύναμη της προσευχής. Γι’ αυτό νομίζω, πιο εύκολα κανείς
ανάγεται στην έννοια της δυνάμεως της προσευχής, παρά στις προϋποθέσεις που
μπορούν να εξασφαλίσουν, σύμφωνα με τα ανθρώπινα πάντοτε κριτήρια, την δύναμη
της προσευχής.
Θα
ήθελα λοιπόν να υπογραμμίσω μερικούς από τους όρους, που μπορούν, κατά τεκμήριο
ίσως και σύμφωνα – όπως είπαμε – με τα ανθρώπινα κριτήρια, να μας δώσουν την
εντύπωση ότι η προσευχή μπορεί πραγματικά να εκφρασθεί σαν μια δυναμική
λειτουργία της προσωπικότητας, μπορεί να αποτελέσει πηγή δυνάμεως.
Μια
πρώτη βασική προϋπόθεση είναι το πως αντιλαμβάνεται κανείς την προσευχή. Τί
εννοεί όταν λέει προσευχή, ή καλύτερα πώς συλλαμβάνει υπαρξιακά και πώς
αισθάνεται την προσευχή;
Τί
είναι όμως προσευχή; Είναι ένα βασικό ερώτημα που μπορεί σαν απάντηση να μας
δώσει τον πρώτο όρο που είναι απαραίτητος για να αποβεί η προσευχή πηγή
δυνάμεως.
Εδώ
θα μπορούσε να πει κανείς πάρα πολλά. συνήθως έχουμε υπ’ όψη μας απλοποιήσεις
του ορισμού της προσευχής. Ότι δηλαδή προσευχή είναι η επικοινωνία του ανθρώπου
με τον Θεό ή, η ομιλία του ανθρώπου προς τον Θεό ή, η καταφυγή του ανθρώπου
στον Θεό, για να ζητήσει την βοήθειά Του. Μπορούμε να βρούμε άπειρους τέτοιους
ορισμούς του γεγονότος της προσευχής. Κι επειδή ακριβώς υπάρχουν πάρα πολλές
τέτοιες δυνατότητες, κατέφυγα σ’ ένα φιλοκαλικό κείμενο, δηλαδή σ’ έναν νηπτικό
συγγραφέα, αλλά και πατέρα και ασκητή, ο οποίος αφιερώνει, μια μεγάλη ομιλία
του στην προσευχή. Μέσα σ’ αυτήν, με την πείρα την προσωπική που έχει αποκτήσει
από την άσκηση, μας δίνει μια ποικιλία ορισμών, που όλοι μαζί ίσως θα μπορούσαν
να μας δώσουν μια ιδέα του τι είναι η προσευχή.
Αρχίζει
μ’ έναν απλό ορισμό: «Προσευχή εστί ανάβασις νου προς Θεόν». Όσο μπορεί πιο
συνοπτικά μας λέει τι είναι η προσευχή. Είναι η ανάβαση του νου προς τον Θεό.
Κάπου αλλού λέει: «Προσευχή εστί πρέπουσα ενέργεια τη αξία του νου, ήτοι
κρείττων και ειλικρινής χρήσις αυτού». Προσευχή είναι μια ενέργεια, που είναι
ανάλογη προς την αξία του νου. Δηλαδή η κάλλιστη, θα λέγαμε, και η πιο
ειλικρινής χρήση του νου. Αυτή είναι προσευχή.
Σ’
έναν άλλον ορισμό, προχωρεί σε περισσότερο υπαρξιακό έδαφος και μας λέει:
«ώσπερ ο άρτος τροφή εστί τω σώματι και η αρετή τη ψυχή, ούτως και του νου η
πνευματική προσευχή τροφή υπάρχει». Εδώ κάνει ένα πολύ θετικό βήμα στην
προσπάθεια του προσδιορισμού της προσευχής, για να μας δώσει να καταλάβουμε ότι
η προσευχή δεν είναι μια θεωρητική προσέγγιση του νου προς τον Θεό, αλλά είναι
κάτι πολύ βασικότερο και υπαρξιακό. Αυτός ο χαρακτηρισμός ή, η αλληγορία, η
εικόνα της προσευχής ως τροφής, ως άρτου, δείχνει ότι η προσευχή για τον
προσευχόμενο άνθρωπο, όπως λέει αλλού και ο ίδιος αλλά και άλλοι πατέρες, είναι
η τροφή και η αναπνοή. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις της τροφής και της αναπνοής
δεν μπορεί να υπάρξει ένας άνθρωπος. Έτσι και ένας πνευματικός άνθρωπος δεν
μπορεί να υπάρξει χωρίς την προσευχή.
Από
τους πολλούς ορισμούς που έχει στην συνέχεια της ομιλίας του ο νηπτικός πατήρ,
ξεχώρισα ιδιαιτέρως έναν, ο οποίος νομίζω ότι μας δίνει το πλήρωμα, κατά
κάποιον τρόπο, της υπαρξιακής προβολής της προσευχής.
Σημειώνει
σ’ έναν στίχο: «Αίσθησις εστί προσευχής σύννοια μετ’ ευλάβειας και κατανύξεως
και οδύνης ψυχής, εν εξαγορεύσει πταισμάτων μετά στεναγμών αφανών». Δηλαδή η
αίσθηση της προσευχής είναι σύννοια -το λεξικό αποδίδει την λέξη αυτή με τον
όρο σκέψη βαθειά -, αλλά και αγωνία και στενοχώρια και συναίσθηση και τύψεις
συνειδήσεως ακόμη. Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε, ότι η αίσθηση της προσευχής
είναι ένα προσωπικό βίωμα που δονεί τον άνθρωπο «μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως
και οδύνης ψυχής» και με προϋπόθεση την έξαγόρευση των πταισμάτων, της
προσωπικής ενοχής «μετά στεναγμών αφανών».
Με
τον ορισμό αυτό εισέρχεται στο βάθος της υπάρξεως του ανθρώπου για να μας πει
ότι η σωστή και ολοκληρωμένη προσευχή δεν είναι απλώς μια ενέργεια των χειλέων,
ούτε είναι μια θεωρητική πράξη, ένα γεγονός νοησιαρχικής εκφράσεως του
ανθρώπου, αλλά είναι μια υπόθεση που απασχολεί τον όλο άνθρωπο, τον δονεί, τον
συγκλονίζει και που σαν καταστάλαγμα της όλης αυτής εμπειρίας έχει τους αφανείς
στεναγμούς.
Σαν
συμπέρασμα αυτών θα λέγαμε, ότι η πρώτη προϋπόθεση της δυνάμεως της προσευχής
είναι το να αντιληφθεί εκείνος που θέλει να χρησιμοποιήσει την προσευχή σαν μια
πηγή δυνάμεως, Ότι η προσευχή είναι ένα υπαρξιακό γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι
είναι ένα γεγονός που συγκλονίζει τον όλο άνθρωπο, τον συναρπάζει και τον κάνει
να βιώνει καταστάσεις που, όπως λένε σε άλλες περιπτώσεις οι νηπτικοί που ζουν
το πλήρωμα της προσευχής, δεν μπορεί να τις περιγράφει. Με άλλα λόγια η
προσευχή, στην κανονική της διάσταση, πρέπει να ταυτίζεται με τον άνθρωπο σε
όλες τις κινήσεις του και σε όλες τις ενέργειές του.
Βέβαια
εμείς μπορεί να γνωρίζουμε, ότι η προσευχή είναι μια λειτουργία που γίνεται σε
τακτές ώρες ή ότι εντάσσεται και σαν λατρεία σ’ ένα ορισμένο πρόγραμμα, όπως
είναι η λατρεία της Κυριακής επί παραδείγματι. Αλλά η υπαρξιακή σύλληψη του
νοήματος της προσευχής μας την δίνει σαν μια λειτουργία που ταυτίζεται με τον
όλο άνθρωπο, σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Έτσι, όταν οι νηπτικοί
ασχολούνται με το θέμα της προσευχής και κατασταλάζουν σ’ έναν ορισμένο τύπο
προσευχής, στην Ευχή του Κυρίου, προσδιορίζουν την προσευχή σαν την αναπνοή της
ψυχή. Και λένε ότι όταν κανείς κατορθώσει να συνάψει την μνήμη του ονόματος του
Κυρίου με την αναπνοή του, τότε θα μπορέσει να καταλάβει το νόημα της
πνευματικής ζωής. Τότε «γνώσει ησυχίας ωφέλειαν», αλλά και τότε μπορεί να
καταλάβει ποιά είναι η προσευχή σε όλες της τις διαστάσεις.
Ίσως
τα όσα είπαμε μέχρι στιγμής για το υπαρξιακό νόημα της προσευχής να
δημιούργησαν σε μερικούς τον προβληματισμό, ότι ο χριστιανός πρέπει να
προσεύχεται κάθε ώρα και στιγμή. Πριν όμως έλθουμε να εξετάσουμε αυτήν ακριβώς
την πτυχή του θέματος είναι απαραίτητο να αναφέρουμε και να υπογραμμίσουμε ένα
γεγονός, που μας βοηθάει να καταλάβουμε πως η προσευχή, σαν υπαρξιακό γεγονός,
καλύπτει και αγκαλιάζει την όλη ύπαρξη του ανθρώπου.
Πρόκειται
για κάτι που φαίνεται παράδοξο στον σύγχρονο άνθρωπο, θα έλεγα πολλές φορές και
στον σύγχρονο χριστιανό, αλλά για την Εκκλησία αποτελεί άρθρο πίστεως και ζωής.
Η
υπαρξιακή κατανόηση του πνευματικού γεγονότος της προσευχής δικαιολογείται από
την πραγματικότητα, ότι ο αγώνας του ανθρώπου και συγκεκριμένα του χριστιανού,
δεν είναι μια απλή περιορισμένη περιπέτεια ή εργασία, αλλά είναι μια πάλη.
Αυτήν την πάλη μας βοηθάει η Αγία Γραφή να την καταλάβουμε πολλαπλώς. Την
περιγράφει ωραιότατα στο τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, στην Αποκάλυψη.
Συνοπτικά την συναντάμε στο γνωστό χωρίο του Παύλου: «ουκ έστιν ημίν η πάλη
προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους
κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν
τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ΄ 12).
Σ’
αυτό το χωρίο υπογραμμίζεται ο δαιμονισμός, ο οποίος υπάρχει σαν ένας όρος
υπάρξεως, θα έλεγε κανείς, της Εκκλησίας. Ασφαλώς δεν είναι της στιγμής να
αναπτύξουμε την θεολογία του δαιμονισμού. Είναι όμως απαραίτητο ο χριστιανός,
περισσότερο ίσως από τον άνθρωπο του κόσμου τούτου που δεν μπορεί να καταλάβει
πολλά πράγματα, να καταλάβει ότι εφ’ όσον θέλει να είναι χριστιανός, είναι
εντεταγμένος σ’ έναν αγώνα και σε μια πάλη, που έχει αντικείμενο (σε αρσενικό γένος),
του οποίου οι αντιδράσεις παρουσιάζονται στην Αποκάλυψη, αλλά η εικόνα του
υπάρχει σ’ όλο το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου, αλλά και σ’ όλο -ας μου
επιτραπεί έτσι απλά να πω – το υλικό της Καινής Διαθήκης.
Ξέρουμε
ότι ο Κύριος, πριν από την αρχή του δημόσιου βίου Του, είχε έναν ζωντανό
διάλογο με τον διάβολο, με τον δαιμονισμό, υπεβλήθη στην δοκιμασία, κατά την
όποια ο διάβολος ήθελε να τον υποτάξει. Με την αντιμετώπισή του εκείνη, ο
Κύριος, δίνει την σημασία που πρέπει να δώσει ο πνευματικός άνθρωπος στην
συνάντησή του με τον δαιμονισμό.
Η
πάλη του χριστιανού δεν είναι μια πάλη για ηθική τελείωση, μέσα σε μια
κατάσταση πνευματικής εκστάσεως και ομορφιάς -λόγων και συναισθηματικών
εμπειριών, όπως συχνά την εννοούμε. Πολλές φορές εξωραΐζουμε τα πράγματα,
μιλάμε για ιδανικά, για πνευματικές εξάρσεις, για προσπάθεια αυτοθυσίας, η
οποία είναι έργο που ομορφαίνει την ζωή του ανθρώπου. Κάτω όμως από όλα αυτά τα
σχήματα, τα ωραία και τα αληθινά -δεν είναι ψεύτικα αυτά- υπάρχει η σκληρή
πραγματικότητα, η οποία οπωσδήποτε σε κάποια κρίσιμη ώρα θα αποκαλυφθεί στον
πνευματικό άνθρωπο που είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί μέσα στην χριστιανική
κονίστρα.
Σ’
αυτό το σημείο αρκετές φορές σημειώνεται κάποια αταξία. Ίσως ορισμένοι νέοι να
ξεκινούν με την εμπειρία της ομορφιάς της χριστιανικής ζωής, που όμως έχει -δεν
μπορούμε να το κρύψουμε αυτό- και την μορφή της αυταπάτης. Διότι, αν κανείς δεν
ξέρει από την αρχή την σκληρότητα του πνευματικού αγώνος και δεν έχει από την
αρχή συνειδητοποιήσει αυτόν τον δαιμονισμό, που συνέχει τα πάντα και που
αντιδρά συνεχώς στο σχέδιο του Θεού, μπορεί να ξεκινήσει με μια αισιοδοξία, που
είναι νόμιμη από πλευράς χριστιανικής πραγματικότητας· αυτή όμως η αισιοδοξία
μπορεί να γίνει το σκάνδαλο ή, η παγίδα, που θα τον οδηγήσει σε μια καταστροφή
οριστική.
Αυτό
είναι μια παλιά υπόθεση. Χρονολογείται από τότε, που μέσα στον κύκλο των Δώδεκα
Αποστόλων παρουσιάστηκε ο Ιούδας. Και το γεγονός προχώρησε, ώστε ο Παύλος με
πικρία να γράψει: «Δημάς γαρ με εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα…» (Β΄ Τιμοθ.
δ΄ 10). Ο νυν αιών, ο οποιοσδήποτε αιών, έχει μια γλυκύτητα δαιμονική, θα έλεγε
κανείς, που αντιδρά ουσιαστικά και δραστικά στο σχέδιο του Θεού και
συγκεκριμένα στην προσπάθεια του πνευματικού ανθρώπου να ολοκληρωθεί. Όταν
λοιπόν ο χριστιανός δεν έχει πλήρη επίγνωση αυτών των καταστάσεων από την αρχή,
στερείται μιας βασικής προϋποθέσεως που μπορεί να του εξασφαλίσει γόνιμη, από
πλευράς δυνάμεως, προσευχή. Διότι, αν κανείς δεν υπολογίζει την δύναμη του
εχθρού, τότε η προσευχή του είναι μια κατάσταση, ή μια λειτουργία, που
ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα, αλλά αποφεύγει την ουσία.
Συνήθως
η προσευχή ενός καλού χριστιανού έχει σαν θέμα το να προκόψει στην ζωή του, να
αποκτήσει μια καλή εργασία, να δημιουργήσει καλή οικογένεια, να αποκτήσει
παιδιά, να τα δει να προοδεύουν, πράγματα τα οποία όλα είναι ασφαλώς νόμιμα.
Και μέσα σε όλες αυτές τις ικεσίες, που αποτελούν στόχο της προσευχής, υπάρχει
και το αίτημα, να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του. Τις περισσότερες φορές όμως,
λείπει αυτή η επίγνωση που μπορεί να υπογραμμίσει τον υπαρξιακό χαρακτήρα της
προσευχής, κι έτσι η προσευχή γίνεται απλώς ένα εφόδιο για να ζήσουμε καλύτερα
την ζωή μας. Αλλά, όταν έτσι έχουν τα πράγματα, φθάνουμε στο σημείο να
θυμόμαστε την προσευχή ορισμένες ώρες μόνο, τις ώρες που έχουμε μπροστά μας ένα
πρόβλημα ή μια δυσκολία. Τότε ξυπνάει περισσότερο μέσα μας η επιθυμία και η
διάθεση για προσευχή.
Εκείνος
όμως που ζει υπαρξιακά το γεγονός της προσευχής, εφαρμόζει το «αδιαλείπτως
προσεύχεσθε» που λέει ο Παύλος και ζει, όχι απλώς μέσα στο πλαίσιο της ζωής της
προσευχής, αλλά στην κατάσταση της προσευχής. Είναι όλος προσευχή και επομένως
έχει την δυνατότητα να αντιμετωπίζει τον δαιμονισμό του νυν αιώνος με την άνεση
που του δίνει η προσευχή.
Στο
σημείο αυτό θα μπορούσαμε να ανοίξουμε μια παρένθεση, για να δούμε την τραγική
εικόνα που παρουσιάζει ο εκάστοτε χριστιανός μέσα στα πλαίσια του δαιμονισμού
της εποχής του. Βλέπουμε ότι πάρα πολλές φορές, λείπει από τον χριστιανό η
συναίσθηση της εξαρτήσεώς του από τον Θεό, μιας εξαρτήσεως υπαρξιακής και όχι
συναισθηματικής. Διότι συχνά λέμε ότι η προσευχή υπογραμμίζει την εξάρτηση του
ανθρώπου από τον Θεό, αλλά τις περισσότερες φορές εννοούμε μια συναισθηματική
εξάρτηση. Δεν μπορούμε να εννοήσουμε το βαθύτερο στοιχείο, που θα έλεγα ότι
έχει έναν χαρακτήρα τραγικό, ιδιαίτερα για τον σύγχρονο χριστιανό. Και αυτή η
τραγικότητα ζωγραφείται πολύ ωραία στην υμνολογία και στις ακολουθίες της
εκκλησιαστικής περιόδου του Τριωδίου.
Αν
θα μπορούσε κανείς να σταματήσει με άνεση -από πλευράς χρόνου- μπροστά στην περίοδο
αυτή της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας μας και να την μελετήσει με προσοχή, θα
έβλεπε ότι μέσα σ’ αυτήν υπάρχει ένας άνθρωπος που προσεύχεται. Όλη η υμνολογία
του Τριωδίου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι πνευματικές εξάρσεις ενός
προσευχόμενου ανθρώπου.
Το
ερώτημα όμως είναι: ποιός είναι αυτός ο προσερχόμενος άνθρωπος; Μήπως είναι ο
άνθρωπος που έχει λύσει τα προβλήματά του και με την συναίσθηση πλέον της
ασφάλειας ότι είναι κοντά στον Θεό, προσεύχεται και υμνολογεί; Ή μήπως είναι ο
άνθρωπος που αναζητάει κάτι και προσεύχεται με κάποια αγωνία;
Μια
βαθειά εξέταση του Τριωδίου δείχνει ότι στην πνευματική προσπάθεια του ανθρώπου
που παρουσιάζεται μέσα σ’ αυτό, εκφράζεται και αντανακλάται η τραγικότητα του
σύγχρονου ανθρώπου. Όταν διαβάζουμε στο Τριώδιο τους τόσο ωραίους ύμνους και
βλέπουμε την αγωνία του προσευχόμενου ανθρώπου, την τραγικότητα που δείχνει η
εσωτερική του έκρηξη, θα λέγαμε την απελπισία του -γιατί πολλές φορές τον
βλέπουμε να προσεύχεται με μια απελπισία-, έχουμε την εντύπωση ότι βλέπουμε μια
εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου, ο όποιος είναι παγιδευμένος κι αυτός σε κάποια
κατάσταση τραγική, σε έναν μηδενισμό που τον οδηγεί σε μια απελπισία χωρίς
όρια. Κι αυτό πραγματικά είναι ένα κοινό σημείο του προσευχόμενου ανθρώπου μέσα
στο Τριώδιο και του ανθρώπου γενικά της εποχής μας.
Κάτι
όμως που υπάρχει στο Τριώδιο, δεν υπάρχει τις περισσότερες φορές στον σύγχρονο
χριστιανό. Ενώ ο σύγχρονος υπαρξιστής έχει μια αγωνία, ζει μια τραγικότητα,
διότι εσωτερικά συγκλονίζεται από την εμπειρία του μηδενισμού, ο σύγχρονος
χριστιανός, όπως έχει πολλές φορές λεχθεί και υπογραμμισθεί, παρουσιάζεται σαν
ένας άνθρωπος του βολέματος. Και κοντά στον Θεό θέλει να βρίσκεται, και την ζωή
του την σύγχρονη να ζήσει. Δεν δείχνει ότι έχει κάποια αγωνία εσωτερική, ότι
αισθάνεται την τραγικότητα της υπάρξεώς του. Αντίθετα, τις πιο πολλές φορές
έχει μια σιγουριά, διότι ξέρει ότι θα νηστέψει, θα εξομολογηθεί, ακόμα ότι θα
κοινωνήσει. Ξέρει ότι θα μπει στην περίοδο της Τεσσαρακοστής, που θα του
επιτρέψει να ανανήψει κάπως και έτσι να προχωρήσει. Στο βάθος του πνεύματός του
επικρατεί η προοπτική, ότι προχωρώντας θα βρει ανοιχτή μπροστά του την πόρτα
του παραδείσου. Κι έτσι δεν συγκλονίζεται ο σύγχρονος χριστιανός, όπως
συγκλονίζεται ο άπιστος ή ο άθεος ή ο υπαρξιστής που δεν έχει προσανατολισμό.
Αλλά
άραγε, αυτή είναι η νοοτροπία του ανθρώπου που προσεύχεται μέσα στο Τριώδιο,
αυτού που για τον χριστιανό αποτελεί τον τύπο του προσευχόμενου ανθρώπου;
Ασφαλώς όχι. Μέσα στο Τριώδιο βρίσκει κανείς πάρα πολύ εκφραστικά, με
υμνολογικές αποχρώσεις και πινελιές τον χριστιανικό υπαρξισμό να είναι και
αυτός μια αγωνία, μια απελπισία, ίσως και μια αμφισβήτηση μέχρις ενός ορισμένου
σημείου. Να είναι όμως μια υγιής αμφισβήτηση και μια απελπισία που συνδέεται
άμεσα με την ύπαρξη της ζωής, που είναι ο Θεός, και από την οποία ύπαρξη αντλεί
όλη του την δύναμη.
Μέσα
στην υμνολογία του Τριωδίου διαφαίνεται μια απελπισία που είναι ακατανόητη για
τον σύγχρονο χριστιανό. Μια απελπισία που πολλές φορές μας προβληματίζει, μήπως
υπάρχουν στοιχεία υπερβολής μέσα σ’ αυτή την υμνολογία, τα οποία δεν δίνουν την
αληθινή εικόνα της πνευματικής ζωής, μήπως υπερτονίζουμε την παραποιημένη
εικόνα του χριστιανού. Όμως δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει το γεγονός ότι το
Ευαγγέλιο, έχει δύο όψεις, μία όψη χαράς και αγαλλιάσεως, επαγγελίας ζωής και
μία όψη εγρηγόρσεως, τραγικότητας, αγωνίας και γιατί όχι και φρίκης. Αν
μπορούσαμε να σταματήσουμε στην μία όψη του Ευαγγελίου, αγνοώντας την άλλη, θα
ήταν εύκολο να διαγράψουμε και το Τριώδιο από την ζωή της Εκκλησίας. Αλλά αυτή
η τραγικότητα υπάρχει ήδη μέσα στο Ευαγγέλιο, γιατί είναι ο Σταυρός του
Χριστού. Στον Σταυρό του Χριστού αποκορυφώνεται η τραγικότητα της χριστιανικής
υπάρξεως και από τον Σταυρό του Χριστού πηγάζει ο πιο δυναμικός χαρακτήρας της
προσευχής,
Στην
προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου υπάρχει ένα χωρίο που δικαιώνει,
όχι μόνο τον χαρακτήρα του Τριωδίου, αλλά και την τραγικότητα που πρέπει να
βιώνει ο χριστιανός σαν προϋπόθεση της δυνάμεως της προσευχής. Βέβαια και σε
άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης έχουμε περιγραφές για τον δραματικό και
τραγικό, θα λέγαμε, χαρακτήρα του Πάθους του Κυρίου. Επί παραδείγματι, γράφει ο
Απόστολος προς τους Γαλάτες, ότι ο Χριστός έγινε κατάρα -όχι έγινε σαν κατάρα-
για να εξαγοράσει εμάς τους ανθρώπους. Στην προς Εβραίους όμως έχουμε μια
πραγματικά υπαρξιακή απεικόνιση του δραματικού χαρακτήρα της προσευχής του
Χριστού, όχι σε μία, αλλά σε πάρα πολλές περιπτώσεις.
Σημειώνει
ο συγγραφέας της επιστολής ότι, όταν ο Κύριος έκανε το έργο Του εδώ στην γη «εν
ταις ημέραις της σαρκός αυτού δεήσεις τε και ικετηρίας προς τον δυνάμενον
σώζειν αυτόν εκ θανάτου μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων προσενέγκας, και
εισακουσθείς από της ευλάβειας, καίπερ ων υιός, έμαθεν αφ’ ων έπαθε την
υπακοήν, και τελειωθείς εγένετο τοις υπακούουσιν αυτώ πάσιν αίτιος σωτηρίας
αιωνίου» (Εβρ. ε’ 7 – 9).
Ένας
σύγχρονος χριστιανός, σε συνδυασμό με την προβληματικότητα της προσευχής και
την περίοδο του Τριωδίου, πρέπει ιδιαίτερα να προσέξει αυτήν τήν τόσο
εκφραστική και ζωντανή περιγραφή της προσευχής του Κυρίου. Αν ο ίδιος ο Κύριος
προσευχήθηκε προς τον Πατέρα Του, «τον δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου», για
να μας σώσει αλλά και για να μας δώσει τύπον προσευχής, «μετά κραυγής ισχυράς
και δακρύων», γιατί ένας σύγχρονος χριστιανός να δικαιούται να προσεύχεται με
λιγότερο δυναμισμό -στην καλύτερη περίπτωση- ή χωρίς να βιώνει την τραγικότητα
της υπαρξιακής πραγματικότητας; Νομίζω ότι στο χωρίο αυτό εκφράζεται συνοπτικά
το νόημα του Τριωδίου και φαίνεται καθαρά ότι η προσευχή, σαν πηγή δυνάμεως,
δεν μπορεί να είναι μια ήπια πνευματική λειτουργία.
Πολλές
φορές επιδιώκουμε να έχουμε μια ώρα περισυλλογής, να βρεθούμε κάπου ήσυχα, να
διαβάσουμε ένα καλό βιβλίο, να ζήσουμε μια έξαρση πνευματική, για να πετύχουμε
μια ψυχική ανάβαση. Αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα
της πνευματικής ποιότητας αυτών των εκδηλώσεων, πρέπει εν τούτοις να
προβληματισθούμε αν, με αυτές μόνον, είναι δυνατόν να κάνουμε βήματα προς την
βασιλεία του Θεού. Να σκεφθούμε πως πρέπει να καταβάλουμε προσπάθεια για να
καταλάβουμε ότι η δύναμη της προσευχής βρίσκεται στο βάθος μιας ισχυρής κραυγής
και στην νωπότητα πολλών δακρύων. Διότι, αν αυτή την κατάσταση την έζησε ο
Χριστός, σαν άνθρωπος, δεν μπορούμε εμείς να είμαστε σίγουροι και ήσυχοι ότι
μπορούμε να καταλάβουμε την προσευχή, όταν περιοριζόμαστε σε μια, πλούσια ίσως,
φιλολογία, που υπάρχει γύρω από τους τρόπους, το περιεχόμενο και την άσκηση
γενικά της προσευχής.
*
* *
Προχωρώντας
βαθύτερα στην εξέταση του θέματος της δυνάμεως της προσευχής, πρέπει να
σταματήσουμε ιδιαίτερα σ’ ένα βιωματικό γεγονός που είναι αντίθετο της εννοίας
της δυνάμεως. Αυτός που αναζητάει σκόπιμα την δύναμη της προσευχής, πρέπει να
ξεκινήσει από την συναίσθηση της βαθειάς και ολοκληρωτικής αδυναμίας του.
Την
δύναμη της προσευχής μπορεί να καταλάβει μόνο αυτός που στέκεται γυμνός μπροστά
στο χάος της αδυναμίας του. Αυτήν την βασική ιδέα την βλέπουμε μέσα στα
πατερικά κείμενα, μέσα στην ίδια την Αγία Γραφή, αλλά και μέσα στην ζωή και την
Παράδοση της Εκκλησίας.
Ο
τύπος της προσευχής που μας έδωσε ο Κύριος στην εικόνα του Τελώνη και του
Φαρισαίου δείχνει, ότι δεν μπορεί κανένας να ξεκινάει την προσευχή του μ’ ένα
αίσθημα αυτάρκειας. Η προσευχή δεν μπορεί να είναι -αν όχι πάντοτε, τουλάχιστον
τις περισσότερες φορές- μια εμπειρία επιβραβεύσεως των αισθημάτων ασφάλειας που
έχει ο πιστός μέσα στον κύκλο της χριστιανικής ζωής.
Η
δύναμη της προσευχής πηγάζει από την βαθειά συναίσθηση της αδυναμίας. Όταν
κανείς απογυμνώνεται από τα προσωπικά του στοιχεία και απ’ ό,τι άλλο μπορεί να
αποτελέσει γι’ αυτόν έρεισμα προσωπικής ασφάλειας, βρίσκει την πηγή από την
οποία θα αντλήσει δύναμη. Έτσι, κατά την Αγία Γραφή και τα πατερικά κείμενα, ο
πνευματικός άνθρωπος προχωράει στην πορεία της ζωής του συναισθανόμενος συνεχώς
την αδυναμία του. Η εμπειρία της προσευχής του είναι μια συνεχής ή συνεχώς
αυξανόμενη συναίσθηση της αδυναμίας του.
Ο
πνευματικός άνθρωπος δεν συζητάει το θέμα της δυνάμεως της προσευχής, το αν
δίνει ή δεν δίνει δύναμη η προσευχή του. Τον χριστιανό, όπως μας τον δίνει το
Τριώδιο, αλλά και τα πατερικά πρότυπα και η Άγια Γραφή, δεν τον απασχολεί το αν
είναι ή δεν είναι δυνατός. Τον απασχολεί το αν προσεύχεται αυθεντικά, αν
βρίσκεται υπαρξιακά εντεταγμένος μέσα στην περιοχή της ζωής της προσευχής. Η
σκέψη του πνευματικού αγωνιστή, όταν προσεύχεται, είναι προσηλωμένη στον Θεό
και όχι στο αποτέλεσμα της προσευχής. Γιατί το αποτέλεσμα μπορεί, κατά την
ανθρώπινη κρίση, να είναι αποτέλεσμα ανεπάρκειας της προσευχής, ενώ για την
κρίση του Θεού να είναι αποτέλεσμα που δίνει δύναμη.
Θα
αναφέρω μια πολύ χαρακτηριστική πατερική εικόνα, που δείχνει ακριβώς αυτήν την
διαφορά της ανθρώπινης κρίσεως από την κρίση του Θεού.
Κάποτε
ένας ασκητής θέλησε να ξεκουραστεί από την μοναξιά του κελλιού του, να βγει έξω
και να έλθει σε επικοινωνία με άλλους μοναχούς. Πριν ξεκινήσει προσευχήθηκε
ώστε ο Θεός να ευλογήσει αυτήν την έξοδο και να του δώσει μια ευκαιρία
δυνάμεως, που θα προέρχονταν από τις διαπροσωπικές, όπως θα λέγαμε σήμερα,
σχέσεις με αδελφούς. Κατόπιν ξεκίνησε για την πόλη, γιατί εκεί επρόκειτο να
συναντήσει πνευματικούς ανθρώπους. Φθάνοντας όμως στην είσοδο της πόλεως
συγκλονίστηκε. Είχε σταθεί εκεί μια πόρνη, η οποία προκλητικά του έκλεινε τον
δρόμο. Αμέσως συλλογίστηκε την προσευχή που είχε κάνει και σκέφθηκε: «Εγώ
ζήτησα από τον Θεό μια ευκαιρία πνευματικής δυνάμεως κι εκείνος παρουσιάζει
μπροστά μου ένα τέτοιο πρόβλημα;» Κοίταξε την γυναίκα με οίκτο και περιφρόνηση
και αυτή συνέχισε να τον κοιτάει προκλητικά. Οπότε, σε μια στιγμή της λέει:
«Δεν ντρέπεσαι να προκαλείς έτσι έναν γέροντα μοναχό;» Κι εκείνη του απαντάει:
«Εάν είσαι πραγματικός μοναχός, να σκέπτεσαι ότι είσαι γη και στην γη να κοιτάς,
και όχι έμενα». Ο Γέροντας τότε κατάλαβε τι μάθημα του έδωσε ο Θεός,
αντιλήφθηκε ότι από την προσευχή του πήρε δύναμη και έζησε την αναψυχή που
ζητούσε.
Εκείνος
που προσεύχεται δεν έχει τον νου του στο αποτέλεσμα της προσευχής, αλλά
προσηλώνεται ολόψυχα στον Θεό, ο οποίος είναι η πηγή της ζωής, η πηγή της
δυνάμεως, η πηγή κάθε αγαθού, και ο οποίος ξέρει πότε πρέπει να δίνει και πότε
πρέπει να παίρνει και γιατί πρέπει να δίνει και γιατί πρέπει να παίρνει.
Έτσι
λοιπόν βλέπουμε ότι το πρόβλημα της δυνάμεως της προσευχής δεν είναι από τα
θέματα, που μπορεί να τα συζητάει κανείς για να εξασφαλίσει μια εσωτερική
πεποίθηση ότι, αν τηρεί ορισμένους συγκεκριμένους όρους, η προσευχή του θά
είναι πηγή δυνάμεως.
Από
την άλλη πλευρά, βέβαια, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από την δύναμη του Θεού, για να
ενισχύεται και να πορεύεται τον δρόμο του, να ολοκληρώνεται και να πραγματώνει
το ιδεώδες που, σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία, είναι η ομοίωσή του με
τον Θεό, η μέθεξή του στην παρουσία και στην ζωή της θεότητας.
Ο δρόμος
επομένως, που καλείται να ακολουθήσει ο άνθρωπος, είναι ίσως αυτός που έδειξε ο
Χριστός στον Γέροντα Σιλουανό, σ’ ένα όραμά του – όπως το περιγράφει ο ίδιος ο
γέροντας: «Τήρει τον νουν σου εις τον Άδη, του είπε ο Κύριος, και μη
απελπίζου». Να προσεύχεσαι, δηλαδή, και να έχεις τον νου σου στον Άδη, στα όσα
υποφέρουν οι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί. Και από εκεί και πέρα μην
απελπίζεσαι.
Αυτή
είναι μια συγκεκριμένη υπόδειξη που απευθύνεται σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.
Σαν γενική ιδέα όμως δείχνει ότι κανένας πνευματικός άνθρωπος δεν εξαρτά την
προσευχή του από το αποτέλεσμα. Βέβαια είναι καλό να γνωρίζει κανείς πως πρέπει
να γίνεται η σωστή προσευχή. Εξ άλλου και οι μαθητές ζήτησαν από τον Κύριο να
τους διδάξει, πως πρέπει να προσεύχονται. Έχει όμως μεγάλη σημασία να
προσεύχεται κανείς αποδεσμευμένος από το αποτέλεσμα που θα έχει η προσευχή του.
Γιατί πολλές απογοητεύσεις «καλών» χριστιανών προέρχονται ακριβώς από το, κατά
τη γνώμη τους, «ατελεσφόρητον» της προσευχής.
Ο
ίδιος ο Απόστολος Παύλος προσευχήθηκε και ζήτησε από τον Θεό να τον θεραπεύσει
από την ασθένεια που είχε. Και ύστερα από επίμονη προσευχή πηρέ την απάντηση:
«αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Είχε την
εντύπωση ο Παύλος, ότι η ασθένειά του ήταν πηγή αδυναμίας. Και προσευχόταν για
να απαλλαγεί από αυτήν. Αλλά η δύναμις του Θεού «τελειούται εν τη ασθενεία».
Υπάρχει,
όπως βλέπουμε, μια διαφορετική δομή σκέψεως στον άνθρωπο από την σκέψη του
Θεού. Γι’ αυτό νομίζω ότι το πρόβλημα «η δύναμη της προσευχής» είναι ένα πρόβλημα
καθαρά ανθρώπινο. Και ασφαλώς ο άνθρωπος που μπορεί να καταλάβει ότι έργο του
είναι να προσεύχεται, έργο δε του Θεού είναι να δίνει αυτό που πρέπει να δίνει
προς το συμφέρον του ανθρώπου, νομίζω ότι σκέφτεται σωστά. Οπωσδήποτε σ’ αυτόν
τον άνθρωπο δίνονται πολλές ευκαιρίες να αντιληφθεί ότι πραγματικά η προσευχή
αποτέλεσε πηγή δυνάμεως στην ζωή του. Αλλά τις πιο πολλές φορές θα το δει αυτό
με μια αναδρομή που θα κάνει στο παρελθόν, δεν θα το δει σαν παρόν.
Οπωσδήποτε
μέσα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν πολλές καταπληκτικές εικόνες
της δυνάμεως της προσευχής. Επί παραδείγματι: «και δεηθέντων αυτών εσαλεύθη ο
τόπος εν ω ήσαν συνηγμένοι» (Πράξ. δ’ 31). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο κάθε
πιστός πρέπει να περιμένει τόσο άμεσα αποτελέσματα από την προσευχή του.
Χρειάζεται
μια ιδιαίτερη λογική, που είναι η λογική του Θεού, για να καταλάβει κανείς το
πρόβλημα της δυνάμεως της προσευχής. Το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να εξετασθεί ή
να αντιμετωπισθεί θεωρητικά. Μπορεί μόνο να βιωθεί σαν υπαρξιακή εμπειρία μέσα
στα πλαίσια, όπως αναφέραμε προηγουμένως, του ανθρώπου του Τριωδίου. Όσο
περισσότερο απελπίζεται κανείς από τον εαυτό του, τόσο περισσότερο τον ευλογεί
ο Θεός. Όσο περισσότερο φορτίζεται με φαρισαϊκή συνείδηση και νοοτροπία, τόσο
λιγότερο βρίσκεται κοντά στον Θεό.
Το
βασικό λοιπόν πρόβλημα είναι πως μπορεί κανείς να ζήσει την δύναμη της
προσευχής και όχι να την σκεφθεί ή να την επεξεργασθεί θεωρητικά.
Δεν
θα ήθελα να προσθέσω τίποτε στο θέμα αυτό, όχι διότι εξαντλήθηκε, αλλά διότι
πιστεύω ότι σε θέματα τόσο βασικά, μόνο σκιαγραφήσεις είναι δυνατόν να γίνουν
και αφορμές να δοθούν για να σκεφθεί κανείς βαθύτερα, σε σχέση με την προσωπική
του εμπειρία και τον προσωπικό του προβληματισμό.
Αν
υπάρχει κάποια σκέψη ή κάποια απορία, πάνω στα όσα ελέχθησαν, παρακαλώ να την
ακούσουμε.
Ερώτηση:
Τί ακριβώς, εννοείτε, όταν λέτε: «να βιώσει κανείς υπαρξιακά»; Μήπως πρόκειται
για ένα φιλοσοφικό σύστημα χριστιανοϋπαρξισμού;
Απάντηση:
Ασφαλώς όχι. Απλώς μπερδεύουμε τους όρους. Νομίζω όμως ότι από καιρό έχει
ξεκαθαρισθεί κάπως το θέμα. Όταν στον χώρο αυτό μιλάμε για υπαρξιακή θεώρηση ή
βίωση, ξεχωρίζουμε το θέμα από τον υπαρξισμό με την γνωστή του θεωρία. Εδώ
δίνουμε έμφαση, κατ’ αναλογία προς το υπαρξιακό σύστημα, στην όλη ύπαρξη του
ανθρώπου, σαν μια ύπαρξη που προβληματίζεται και ζει μ’ έναν καθολικό τρόπο.
Όταν
λέμε να ζήσουμε υπαρξιακά την προσευχή, εννοούμε να την ζήσει ο όλος άνθρωπος,
μέσα σε όλα τα προβλήματα της ζωής. Η νοερά προσευχή, η οποία τελευταία
προβάλλεται με διάφορα βιβλία, ή η Ευχή του Κυρίου, όπως την αναφέραμε
προηγουμένως, η οποία είναι μια ασκητική προσευχή και συνίσταται στην επανάληψη
της φράσεως: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν»
(δυστυχώς δεν μπορούμε να ενδιατρίψουμε περισσότερο), είναι ακριβώς μια μορφή
υπαρξιακής βιώσεως της προσευχής.
Ο
ασκητής ή ο μοναχός, ο οποίος ζει σε μια Μονή, την ώρα που εργάζεται ή διακονεί
ή κάνει το εργόχειρό του, λέει αδιάλειπτα αυτήν την προσευχή. Μάλιστα όσοι
έχουν ασκηθεί επί χρόνια σ’ αυτόν τον τρόπο προσευχής, λένε την ευχή και κατά
την διάρκεια του ύπνου τους· ενώ η ψυχή κοιμάται, ο νους λειτουργεί και λέει
την ευχή αυτή. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί έχουν την δυνατότητα, ακόμη και όταν
διαβάζουν ή συνομιλούν, να προσεύχονται.
Αυτήν
την μορφή της υπαρξιακής βιώσεως της προσευχής, μπορεί να την εγκολπωθεί και ο
σύγχρονος χριστιανός που ζει μέσα στον κόσμο. Παντού και πάντοτε, στο
λεωφορείο, στο πεζοδρόμιο, στην εργασία του, μπορεί να λέει την ευχή, οπότε
σιγά-σιγά μυείται σ’ αυτήν και τότε η προσευχή του γίνεται ένα καθεστώς. Τότε
διαπιστώνει ότι, όπως λένε και οι συγγραφείς οι οποίοι ασχολούνται με το θέμα
αυτό, προσεύχεται χωρίς να το κάνει ο ίδιος σκόπιμα. Και τότε είναι σε Θέση να
αντιμετωπίζει κάθε δυσκολία και κάθε πρόβλημα που παρουσιάζεται στην ζωή του,
με την πνευματική αυτή λειτουργία.
Αντίθετα
ο «καλός» χριστιανός, που θυμάται την προσευχή του το βράδυ πριν να κοιμηθεί
και την Εκκλησία κάθε φορά που ακούει να κτυπάει η καμπάνα, ή αισθάνεται την
ανάγκη να επικοινωνήσει με τον Θεό μόνο όταν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, αντιλαμβάνεσθε
ότι προσεύχεται αποσπασματικά. Ενώ αυτός που βιώνει υπαρξιακά την προσευχή δεν
έχει πρόγραμμα, δεν έχει ωράριο, ακόμη δεν έχει ούτε λεξιλόγιο. Γιατί ίσως η
καλύτερη έκφραση της υπαρξιακής βιώσεως της προσευχής είναι η σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου