Τη Γ΄ (3η) του αυτού μηνός Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ, συνασκητού του Μεγάλου Ευθυμίου.

Θεόκτιστος, ο Όσιος και μέγας πατήρ ημών, επειδή παιδιόθεν ηγάπησε τον Θεόν, δια τούτο αφήκε την πατρίδα και τους συγγενείς του, και μετέβη εις τους ιερούς και Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ· φθάσας δε εις την Λαύραν την επονομαζομένην Φαράν, ήτις ήτο μακράν από τα Ιεροσόλυμα εξ μίλια, εύρεν εν κελλίον, μέσα εις το οποίον κλείσας τον εαυτόν του, ανδρείως ηγωνίζετο εναντίον των παθών και δαιμόνων· τότε δε και ο μέγας Ευθύμιος αφήσας τον κόσμον ήλθε και κατώκησε μετά του Οσίου τούτου Θεοκτίστου και ησύχαζεν· ο έρως όθεν, ον είχον και οι δύο δια να αποκτήσουν τας αυτάς αρετάς, και η κοινωνία των αυτών ασκητικών αγώνων, τόσον ήνωσαν με τον δεσμόν της αγάπης τους δύο τούτους Οσίους, ώστε ο εις ευρίσκετο μέσα εις την ψυχήν του άλλου και εις όλα τα πράγματα και οι δύο είχον τα αυτά φρονήματα, και οι δύο εποίουν τα αυτά έργα.
Δια τούτο και μετά την απόδοσιν της εορτής των Θεοφανείων είχον συνήθειαν και οι δύο να απέρχωνται εις την ένδον βαθυτέραν έρημον και εκεί έμενον ησυχάζοντες έως εις την εορτήν των Βαϊων· και τότε επέστρεφον πάλιν έκαστος εις το κελλίον του. Αφού δε διήλθον ούτω επί πέντε έτη, εξήλθον και πάλιν τον πέμπτον χρόνον εις την έρημον κατά τον συνηθισμένον καιρόν, και ευρόντες μέγα σπήλαιον κατά τον βορεινόν κρημνόν τού εκείσε ευρισκομένου Ξηροποτάμου, έκαμαν εκεί την κατοικίαν των· και εις πολύ διάστημα καιρού έζων μόνον με αγρίας βοτάνας, έως ου η αρετή των και άσκησις κατέστησαν αυτούς φανερούς εις τους ανθρώπους· όθεν και παρεκινήθησαν τινές και έφερον εις αυτούς τας αναγκαίας τροφάς. Επειδή δε προσέτρεξαν πολλοί αδελφοί από διαφόρους τόπους και επεθύμουν να ζήσουν ομού με τους Οσίους, τούτου ένεκα έγινεν εκεί Κοινόβιον, του οποίου ήτο προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος έως τέλους της ζωής του. Όθεν και έγινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς ανθρώπους, τόσον με την πειθώ των γλυκυτάτων λόγων του, όσον και με τον καθαρόν και ασκητικόν βίον του· ο δε Άγιος Ευθύμιος ησύχαζεν εις εν κελλίον, το οποίον ήτο πλίγον μακράν από το Κοινόβιον του Θεοκτίστου· πλησίον δε εις το κελλίον έκτισε και ο θείος Ευθύμιος μεγάλην Λαύραν· και όσοι ήρχοντο εις αυτόν δια να γίνουν Μοναχοί, τους έστελλεν εις το Κοινόβιον του μεγάλου Θεοκτίστου, καθώς ύστερα από πολλούς χρόνους έστειλεν εις αυτό και τον Όσιον και Ηγιασμένον Σάββαν, όστις προσελθών εις τον Ευθύμιον παρεκάλει αυτόν να τον δεχθή· έστειλε δε τούτον ο Ευθύμιος εις τον μέγαν Θεόκτιστον, διότι ο Σάββας ήτο ακόμη νέος και αγένειος· όθεν τον διώρισε να ζη εις την υποταγήν του Θεοκτίστου και να μανθάνη παρ’ αυτού τα της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα. Εγένετο όθεν και ο Άγιος ούτος Θεόκτιστος μέγας και ονομαστός ες όλους, καθώς εγένετο μέγας και ο Άγιος Ευθύμιος, και εδείχθη εις τους ανθρώπους τύπος και κανών πάσης αρετής· φθάσας δε εις βαθύ γήρας, και πλήρης ημερών γενόμενος, έπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, από την οποίαν απήλθεν προς Κύριον· εκηδεύθη δε και ετάφη οσίως το όσιον αυτού λείψανον από χείρας Οσίων, δηλαδή τόσον του μεγάλου Ευθυμίου, όστις τότε ήτο ενενήκοντα ετών, όσον και του εν Αγίοις Πατριάρχου Ιεροσολύμων Αναστασίου, κατά την τρίτην του παρόντος μηνός εν έτει υνα΄ (451).

Δεν υπάρχουν σχόλια: