Νείλος ο Όσιος πατήρ ημών εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει, ήτο δε υιός
Ιωάννου του Λασκάρεως, αδελφού του αυτοκράτορος Θεοδώρου του Λασκάρεως, όστις
εβασίλευσεν εν Νικαία τω ασδ΄ (1204). Ο Όσιος Νείλος από τον διωγμόν των
Λατίνων ανεχώρησεν από τα βασίλεια και ήλθεν εις την εν τη παραλία του Πόντου
Μονήν των Ακοιμήτων, ηγουμενεύοντος του Οσίου Μαρκέλλου, όστις από Νικόλαον
ωνόμασε Νείλον τον Άγιον, χειροτονήσας αυτόν Μοναχόν και έμεινεν εν τη Μονή έως
το ασξα΄ (1261), ότε ο θρόνος από την Νίκαιαν επανήλθεν εις την
Κωνσταντινούπολιν.
Τότε ο θείος Νείλος επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν εις τα ανάκτορα και λαβών εκ της μητρός του χρήματα απήλθεν εις Ιεροσόλυμα και έμεινεν εξ έτη· έπειτα επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν μετά τινος θεοφιλούς γέροντος, μεθ’ ου ελέγξαντες τον λατινόφρονα αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Α΄ τον Παλαιολόγον, εξωρίσθησαν εις πλοίον άνευ πηδαλίου και άνευ πλοιάρχου, αλλά μετά τεσσαρακονθήμερον πάλην εναντίον κυμάτων και τρικυμιών ελιμενίσθησαν εις τον Άθωνα, εις την Μονήν των Ιβήρων, και έμειναν 10 έτη. Και ο μεν γέρων απεβίωσεν, ο δε Νείλος έμεινε θυρωρός της αυτής Μονής, οπόθεν ανεκλήθη από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικον τον Παλαιολόγον φανείς εις αυτόν και εις πάντας τους αυλικούς αιδέσιμος, και λαβών χρήματα εξ αυτού και της αδελφής του εταξίδευσε το δεύτερον εις Ιεροσόλυμα το έτος ατ΄ (1300) περιελθών άπασαν την Παλαιστίνην, Γαλιλαίαν, Συρίαν, και τας νήσους Ρόδον, Κύπρον, Κρήτην, Πελοπόννησον και Επτάνησον· εκ δε της Κερκύρας επέρασεν εις την νήσον Ερικούσαν, έρημον ούσαν, εκεί δε έκτισε Μονήν, εξ ης έλαβε την επωνυμίαν Ερικούσιος, μονάσας εκεί επί 10 έτη, παλαίων μόνος καθ’ όλων των στοιχείων της φύσεως και των ακαθάρτων πνευμάτων. Διωχθείς εκείθεν ο Όσιος υπό πειρατών έπλευσεν εις Κάνινα του Αυλώνος και διελθών όλην την παραλίαν Ήπειρον, έφθασεν εις το Φαρμακοβούνι της Θεσπρωτίας, εκεί δε εις θέσιν Γούβα έκτισε νέον Μοναστήριον, το οποίον μέχρι σήμερον σώζεται, και εις το οποίον μετά δύο άλλων συνασκητών του, του Ιερομονάχου Καλλινίκου και του Μοναχού Γερασίμου, έκτισαν και Εκκλησίαν ένδον του Σπηλαίου, ότε είδον εν μια νυκτί άνω του Σπηλαίου φως εξαίσιον, και την πρωϊαν μεταβάντες εις το δάσος δεν ηδύναντο να διακρίνωσι το μέρος όπου ήτο το φως, διότι το δάσος ήτο πυκνόν, θέσαντες δε σταυρόν μέγαν εκ δύο ξύλων μακρών την άλλην νύκτα είδον το φως επί του Σταυρού και εκεί ωδηγήθησαν και είδον την εικόνα της Θεοτόκου, Οδηγήτριαν επονομαζομένην, κεκρυμμένην από το 840, ότε οι εικονομάχοι έκαυσαν πολλάς Εκκλησίας και Μονάς. Εκεί έκτισαν την νυν Μονήν του Ιερομερίου, κτίσμα Ηρακλείου του αυτοκράτορος από το 630, πυρποληθείσαν το 840 και ανακαινισθείσαν το 1310· εις την οποίαν Μονήν αφιέρωσεν ο πλούσιος Ιωαννίτης Ιωάννης Αψαράς πολλά κτήματα προς διατροφήν των Μοναχών· τούτον εμιμήθησαν και πολλοί άλλοι πλούσιοι και αφιέρωσαν πολλά και ηύξησεν ο αριθμός των εις αυτήν αγωνιζομένων Μοναχών. Φθάσας ο Όσιος εις γήρας βαθύ εχειροτόνησεν Ηγούμενον Ησαϊαν τινά, αυτός δε εκλείσθη εις την Σκήτην έξωθεν της Μονής, ήτις σώζεται έως σήμερον, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, εκεί δε έγραψε και την διαθήκην του, αφιερώσας εις την Μονήν το ιδιόχειρον Τετραυάγγελον και τα άγια λείψανα, τα οποία σώζονται κειμήλια της Μονής έως σήμερον, θαύματα ποιούντα εις τους ασθενείς. Κατόπιν ανεθεμάτισε τους αιρετικούς, είτα παρήγγειλεν εις τους Μοναχούς να σέβωνται τον Ηγούμενον και να είναι ακοίμητοι εις δοξολογίαν Θεού και διδάξας αυτούς πολλάς οδηγίας εκ των γραφών παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού.
Τότε ο θείος Νείλος επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν εις τα ανάκτορα και λαβών εκ της μητρός του χρήματα απήλθεν εις Ιεροσόλυμα και έμεινεν εξ έτη· έπειτα επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν μετά τινος θεοφιλούς γέροντος, μεθ’ ου ελέγξαντες τον λατινόφρονα αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Α΄ τον Παλαιολόγον, εξωρίσθησαν εις πλοίον άνευ πηδαλίου και άνευ πλοιάρχου, αλλά μετά τεσσαρακονθήμερον πάλην εναντίον κυμάτων και τρικυμιών ελιμενίσθησαν εις τον Άθωνα, εις την Μονήν των Ιβήρων, και έμειναν 10 έτη. Και ο μεν γέρων απεβίωσεν, ο δε Νείλος έμεινε θυρωρός της αυτής Μονής, οπόθεν ανεκλήθη από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικον τον Παλαιολόγον φανείς εις αυτόν και εις πάντας τους αυλικούς αιδέσιμος, και λαβών χρήματα εξ αυτού και της αδελφής του εταξίδευσε το δεύτερον εις Ιεροσόλυμα το έτος ατ΄ (1300) περιελθών άπασαν την Παλαιστίνην, Γαλιλαίαν, Συρίαν, και τας νήσους Ρόδον, Κύπρον, Κρήτην, Πελοπόννησον και Επτάνησον· εκ δε της Κερκύρας επέρασεν εις την νήσον Ερικούσαν, έρημον ούσαν, εκεί δε έκτισε Μονήν, εξ ης έλαβε την επωνυμίαν Ερικούσιος, μονάσας εκεί επί 10 έτη, παλαίων μόνος καθ’ όλων των στοιχείων της φύσεως και των ακαθάρτων πνευμάτων. Διωχθείς εκείθεν ο Όσιος υπό πειρατών έπλευσεν εις Κάνινα του Αυλώνος και διελθών όλην την παραλίαν Ήπειρον, έφθασεν εις το Φαρμακοβούνι της Θεσπρωτίας, εκεί δε εις θέσιν Γούβα έκτισε νέον Μοναστήριον, το οποίον μέχρι σήμερον σώζεται, και εις το οποίον μετά δύο άλλων συνασκητών του, του Ιερομονάχου Καλλινίκου και του Μοναχού Γερασίμου, έκτισαν και Εκκλησίαν ένδον του Σπηλαίου, ότε είδον εν μια νυκτί άνω του Σπηλαίου φως εξαίσιον, και την πρωϊαν μεταβάντες εις το δάσος δεν ηδύναντο να διακρίνωσι το μέρος όπου ήτο το φως, διότι το δάσος ήτο πυκνόν, θέσαντες δε σταυρόν μέγαν εκ δύο ξύλων μακρών την άλλην νύκτα είδον το φως επί του Σταυρού και εκεί ωδηγήθησαν και είδον την εικόνα της Θεοτόκου, Οδηγήτριαν επονομαζομένην, κεκρυμμένην από το 840, ότε οι εικονομάχοι έκαυσαν πολλάς Εκκλησίας και Μονάς. Εκεί έκτισαν την νυν Μονήν του Ιερομερίου, κτίσμα Ηρακλείου του αυτοκράτορος από το 630, πυρποληθείσαν το 840 και ανακαινισθείσαν το 1310· εις την οποίαν Μονήν αφιέρωσεν ο πλούσιος Ιωαννίτης Ιωάννης Αψαράς πολλά κτήματα προς διατροφήν των Μοναχών· τούτον εμιμήθησαν και πολλοί άλλοι πλούσιοι και αφιέρωσαν πολλά και ηύξησεν ο αριθμός των εις αυτήν αγωνιζομένων Μοναχών. Φθάσας ο Όσιος εις γήρας βαθύ εχειροτόνησεν Ηγούμενον Ησαϊαν τινά, αυτός δε εκλείσθη εις την Σκήτην έξωθεν της Μονής, ήτις σώζεται έως σήμερον, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, εκεί δε έγραψε και την διαθήκην του, αφιερώσας εις την Μονήν το ιδιόχειρον Τετραυάγγελον και τα άγια λείψανα, τα οποία σώζονται κειμήλια της Μονής έως σήμερον, θαύματα ποιούντα εις τους ασθενείς. Κατόπιν ανεθεμάτισε τους αιρετικούς, είτα παρήγγειλεν εις τους Μοναχούς να σέβωνται τον Ηγούμενον και να είναι ακοίμητοι εις δοξολογίαν Θεού και διδάξας αυτούς πολλάς οδηγίας εκ των γραφών παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου