Αμβρόσιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών
εγεννήθη κατά το έτος τμ΄ (340) εις Μεδιόλανα της Ιταλίας, όπου και δια τας
πολλάς του αρετάς κατέστη Επίσκοπος και από των οποίων ως αστήρ φωτεινότατος
κατηύγασεν άπασαν την οικουμένην με το φως της διδασκαλίας του εκπληρώσας εις
εαυτόν την εντολήν του Κυρίου την λέγουσαν· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν
των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν
τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε: 16). Τούτο δε δεν είπε μόνον προς τους Αποστόλους ο
Κύριος, αλλά και προς πάντας τους διαδόχους αυτών Αρχιερείς, οι οποίοι πρέπει
να λάμπωσιν ως το φως κατά τας αρετάς, ίνα βλέποντες οι άνθρωποι την
χριστομίμητον αυτών πολιτείαν δοξάζωσι τον Θεόν. Όσοι δε Αρχιερείς δεν
φυλάττουσι τας εντολάς του Κυρίου, καν εγγράμματοι και διδάσκαλοι είναι,
αλλοίμονον εις αυτούς! Διότι δεν είναι Ποιμένες, αλλά λύκοι άρπαγες
προβατόσχημοι και θέλουν καταπατηθή ως άλας άχρηστον και ανωφελές·
«ου γαρ οι
ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ΄ οι ποιηταί» καθώς λέγει ο θείος
Παύλος (Ρωμ. β΄ 13). Και ο Δεσπότης λέγει· «όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του
Πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν»
(Ματθ. ιβ: 50). Και αλλαχού λέγει· «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε,
εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών αλλ΄ ο ποιών το θέλημα του Πατρός
μου του εν ουρανοίς» (Ματθ ζ :21). Και πάλιν λέγει· «ος δ΄ αν ποιήση και
διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται» (Ματθ. ε: 19).
Ναι
κατ΄ αλήθειαν· όστις Αρχιερεύς διδάσκει τον λόγον του Θεού και φυλάττει τον
νόμον απαρασάλευτα, φέρων ούτω τους αμαρτήσαντας εις μετάνοιαν και δεικνύων με
τα έργα μάλλον την διδασκαλίαν ή με τους λόγους, ούτος θέλει λάβει παρά Κυρίου
πλουσίας τας αμοιβάς των πόνων αυτού εν ημέρα ανταποδόσεως. Τούτο γνωρίζοντες
οι παλαιοί Αρχιερείς εσπούδαζον να φυλάττουν πάσας τας σωτηρίους εντολάς. Ήσαν
ταπεινοί και πραότατοι, ειρηνοποιοί, ελεήμονες και φιλόξενοι, ταπεινοί τη
καρδία, εγκρατείς πολύ και σώφρονες. Δεν εφοβούντο βασιλείς και δυνάστας, ούτε
ησχύνοντο άρχοντας, αλλ΄ ήλεγχον παρρησία τους παραβάτας και αυστηρώς αυτούς
εκανόνιζον. Και εξόχως ο νυν εις ευφημίαν προκείμενος και κατά χρέος παρ΄ ημών
πανηγυριζόμενος Αμβρόσιος ο της αμβροσίας επώνυμος, το της Ιταλίας αγλάϊσμα, ο
εραστής της σοφίας και ζηλωτής του Προδρόμου και Ηλιού του παμμάκαρος. Τούτου
τον Βίον έρχομαι σήμερον προς υμάς να διηγηθώ και προσέχετε επιμελώς να
θαυμάσητε όχι μόνον τον ζήλον του Αρχιερέως, αλλά πολλώ μάλλον του αοιδίμου
βασιλέως Θεοδοσίου την άκραν ταπείνωσιν και θερμοτάτην μετάνοιαν.
Ούτος
ο μακάριος της ηδυτάτης αμβροσίας αξίως επώνυμος εγεννήθη, ως είπομεν, εις την
μεγαλόπολιν Μεδιόλανα, την εξακουστήν και περίφημον, από γονείς ευσεβείς και
ευγενεστάτους. Ο πατήρ αυτού ήτο έπαρχος εις την Γαλλίαν, Αμβρόσιος και αυτός
ονομαζόμενος. Μετά την τελευτήν των γονέων του έμεινεν ο Αμβρόσιος με μίαν
αδελφήν μεγαλυτέραν απ΄ αυτόν, την οποίαν βλέπων ο νέος μίαν φοράν να ασπάζηται
την χείρα ενός Επισκόπου, της έδωκε και αυτός την δεξιάν, λέγων· «Φίλησον και
ταύτην, διότι και εγώ μέλλει να γίνω Επίσκοπος». Η δε μη κατανοήσασα την
πρόρρησιν του παιδός, τον επέπληξεν· αλλ΄ ύστερον, όταν ετελειώθη η προφητεία
του, εθαύμασεν η αδελφή του, εφύλαξε δε και αύτη η μακαρία έως τέλους παρθενίαν
και άκρας αρετάς, μιμουμένη τον Άγιον.
Όταν
δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον εγνώριζε πολλάς επιστήμας, εξαιρέτως δε
την ρητορικήν. Όθεν όλοι τον εθαύμαζον, διότι έμαθεν εις ολίγον καιρόν τόσα
γράμματα και τον εψήφισαν Αβοκάτον, ήτοι ρήτορα, δηλαδή δικηγόρον, όπως λέγομεν
σήμερον, υπερήσπιζε τουτέστι τας διαφοράς των κρινομένων εις το παλάτιον και
τοσούτον επιμελώς και με τοσαύτην ευγλωττίαν και σύνεσιν ερρητόρευεν, ώστε δεν
ήτο άλλος όμοιός του και μάλιστα εις την δικαιοσύνην, την αλήθειαν και τας
άλλας αρετάς, με τας οποίας ήτο εστολισμένος και έθαλλεν. Όθεν ο βασιλεύς
Ουαλεντινιανός, όστις εξουσίαζε τότε την Ρώμην και όλην την Ευρώπην, δηλαδή όλα
τα εσπέρια μέρη, τον έκαμεν ηγεμόνα να ορίζη όχι μόνον τα Μεδιόλανα, αλλά και
πάσαν την Ιταλίαν. Όταν τον εψήφισεν ο βασιλεύς ηγεμόνα, του λέγει ο Πρόβος ο
επίτροπος του βασιλέως· «Αμβρόσιε, λάβε την αξίαν, την οποίαν σου έδωσεν ο
βασιλεύς και κυβέρνα τον λαόν όχι ως κριτής, αλλ΄ ως Επίσκοπος». Ταύτα είπεν ο
Πρόβος με άλλην γνώμην, ήτοι να μη είναι πολύ αυστηρός εις τας κρίσεις και
παιδεύει σκληρά τους πταίοντας, αλλ΄ ως ποιμήν να τους ευσπλαγχνίζεται όσον
δύναται. Αλλά και ούτος ο λόγος ήτο πρόρρησις περί της εκκλησιαστικής
ηγεμονίας, εις την οποίαν έμελλε μετά καιρόν να αναδειχθή ο Άγιος. Εκυβέρνα
λοιπόν το οφφίκιον αυτού με τόσην γνώσιν και διάκρισιν, ώστε όλος ο λαός τον
ηυχαρίστει τα μέγιστα.
Κατ΄
εκείνον τον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς της Ανατολής Ιοβιανός, ο δε
Ουαλεντινιανός έφερεν από την Παννονίαν τον γνήσιον αυτού αδελφόν Ουάλεντα και
του έδωσε την κυβέρνησιν όλης της Ανατολής, ήτοι να ορίζη το Βυζάντιον, την
Θράκην, την Αίγυπτον και όλα τα μέρη της Ελλάδος. Ο δε Ουαλεντινιανός
παρέμεινεν εις την Δύσιν, ως είπομεν ανωτέρω, και εκήρυττε πανταχού την
ευσέβειαν, εξοστρακίζων, όσον ηδύνατο, την αίρεσιν του Αρείου, εις την οποίαν
ήτο βεβυθισμένος και ο τότε Αρχιερεύς των Μεδιολάνων Αυξέντιος· όθεν ο Κύριος
έκοψε την ζωήν αυτού και κακώς ετελεύτησε. Τότε ο ευσεβέστατος βασιλεύς,
προσκαλέσας τους Επισκόπους όλους της Ιταλίας, είπε προς αυτούς· «Γνωρίζετε
καλώς, Πατέρες σεβασμιώτατοι, καθό ανατεθραμμένοι με θεία και ιερά μαθήματα,
οποίος πρέπει να είναι ο έχων αρχιερωσύνης αξίωμα, ήτοι όχι μόνον με λόγον,
αλλά και με πολιτείαν ενάρετον να διορθώνη το ποίμνιον, να το οδηγή προς νομήν
σωτήριον και να έχη μαρτυρίαν της διδασκαλίας την πολιτείαν του. Τοιούτον λοιπόν
άνθρωπον εκλέξατε δια τον επισκοπικόν θρόνον, ίνα και ημείς, οίτινες κυβερνώμεν
την βασιλείαν, υποκλίνωμεν εις αυτόν μετά προθυμίας τας κεφαλάς μας και
δεχώμεθα μετ΄ ευχαριστήσεως τους ελέγχους αυτού ως ιατρικήν θεραπείαν· διότι ως
άνθρωποι σφάλλομεν και ημείς κατ΄ ανάγκην».
Ταύτα
λέγοντος του ευσεβούς βασιλέως, η Σύνοδος όλη παρεκάλεσεν να ψηφίση αυτός τον
μέλλοντα Αρχιερέα, ως σοφός όπου ήτο και ευσεβέστατος. Ο δε απεκρίνατο· «Τούτο
το επιχείρημα είναι έξω της ημετέρας δυνάμεως, διότι σεις είσθε ηξιωμένοι θείας
Χάριτος, καθότι εδέχθητε την ακτίνα εκείνην του Παναγίου Πνεύματος και δια
τούτο θέλετε κάμει εκλογήν καλλιτέραν». Ούτω λοιπόν οι μεν Αρχιερείς εξελθόντες
από τα βασίλεια διελογίζοντο περί του εκλεκτέου. Οι δε λαϊκοί, οίτινες κατώκουν
τα Μεδιόλανα, εφιλονείκουν μεταξύ των, οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί, θέλοντες
εκάστη παράταξις να ψηφίση τον ιδικόν της ομόφρονα. Ο δε θείος και θαυμαστός
Αμβρόσιος, διαλάμπων τον καιρόν εκείνον με τας καλάς του αρετάς, αμέμπτως και
ευσεβώς πολιτευόμενος και πεπαιδευμένος τον τε θείον και πολιτικόν νόμον,
έκρινε τας υποθέσεις εκάστου ορθά και δίκαια και καθολικά ήτο ακριβής έλεγχος
πάσης κακής πράξεως και στάθμη της διακρίσεως, καίτοι ήτο αμέτοχος του θείου
Βαπτίσματος, διότι τον καιρόν εκείνον δεν εβαπτίζοντο, έως να φθάσουν εις την
ηλικίαν του Χριστού.
Ακούσας λοιπόν την στάσιν του λαού και την φιλονικίαν και φοβηθείς μήπως
γίνη νεωτερισμός τις, έρχεται εις τα Μεδιόλανα ταχέως και με την πολλήν αυτού
γνώσιν έπαυσε τα σκάνδαλα, λέγων προς τον λαόν, ότι δεν έπρεπε να γίνη ο
Αρχιερεύς με στάσιν και σύγχυσιν, αλλά να προκρίνουν τον εναρετώτερον όλων, δια
να είναι άξιος να ποιμαίνη τα λογικά θρέμματα. Οι δε ταύτα και έτερα πλείονα
ακούσαντες παρ΄ αυτού ψυχοσωτήρια λόγια, απεκρίθησαν, φωτισθέντες εκ θείου
Πνεύματος, ότι ουδείς άλλος ήτο αξιώτερος αυτού δια να γίνη Επίσκοπος. Όθεν
όλοι εβόησαν προς τον βασιλέα, ότι τον Αμβρόσιον ήθελον δι΄ οδηγόν και Ποιμένα
των. Ευθύς τότε ο βασιλεύς, ιδών τον σοφώτατον και αξιέπαινον τούτον άνδρα και
γνωρίζων ότι ούτος ήτο ζυγός και στάθμη δικαιοσύνης αμίμητος, προσέταξε να τον
βαπτίσουν και να τον χειροτονήσουν. Ο δε Αμβρόσιος, ταύτα ακούσας, ανεχώρησε,
προφασιζόμενος ότι δεν ήτο άξιος τοιαύτης επιχειρήσεως και δια να μη του δώσουν
περί τούτου άλλην ενόχλησιν, εξήλθε το εσπέρας της πόλεως με σκοπόν να υπάγη
εις άλλην χώραν να κρυφθή δια να μη τον ευρίσκωσι και τον πειράζωσιν.
Ο Κύριος
όμως, όστις ήθελε να τεθή ο λύχνος επί την λυχνίαν και να φωτίση τους εν σκότει
καθεύδοντας, τι ωκονόμησεν; Περιπατών ο Άγιος όλην την νύκτα (ήτο δε τότε η
πρώτη του Δεκεμβρίου) ευρέθη πάλιν την πρωϊαν, ω του θαύματος! έξωθεν των
τειχών της πόλεως των Μεδιολάνων. Οι δε ευλαβέστεροι των Χριστιανών, όσοι
εξήλθον κατόπιν αυτού εις αναζήτησίν του, ευρόντες αυτόν, τον απήγαγον βιαίως
εις την Μητρόπολιν και ανέφερον το γεγονός εις τον βασιλέα, δεόμενοι τούτου να
τον ψηφίση δια γράμματος και να τον παρακαλέση να μη παρακούση, αλλά να δεχθή
την αξίαν. Χαρείς ο βασιλεύς δια την εύρεσιν του Αμβροσίου, αλλά και διότι τους
ανθρώπους, τους οποίους αυτός εψήφιζεν εις ηγεμονίαν, έκρινεν ο λαός αξίους της
Μητροπόλεως, έγραψεν ευθύς μετά πάσης χαράς την ψήφον, προστάσσων να τον
τελειώσουν το ταχύτερον. Γνωρίσας δε και ο Άγιος, ότι ήτο Θεού θέλημα, έστερξε
και βαπτισθείς και χειροτονηθείς κατά την τάξιν, έλαβε την αρχιερατικήν χάριν
τη 7η Δεκεμβρίου εν έτει 374. Ήτο δε παρών εις πάντα ταύτα ο
βασιλεύς και αφού τον ενεθρόνισεν εις τον μέγιστον θρόνον της Μητροπόλεως,
έκαμε την ευχαριστήριον ταύτην δέησιν προς τον Κύριον λέγων· «Ευλογημένον και
δεδοξασμένον το όνομά σου, Δέσποτα Παντοκράτορ Σωτήρ ημών, ότι εις τον θείον
τούτον άνδρα εγώ μεν παρέδωσα σώματα ανθρώπων προς κυβέρνησιν, Συ δε του
ενεπιστεύθης ψυχάς αθανάτους προς καθοδήγησιν, αποδείξας ούτω δικαίας τας
ψήφους μου».
Μετ΄
ολίγας ημέρας συνομιλών ο Άγιος μετά του βασιλέως, τον εμέμφθη με πολλήν
παρρησίαν και τον κατέκρινεν αυστηρώς, διότι τινές των αρχόντων του δεν
έπραττον καλώς εις τινα πράγματα. Ο δε βασιλεύς δεν εσκανδαλίσθη ποσώς εις
τοιούτον έλεγχον, αλλά μάλλον επήνεσε τον Άγιον, ως ζηλωτήν της ευσεβείας και
της αμαρτίας κατήγορον, λέγων· «Εγώ μεν προ πολλού εγνώρισα τον ένθεον ζήλον
σου· όθεν και σύμψηφος εις την χειροτονίαν σου γέγονα. Ιάτρευε λοιπόν, ως ο
θείος Νόμος ορίζει, τα των ψυχών ημών αμαρτήματα». Ούτω λοιπόν καλώς και
ορθοδόξως κυβερνήσας το βασίλειον ο ευσεβέστατος Ουαλεντινιανός έτη δεκαοκτώ
απήλθεν προς Κύριον, αφήσας διαδόχους τους παίδας αυτού, Γρατιανόν και
Ουαλεντινιανόν τον νέον. Ο δε αδελφός αυτού Ουάλης, όστις εβασίλευεν εις το
Ανατολικόν μέρος, ήτο Αρειανός. Εκστρατεύσας δε ποτε κατά των Τατάρων ενικήθη
υπ΄ αυτών και φεύγων εκρύβη εις αχυρώνα, εις τον οποίον και κατεκαύθη
παραδοθέντος του αχυρώνος εις το πυρ, ούτω δε έμεινεν όλη η βασιλεία των
Ρωμαίων εις τον Γρατιανόν, επειδή ο Ουάλης δεν έκαμε τέκνον. Επειδή και ούτος
ήτο ευσεβής ως ο πατήρ αυτού, έγραψε πρόσταγμα πανταχού και ανεκάλεσεν όλους
τους Αρχιερείς, τους οποίους ο Ουάλης ο θείος του εξώρισε δια την ευσέβειαν.
Μαθών δε ότι η Θράκη ελεηλατήθη από τους βαρβάρους, τους φονεύσαντας τον
Ουάλεντα, αφήκε την Ιταλίαν και απήλθεν εις την Παννονίαν.
Κατά τον καιρόν
εκείνον ήτο και ο μέγας Θεοδόσιος, όστις ήτο ονομαστότατος και διότι κατήγετο
από γένος περιφανές και δια την πολλήν του ανδρείαν και γενναιότητα, ευρίσκετο
δε τότε εις την Ισπανίαν, διότι εκεί εγεννήθη και ανετράφη και πολλοί άρχοντες
τον εφθόνουν δια τας ανδραγαθίας του· όθεν ήτο περίλυπος. Ο δε βασιλεύς
Γρατιανός τον εκάλεσεν εις βοήθειάν του και τον εχειροτόνησεν αρχηγόν του
στρατού και του στόλου και τον έστειλε κατά των βαρβάρων εις πόλεμον, εκείνος
δε καθωπλισμένος με το απροσμάχητον όπλον του Τιμίου Σταυρού και με την
Ορθοδοξίαν ενίκησε τους εχθρούς του και τοσαύτην καταστροφήν τους κατήνεγκε,
Θεού βοηθούντος, ώστε εθαύμασαν άπαντες. Εχάρη λοιπόν ο Γρατιανός δια την νίκην
ταύτην και ευθύς έστεψε βασιλέα τον Θεοδόσιον και εκείνον μεν αφήκεν εις την
Ανατολήν, αυτός δε απήλθεν εις Ιταλίαν, ανφότεροι δε ηγωνίζοντο να αξαλείψουν
τον αρειανισμόν και μάλιστα ο Θεοδόσιος, διότι εις την Ανατολήν ήσαν πολλοί
Αρειανοί εξ αιτίας του Ουάλεντος. Μετά δε καιρόν απέθανεν ο Γρατιανός από
επιβουλάς κακών ανθρώπων, αφήσας τέκνα και αδελφόν τινα νέον ομώνυμον του
πατρός αυτού, όστις και τον διεδέχθη εις τον θρόνον. Μάξιμος δε τις, καταφρονών
την ηλικίαν του νέου Ουαλεντινιανού, ήρπασε τυραννικώς την Κυβέρνησιν της
Δύσεως. Η δε Ιουστίνα, γυνή μεν του μεγάλου Ουαλεντινιανού, του δε νέου μήτηρ,
ήτο Αρειανή· και έως μεν έζη ο σύζυγός της, έκρυπτε την αίρεσιν, τότε δε την
εφανέρωσε και νουθετούσα πολλάκις τον απονήρευτον υιόν της, τον επλάνησε και
πιστεύσας εις αυτήν, αρειάνιζεν.
Ο δε μέγας Αμβρόσιος, αφού έλαβε την χειροτονίαν, διήρχετο πολιτείαν
ισάγγελον, ενήστευεν όλην την εβδομάδα και μόνον το Σάββατον και την Κυριακήν
έτρωγε και έδιδεν ελεημοσύνας πολλάς εις τους φυλακισμένους και άλλους πένητας.
Όλον τον πλούτον, τον οποίον εκληρονόμησεν από τους γονείς του και από την
Μητρόπολιν, διένειμεν εις πτωχούς και απόρους δια τον Κύριον, τα δε ακίνητα πράγματα
του πατρός του, ήτοι αγρούς, αμπελώνας και άλλα όμοια, αφιέρωσεν εις την
Εκκλησίαν, με την εντολήν να δίδουν οι Κληρικοί εις την αδελφήν του την
εσοδείαν αυτών καθ΄ όλην την ζωήν αυτής δια συντήρησίν της, μετά δε τον θάνατόν
της να μένουν τελείως εις την Μητρόπολιν. Δι΄ εαυτόν δε ουδέν εκράτησεν, αλλ΄
έλεγεν, ότι, καθώς ο Ποιητής και Δεσπότης μου πλούσιος ων, εκουσίως επτώχευσε
και γυμνός προσηλώθη εις τον Σταυρόν, ούτω πρέπει και πάντες οι δούλοι του να
τον μιμηθούν, ακολουθούντες Αυτόν γεγυμνωμένοι πάσης σαρκικής προσπαθείας και
σχέσεως. Ήτο δε τόσον συμπαθητικός ο αείμνηστος, ώστε όταν του εξωμολογείτο τις
αμαρτίαν τινά θανάσιμον, έκλαιε τόσον, ώστε έκαμνε τον εξομολογούμενον και
εδάκρυζεν. Όταν δε ήθελε πληροφορηθή ότι έπραξέ τις ανόμημά τι και δεν ήρχετο
εις μετάνοιαν, μετεχειρίζετο κάθε τρόπον και πάσαν μέθοδον, έτι δε και
προσηύχετο δι΄ εκείνον, έως ότου τον ελκύση εις εξομολόγησιν· και απλώς ειπείν,
ο Αμβρόσιος ήτο πασών των αρετών δοχείον και θησαυροφυλάκιον, εξόχως δε ήλεγχε
τους αιρετικούς και όσοι εξ αυτών παρέμενον αμετανόητοι τους εδίωκε.
Ακούσας δε ο Άγιος, ότι ο νέος βασιλεύς, απατηθείς υπό της μητρός του
αρειανίζει, ηγωνίζετο να λυτρώση την ψυχήν αυτού από τον θάνατον και νουθετών
αυτόν καθ΄ εκάστην, του ενεθύμιζε την ευσέβειαν του πατρός του και τον εδίδασκε
περί της διαφοράς μεταξύ των Ορθοδόξων και των Αρειανών. Ο δε βασιλεύς, καθό
νέος και απερίσκεπτος, επίστευε μάλλον εις την μητέρα αυτού ή τον Άγιον· όθεν
και θυμωθείς κατ΄ αυτού τον εδίωξεν έξω της Εκκλησίας. Ο δε Άγιος απεκρίνατο·
«Εγώ μεν θεληματικώς δεν εξέρχομαι της μάνδρας την οποίαν μοι ενεπιστεύθη ο
Κύριος, εγκαταλείπων ούτω και προδίδων τα λογικά πρόβατα, έστω και αν πρόκειται
να χύσω το αίμα μου· εάν δε εις σε φαίνεται εύλογον, βάλε εις τον λαιμόν μου
την μάχαιραν, ότι μετά χαράς αποδέχομαι την σφαγήν δι΄ αγάπην του Δεσπότου μου».
Ταύτα μαθών μετά καιρόν ο Μάξιμος γράφει εις τον βασιλέα να μη πειράζη την
Εκκλησίαν, ούτε να προδώση την πατρικήν ευσέβειαν, διότι άλλως θα έλθη κατ΄
αυτού να τον πολεμήση. Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν κατεπείσθη, ήλθε πράγματι
κατ΄ αυτού ο Μάξιμος με πολύ στράτευμα και κατέλαβε τα Μεδιόλανα. Ο δε βασιλεύς
μη έχων την δύναμιν να αντιταχθή εφοβήθη και έφυγεν εις τον Αυλώνα.
Μετά ταύτα ο βασιλεύς
Θεοδόσιος έγραψεν εις τον Ουαλεντινιανόν, ότι επειδή επρόδωσε την ευσέβειαν,
τον εγκατέλειψεν ο Θεός, τον δε τύραννον εβοήθησεν, ως υπέρ της αληθείας
αντιμαχόμενον και τον εδίωξεν από τον θρόνον του. Ταύτα γράψας ο ευσεβής και
γνωστικός Θεοδόσιος, ήλθεν εις βοήθειαν αυτού, αφήσας την βασιλείαν του έρημον
δια να αποδώση δικαιοσύνην και να επαναφέρη τον βασιλέα προς την ευσέβειαν,
όπερ και εγένετο· και πρώτον μεν τον ελύτρωσε της μητρώας πλάνης και προς την
πατρικήν αλήθειαν εχειραγώγησεν· έπειτα εκήρυξε πόλεμον κατά του Μαξίμου και
φονεύσας αυτόν ως τύραννον, χωρίς να κάμη αιματοχυσίαν εις τον λαόν, έβαλε
πάλιν εις τον θρόνον τον Ουαλεντινιανόν. Και ταύτα μεν έπραξεν ο πιστότατος
βασιλεύς, δια να φυλάξη τας συνθήκας τας οποίας έδωσεν εις τον Γρατιανόν, όταν
τον έκαμε βασιλέα. Είχε δε και άλλας αρετάς μεγάλας ούτος ο χριστομίμητος
βασιλεύς, τας οποίας, εάν αφήσω αγράφους, θέλω σας προξενήσει ζημίαν μεγάλην.
Λοιπόν προσέχετε, να λάβετε μεγάλην ωφέλειαν.
Εις την Θεσσαλονίκην, ήτις
ήτο και τότε πρωτεύουσα πόλις της Μακεδονίας μεγάλη και πολυάνθρωπος, εξερράγη
εξ αφορμής του Ιπποδρόμου επανάστασις του λαού εναντίον των αρχών και
κατεσφάγησαν πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι του στρατού μεταξύ των οποίων και ο
στρατηγός διοικητής της φρουράς της πόλεως Βοθέριχος. Ταύτα μαθών ο Θεοδόσιος
εθυμώθη και προστάσσει τους στρατιώτας του να φονεύσουν περί τας δύο χιλιάδας
Θεσσαλονικείς. Οι στρατιώται όμως ευρόντες ευκαιρίαν απέκτειναν επτά χιλιάδας,
μεταξύ δε των υπευθύνων εφονεύθησαν και πολλοί ανεύθυνοι, πράξιν την οποίαν, ως
λέγουν, δεν εσκέφθη καλώς ο βασιλεύς, αλλά νικηθείς υπό του θυμού ως άνθρωπος
ήμαρτε. Μαθών δε ταύτην την αξίαν πολλών δακρύων συμφοράν ο μέγας Αμβρόσιος,
ελυπήθη πολύ και έκλαυσεν.
Μεθ΄ ημέρας δε
τινας επήγεν ο Θεοδόσιος εις τα Μεδιόλανα και θέλων να εισέλθη εις τον Ναόν δια
να ακούση την λειτουργίαν κατά την συνήθειαν, επρόλαβε μακρόθεν ο Άγιος και δεν
τον αφήκε να εισέλθη ούτε καν εις τον νάρθηκα, αλλ΄ είπε προς αυτόν· «Άραγε δεν
γνωρίζεις την μεγάλην εκείνην μιαιφονίαν την οποίαν ετέλεσες; Ή μήπως η αξία
της βασιλείας δεν αφήνει να γνωρίσης την αμαρτίαν σου; Πρέπει να ενθυμήσαι πάντοτε,
ότι όλοι μας έχομεν κοινήν την φύσιν και ένα Προπάτορα. Πλούσιοι και πένητες
από εν χώμα επλάσθημεν και πάλιν εις αυτό επιστρέφομεν, έως της κοινής
αναστάσεως. Μήπως, επειδή φορείς την αλουργίδα και το διάδημα νομίζεις ότι δεν
αποθνήσκεις και συ μεθαύριον, να γίνης σκωλήκων βρώμα και κόνις άχρηστος; Εις
είναι ο Βασιλεύς και Δεσπότης, ο Δημιουργός απάσης της κτίσεως. Πως θα τολμήσης
λοιπόν να ίδης με τους οφθαλμούς σου τον Ύψιστον; Με ποίους πόδας θα
περιπατήσης το άγιον έδαφος του Ναού του; Πως θα υψώσης εις προσευχήν τας
χείρας σου, αίτινες εισέτι στάζουσιν από το αίμα εκείνων των αδίκων φόνων, τους
οποίους ετέλεσας; Πως θα τολμήσης να κοινωνήσης το πανάγιον Σώμα του Δεσπότου
Χριστού, χωρίς να κλαύσης την ανομίαν σου και να κάμης την πρέπουσαν ικανοποίησιν
και μετάνοιαν; Ύπαγε λοιπόν και μη εισέλθης εις τον Ναόν, ίνα μη αυξήσης με
τοιαύτην καταφρόνησιν την προτέραν σου παρανομίαν και δέχου τούτον τον δεσμόν
του κανόνος, εις τον οποίον ο των όλων Δεσπότης γίνεται σύμψηφος με τον εαυτόν
μου».
Ταύτα
ακούσας ο βασιλεύς, ως ευλαβής και εγγράμματος όπου ήτο, δεν εσκανδαλίσθη
ποσώς, επειδή εγνώριζε ποία πράγματα είναι ίδια των Ιερέων και ποία των
βασιλέων· όθεν στενάζων εκ βάθους καρδίας και δακρύων, εστράφη εις τα βασίλεια.
Ήτο δε τότε η Αγία Ανάστασις και διήλθον μήνες οκτώ, έως ου έφθασεν η εορτή των
Χριστουγέννων. Ο δε Θεοδόσιος εκάθητο εις το παλάτιον, κλαίων βαρύτατα. Ιδών δε
αυτόν ούτω κλαίοντα άρχων τις σπουδαίος Ρουφίνος ονόματι, ηρώτησε την αιτίαν
της τοσαύτης θλίψεως. Ο δε πικρώς στενάξας, έχυσε θερμότατα δάκρυα και λέγει
προς αυτόν· «Συ μεν έχεις χαράν και παιγνίδια και δεν γνωρίζεις την θλίψιν μου·
εγώ δε στενάζω και κλαίω πικρώς την ιδικήν μου συμφοράν, αναλογιζόμενος ότι οι
δούλοι μου και πάντες οι πένητες εισέρχονται αφόβως εις την Εκκλησίαν και
προσεύχονται εις τον Δεσπότην Χριστόν, εις εμέ δε εκλείσθη η θύρα, όχι μόνον
αυτή η επίγειος, αλλά και από της Βασιλείας των ουρανών είμαι εξωρισμένος δια
την μεγίστην παρανομίαν μου». Ο δε Ρουφίνος, θέλων να προσφέρη εις τον βασιλέα
εκδούλευσιν, είπε προς αυτόν· «Εάν ορίζης, δέσποτα, υπάγω να παρακαλέσω τον
Αρχιερέα πολύ έως να τον καταπείσω να σου συγχωρήση το πταίσιμον». Λέγει ο βασιλεύς·
«Εγώ γνωρίζω καλώς ότι είναι δικαία η απόφασις του Αμβροσίου και ότι δεν θέλει
εντραπή την εξουσίαν της βασιλείας μου και να παραβή το θείον πρόσταγμα». Ο
Ρουφίνος όμως υπέσχετο ότι οπωσδήποτε θα πείση τον Άγιον να του δώση
συγχώρησιν. Όθεν λέγει προς αυτόν ο Θεοδόσιος· «Ύπαγε λοιπόν ταχέως, παρακάλεσέ
τον μετά πολλής ταπεινώσεως και εγώ έρχομαι υστερώτερα». Επήγε λοιπόν ο
Ρουφίνος και πίπτων εις τους πόδας του Αγίου έκειτο ώραν ικανήν δεόμενος. Ο δε
ελέγχων αυτόν, έλεγεν, ότι δεν τον συνεχώρει, αλλ΄ ήτο έτοιμος να λάβη μάλλον
θάνατον, παρά να παραβή τον νόμον. Ο Ρουφίνος διεμήνυσε ταύτα εις τον βασιλέα,
δια να μη κοπιάση εις μάτην· είχε δε φθάσει τότε ο βασιλεύς εις το μέσον της
αγοράς, όταν του ήλθε το μήνυμα και είπεν· «Ας υπάγω και θέλω υπομείνη τους
δικαίους ελέγχους του Αγίου». Απελθών λοιπόν εστάθη έξωθεν του Ναού, παρακαλών
να τύχη συγχωρήσεως. Ο δε Άγιος, μη γνωρίζων την αγαθήν πρόθεσιν του βασιλέως,
την συντριβήν και την άκραν αυτού ταπείνωσιν και νομίσας ότι δυναστικώς εζήτει
συγχώρησιν, του λέγει· «Πως εναντιούσαι εις τον Θεόν και καταπατών τους Νόμους
αυτού τολμάς να εισέλθης τυραννικώς εις τον οίκον του»; Ο δε απεκρίνατο μετ΄
ευλαβείας και ταπεινότητος· «Δεν θρασύνομαι κατά των θείων Νόμων, Άγιε Δέσποτα,
ούτε με βίαν και κενοδοξίαν ζητώ να εισέλθω έστω και εις τα άγια πρόθυρα, αλλά
παρακαλώ σε, ως του Δεσπότου Χριστού διάδοχον, να μιμηθής την φιλανθρωπίαν και
ευσπλαγχνίαν αυτού του κοινού Δεσπότου μας, και μη κλείης εις εμέ την θύραν,
ήτις είναι ανεωγμένη εις όλους όσοι μετανοούν με θερμότητα». Τότε ο Άγιος τον
ηρώτησε· «Και συ ποίαν μεταμέλειαν έδειξες μετά την παρανομίαν σου; Με ποία
φάρμακα τας ανιάτους σου πληγάς εθεράπευσες»; Λέγει ο βασιλεύς· «Εγώ μεν με
πνεύμα συντετριμμένον και με δάκρυα ζητώ την συγχώρησιν, έργον δε ιδικόν σου
είναι να δείξης την φιλανθρωπίαν του Θεού και να συνθέσης τα ιατρικά
φάρμακα».
Τότε ο πάνσοφος Αμβρόσιος, ιδών αυτόν εξ όλης καρδίας μεταμελούμενον,
έδωκεν εις αυτόν κανόνα ευάρμοστον δια το πραχθέν ανόμημα και είπε προς αυτόν·
«Γράψε νόμον, οπόταν κάμης απόφασιν να θανατώσουν πταίστην τινά δια τας πράξεις
του, να παρέρχωνται τριάκοντα ημέραι και τότε να εκτελήται». Ταύτην την συνετήν νουθεσίαν ο βασιλεύς
δεξάμενος, ευθύς προσέταξε να γραφή ο νόμος εκείνος, τον οποίον ιδιοχείρως
υπέγραψε και τότε τον συνεχώρησεν ο Αμβρόσιος και εισελθών με θάρρος εις τον
Ναόν έπεσεν εις την γην ουχί γονατιστός, αλλά πρηνής και μετά πολλής ευτελείας
και ταπεινότητος ανέσπα τας τρίχας της κεφαλής του, έτυπτε το στήθος και εκτύπα
την κεφαλήν εις το έδαφος, βρέχων αυτό με θερμότατα δάκρυα και βοών την
δαβιτικήν εκείνην φωνήν: «Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου· ζήσον με κατά τον
λόγον σου» (Ψαλμ. ριη: 25) εδέετο συγχωρήσεως. Επειδή δε ήτο η ώρα της Αγίας
Κοινωνίας, εγερθείς ομοίως με δάκρυα, εισήλθεν εις το άγιον Βήμα και εστάθη
πλησίον της αγίας Τραπέζης, δια να κοινωνήση καθώς είχε συνήθειαν να κάμνη εις
την Κωνσταντινούπολιν.
Αλλ΄ ούτε εδώ υπέμεινε να σιωπήση ο ιερός Αμβρόσιος, αλλ΄ ηθέλησε να του
φανερώση την διαφοράν του τόπου των ιερωμένων από του των λαϊκών· και πρώτον
μεν τον ηρώτησεν εάν εχρειάζετο τι. Ο δε απήντησεν, ότι ανέμενε να κοινωνήση τα
θεία Μυστήρια. Τότε ο Άγιος του διεμήνυσε με τον Αρχιδιάκονον ταύτα· «Εις τα
ένδοθεν του θυσιαστηρίου, ω βασιλεύς, μόνον οι Ιερείς πρέπει να εισέρχωνται, οι
δε κοσμικοί ουδαμώς· Έξελθε λοιπόν έξω και στάσου εις την τάξιν των λαϊκών,
διότι η αλουργίς δεν χρίει Ιερείς, αλλά βασιλείς». Ο δε πιστότατος Θεοδόσιος
εδέχθη και ταύτην την νουθεσίαν μετά χαράς, αποκριθείς, ότι δεν εισήλθεν εξ
υπερηφανείας, αλλά διότι τοιαύτην τάξιν είχον εις το Βυζάντιον. Με τοιαύτην
λοιπόν και τοσαύτην αρετήν διέλαμπον αμφότεροι, ο τε βασιλεύς και ο Αρχιερεύς
οι αείμνηστοι. Εγώ δε θαυμάζω και των δύο τα κατορθώματα, του μεν την παρρησίαν
και την του θείου ζήλου θερμότητα, του δε την ευπείθειαν και την της Πίστεως
καθαρότητα. Όσα λοιπόν εδιδάχθη υπό του Αμβροσίου ο βασιλεύς εις τα Μεδιόλανα,
εκείνα και εφύλαττεν ολοψύχως, όταν επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν
εν μια των Δεσποτικών εορτών, ότε τον προσεκάλεσεν ο Πατριάρχης Νεκτάριος να
εισέλθη εις το άγιον Βήμα να κοινωνήση, ο ευλαβής βασιλεύς ευθύς του απεκρίθη,
λέγων· «Δεν δύναμαι να εισέλθω, διότι εδιδάχθην από τον θείον Αμβρόσιον πόσον
διαφέρει ο Ιερεύς από τον βασιλέα».
Είχε δε και άλλην αφορμήν ωφελείας ούτος ο βασιλεύς· ήτο δε αύτη η
σύζυγός του, η τιμία Πλακίλλα, η οποία του υπενθύμιζε πάντοτε τους θείους
νόμους δια των λόγων και δια των πράξεων. Διότι αυτή η αείμνηστος δεν
υπερηφανεύθη ποτέ δια την αξίαν της βασιλείας, αλλά περισσότερον ανεζωπύρει
αύτη την θείαν αγάπην εις την καρδίαν της, επειδή η μεγάλη ευεργεσία, την
οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, ηύξανε μάλλον τον προς Αυτόν έρωτα· όθεν εφρόντιζε
δια τους ασθενείς όλους της Πόλεως, τυφλούς, κεκρατημένους, παραλύτους και
άλλους ασθενείς, εις των οποίων τας οικίας επήγαινε μόνη της και τους υπηρέτει
η τρισμακάριστος εις όλα τα χρειαζόμενα. Δεν ηρκείτο δε με το να στείλη τους
δορυφόρους και τους δούλους της, αλλ΄ αυτή δια μισθόν περισσότερον απήρχετο εις
τα ξενοδοχεία των Εκκλησιών και εθεράπευε τους ασθενείς. Εμαγείρευεν, έπλυνε τα
αγγεία και πάσαν άλλην δουλικήν υπηρεσίαν ταπεινώς κατεδέχετο. Είχε δε και
άλλην συνήθειαν, να λέγη ταύτα πολλάκις προς τον ομόζυγον· «Πρέπει σου, άνερ,
να συλλογίζεσαι πάντοτε οποίος ήσο πρότερον και πως κατέστης το ύστερον, διότι
αυτά ενθυμούμενος, δεν θέλεις φανή προς τον ευεργέτην Θεόν αχάριστος, αλλά
θέλεις κυβερνήσει νομίμως την βασιλείαν, την οποίαν Εκείνος σοι έδωκε και ούτω
να τον ευχαριστής καθώς πρέπει». Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευομένη η μακαρία
Πλακίλλα απήλθε προς Κύριον.
Ο
θαυμάσιος Αμβρόσιος κατέβαλλε κόπους μεγάλους επιστρέφων τους αιρετικούς, ως
άνωθεν είπομεν· και καθ΄ εκάστην επίστευον πολλοί, βλέποντες την ένθεον αυτού
πολιτείαν και τα θαύματα, τα οποία ετέλει ο Κύριος δια μέσου αυτού και
εθεραπεύοντο ασθενείς, δαίμονες εδιώκοντο και έτερα ενηργούντο παράδοξα, τα
οποία βλέποντες έτρεχον πολλοί εις την Πίστιν. Δεν έκαμνε σχεδόν άλλην υπηρεσίαν,
μόνον εβάπτιζε τους πιστεύοντας, εις από τους οποίους ήτο και ο σοφώτατος και
θεολογικώτατος Αυγουστίνος, τον οποίον αυτός κατήχησε με την πολλήν του σοφίαν
και σύνεσιν. Ήτο δε πρότερον ο ιερός Αυγουστίνος βεβυθισμένος εις την αίρεσιν
των Μανιχαίων και με τας διδαχάς του τον έκαμεν ο Αμβρόσιος να πιστεύση εις τον
Χριστόν και να βαπτισθή υπ΄ αυτού, έγινε δε ο ιερός Αυγουστίνος τοσούτον
ενάρετος και μέγας υπέρμαχος της Εκκλησίας, ώστε εχειραγώγησε πολλούς προς την
ευσέβειαν με τας διδαχάς του και με τα πάνσοφα συγγράμματά του.
Απερχόμενος
ημέραν τινά ο μέγας ούτος Αμβρόσιος προς την Ρώμην δια τινα υπόθεσιν, ενυκτώθη
καθ΄ οδόν και έμεινεν εις τον οίκον πλουσίου τινός ανδρός, όστις ανέπαυσεν
όλους, τον Αρχιερέα και τους συνοδεύοντας αυτόν Κληρικούς, πλουσιοπαρόχως. Το
πρωϊ τον ηρώτησεν ο Άγιος εάν εδοκίμασε θλίψιν τινα καθ΄ όλην την ζωήν. Ταύτα
δε είπε, διότι είδεν ότι είχε πλούτον ανείκαστον. Ο δε απεκρίνατο· «Δι΄ ευχών
σου, Δέσποτα Άγιε, ουδέποτε με ελύπησεν ο Θεός, ούτε με εζημίωσεν ουδόλως, ούτε
γνωρίζω τι είναι ασθένεια· αλλά και πολλάς δωρεάς μού απέστειλεν ο Πανάγαθος,
πλούτον, δόξαν, τέκνα και πάσαν άλλην απόλαυσιν». Ο δε Άγιος ακούσας ταύτα
εδάκρυσε και λέγει προς τους Κληρικούς· «Εγέρθητε ταχέως να φύγωμεν από τον
κατηραμένον τούτον οίκον, δια να μη μας προφθάση ο θυμός του Θεού». Ιδών δε ότι
ημέλουν να ετοιμάσουν τους ίππους, τους επρόσταξεν εντονώτερα να φύγουν το
συντομώτερον. Παρευθύς δε ως ανεχώρησαν και προ του να διατρέξωσιν ούτε εν
στάδιον (ω των θαυμασίων σου, Δέσποτα!) ήνοιξεν η γη και κατέπιε την οικίαν
εκείνην με τον πλούσιον και όλους τους συγγενείς και τον πλούτον του.
Θαυμάσαντες οι ακολουθούντες τον
Άγιον δια το φοβερόν αυτό συμβεβηκός, ηρώτησαν αυτόν πως το εγνώρισεν. Ο δε
απεκρίνατο· «Γνωρίζετε βέβαια, ότι όταν έχη τις θλίψεις, διαφόρους πειρασμούς
και βάσανα, ο Κύριος είναι μετ΄ αυτού και τον τιμωρεί ως τέκνον του ηγαπημένον
δια τα παραμικρά αμαρτήματα, τα οποία έπραξε, δια να τον δοξάση ύστερον εις την
Βασιλείαν αυτού αιώνια. Όταν δε πάλιν έχη τις εις τούτον τον κόσμον απόλαυσιν
άλυπον, υγείαν, ευημερίαν και άλλα όμοια, άνευ τιμωριών και θλίψεων, είναι σημείον
της απωλείας αυτού αψευδέστατον, διότι είναι παρωργισμένος ο δίκαιος Κριτής
κατ΄ αυτού και τον έχει αποφασισμένον, δια τας πράξεις του, εις την αιώνιον
κόλασιν, του δίδει δε εδώ απόλαυσιν πρόσκαιρον δια μικράς τινας αγαθοεργίας,
τας οποίας ετέλεσεν. Επ΄ αληθείας, αδελφοί, έπρεπε να θρηνώμεν απαρηγόρητα,
όταν δεν μας έρχωνται πειρασμοί και βάσανα, και πάλιν, όταν μας παιδεύη ο
δίκαιος Κριτής και πάνσοφος Ιατρός, πρέπει όχι μόνον να υπομένωμεν τους πόνους
καρτερικώς, αλλά και να τον ευχαριστώμεν χρεωστικώς, όπως και τους σωματικούς
ιατρούς, τους οποίους πληρώνομεν να κόψουν και να καύσουν τα μέλη μας δια την
ελπιζομένην υγείαν και σωτηρίαν μας».
Ταύτα και έτερα πλείονα λέγων ο Άγιος, έτρεφε ψυχικώς τους ακούοντας και
αφού έφθασαν εις την Ρώμην, τον παρεκάλεσεν η αδελφή του να λειτουργήση εις την
Εκκλησίαν αρχοντίσσης τινός, ήτις είχεν εις εκείνον πολλήν ευλάβειαν και καθώς
ελειτούργει του έφερον γυναίκα παραλυτικήν να την θεραπεύση. Ο δε σπλαγχνισθείς
επ΄ αυτήν και ποιήσας ευχήν προς Κύριον, την εθεράπευσε. Τελέσας δε εις την
Ρώμην και άλλα διάφορα θαύματα, επέστρεψεν εις τα Μεδιόλανα και ετέλεσε
περισσότερα. Οι δε αιρετικοί έλεγον, ότι με τέχνην μαντείας τα έκαμνεν. Εις δε
απ΄ εκείνους, όστις κατηγόρει τον Άγιον περισσότερον, εδαιμονίσθη ενώπιον
πάντων με δικαίαν κρίσιν του Θεού, όταν δε τον ετάρασσε το δαιμόνιον, ωμολόγει
και παρά την θέλησίν του την αλήθειαν, λέγων ότι ο Αμβρόσιος είναι Άγιος και τα
δόγματά του ορθόδοξα, των δε Αρειανών ψευδή και μάταια. Διότι η Αγία Τριάς
είναι ομοούσιος, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον. Οι δε ανόητοι και παράφρονες
Αρειανοί εθυμώθησαν ταύτα ακούοντες από τον δαιμονιζόμενον και αντί να
πιστεύσουν εις τοιαύτην αψευδεστάτην μαρτυρίαν, προσθέντες κακόν επί κακού, τον
έρριψαν εις τον ποταμόν και επνίγη ο άθλιος. Έτερος δε τις αιρετικός από τους
πρώτους επίστευσε και εβαπτίσθη και ερωτήσαντες αυτόν τινές την αιτίαν, δια την
οποίαν επίστευσε τόσον ταχέως, απεκρίνατο, ότι εγνώρισεν οφθαλμοφανώς την
αλήθειαν, διότι όταν εδίδασκεν ο Αμβρόσιος, έβλεπεν ωραιότατον Άγγελον, όστις
του ωμίλει εις τα ώτα και τον ενουθέτει όσα εκήρυττε.
Συνέβη
δε και άλλο γεγονός κατά τας τελευταίας ημέρας του Αμβροσίου, το οποίον δεν
είναι πρέπον να αφήσωμεν άγνωστον. ΆΑνθρωπος τις ονόματι Κρεσκόβιος εκρύπτετο
εις την Εκκλησίαν δια πταίσιμόν τι, το οποίον έπραξεν. Ο δε ηγεμών των
Μεδιολάνων, Στηλίχων καλούμενος, έστειλεν ανθρώπους του παλατίου ημέραν τινά,
κατά την οποίαν ήτο ο Άγιος μόνος, να συλλάβουν τον κρυπτόμενον. Ούτοι εισήλθον
βιαίως εις τον Ναόν του Κυρίου και λαβόντες αυτόν εφυλάκισαν, έπειτα επήγαν εις
την αγοράν, εις την οποίαν ήτο ο ηγεμών και πάσα η πόλις συνηθροισμένη διά τινα
πανήγυριν και είπον προς αυτόν, ότι έκαμαν καθώς τους προσέταξεν. Ο δε Άγιος
εσκανδαλίσθη πολύ εις αυτό, βλέπων ότι κατεπάτησαν τον Ναόν του Κυρίου και
πίπτει μετά θερμών δακρύων εις προσευχήν, προς τον Κύριον δεόμενος να τιμωρήση
τους τολμητάς δημίους, οίτινες τον κατεφρόνησαν. Όθεν ο το θέλημα των
φοβουμένων αυτόν ποιών Κύριος επήκουσε της δεήσεως του δούλου του και ευθύς ως
έφθασαν εις την αγοράν οι δήμιοι, ως εκ θαύματος, επέδραμον εκεί θηρία τινά, τα
οποία ονομάζουσι λεοπαρδάλεις και προξενούν πολλήν ζημίαν εις εκείνα τα μέρη
της Ιταλίας και τους εξέσχισαν έμπροσθεν του ηγεμόνος, χωρίς να δυνηθή τις να
τους βοηθήση· και το θαυμασιώτερον, ότι δεν έθιξαν άλλον τινά, παρά μόνον
εκείνους και εάν δεν έφευγε και ο άρχων να κρυφθή ταχέως, θα εθανάτωναν και
αυτόν· εκείνος δε φοβηθείς προσέταξε να εκβάλουν από την φυλακήν τον υπεύθυνον,
τον οποίον απέστειλεν εις τον Άγιον και εζήτει να τον συγχωρήση δια το τόλμημα.
Πολλά
και άλλα θαυμάσια ετέλεσεν ο Παντοδύναμος δια προσευχών του Αμβροσίου και
τοιαύτα, ώστε ηπλώθη η φήμη του σχεδόν εις όλον τον κόσμον και πολλοί ήρχοντο
από μακρινάς χώρας δια να τον ίδουν και να ακούσουν εκείνα τα γλυκύτερα της
αμβροσίας και του νέκταρος λόγια και μάλιστα η βασίλισσα των Μαρκομάννων, ήτις
ήτο ειδωλολάτρις και ακούσασα την ένθεον αυτού πολιτείαν, απήλθεν εις επίσκεψιν
αυτού και τόσον ηυφράνθη από τον λόγον του, ώστε επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ο
δε Άγιος την εβάπτισε και της έδωκεν εγγράφως την Ορθόδοξον Πίστιν και ποίαν
πολιτείαν να διάγη και παν άλλο αναγκαίον προς σωτηρίαν· εξαιρέτως δε την
παρεκάλεσε να μη αφήση ποτέ τον άνδρα της να κάμη πόλεμον κατά των Ρωμαίων.
Ούτω λοιπόν
καλώς πολιτευσάμενος ο γλυκύτατος Αμβρόσιος και πολλούς λόγους ψυχωφελείς
συγγραψάμενος και επιμελώς κυβερνήσας την Εκκλησίαν, ως καλός Ποιμήν και ουχί
μισθωτός, εφύλαξεν αυτήν αλύμαντον από αισθητούς και νοητούς λύκους. Αλλ΄ ήλθεν
η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον· όθεν ασθενήσας, έκειτο εις την κλίνην. Ο δε
Στηλίχων, ο έπαρχος, ακούσας ότι απέθνησκεν ο Αμβρόσιος, ελυπήθη πολύ και
έλεγεν ότι ο θάνατός του θέλει είναι απάσης της Ιταλίας απώλεια.
Έστειλε
δε και τινας άρχοντας να είπωσι του Αγίου όπως παρακαλέση τον Θεόν και του δώση
ακόμη ολίγην ζωήν δια το συμφέρον του λαού, διότι βασιλεύς τις εβούλετο να τους
πολεμήση, αλλά διότι ηυλαβείτο τον Άγιον έως ου έζη δεν τους επείραζεν. Ο δε
Αμβρόσιος απεκρίνατο, λέγων· «Εγώ δεν τολμώ να πειράσω τον Κύριόν μου και όταν
ορίση ας με λάβη, εγώ δε τον ευχαριστώ και τον δοξάζω».
Ήσαν δε δύο
Διάκονοι εις άλλο κελλίον πλησίον του Αγίου και συνομιλούντες μυστικώς έλεγον·
«Άραγε, ποίος θα γίνη Επίσκοπος μετά την τελευτήν του Αγίου»; Ο δε έτερος
απεκρίνατο, ότι «Ο Σιμπλίκιος ο Ηγούμενος του δείνος Μοναστηρίου είναι ενάρετος
άνθρωπος και φίλος του Αυγουστίνου, πιστεύω δε ότι αυτόν θα κάμωσιν». Ο δε
Άγιος, γνωρίσας δια Πνεύματος Αγίου εκείνα τα οποία έλεγον οι Διάκονοι,
απεκρίθη ταύτα δυνατά και τον ήκουσαν λέγοντα· «Καλός είναι ο Σιμπλίκιος, αλλ΄
είναι γέρων». Ταύτα ακούσαντες οι Διάκονοι εξεπλάγησαν και το είπον εις τον
λαόν· όθεν εψήφισαν Αρχιερέα τον ρηθέντα Σιμπλίκιον. Ο δε Άγιος προσευχόμενος
παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, τη 4η του Απριλίου
του έτους 397 παραμονή του Πάσχα υπάρχων ετών πεντήκοντα επτά, εις τον καιρόν
των βασιλέων Θεοδοσίου και Ουαλεντινιανού. Αλλ΄ επειδή κατά τα περισσότερα έτη
τυγχάνει η Αγία Ανάστασις ή η Μεγάλη Εβδομάς κατά τας αρχάς του μηνός Απριλίου,
δια τούτο την εορτάζομεν την εβδόμην Δεκεμβρίου, ότε εχειροτονήθη Επίσκοπος. Το
δε τίμιον αυτού και άγιον λείψανον εναπετέθη εις την Μητρόπολιν των Μεδιολάνων,
την οποίαν τοσούτον ελάμπρυνεν. Ετέλεσε δε και μετά θάνατον θαύματα πολλά εις
δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του παντοδυνάμου Θεού, Ω πρέπει η τιμή,
το κράτος και η προσκύνησις, εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου