Εις ποίαν
οδυνηράν δοκιμασίαν μας υποβάλλει το μήνυμα! Πως θα αναμετρηθώμεν με την
απαίτησιν; Πως θα κατορθώσωμεν αξίως να
δοξάσωμεν τον Γεννώμενον Χριστόν; Διανοούμεθα εν πίστει την Ενσάρκωσιν του
Θείου Λόγου και περιπίπτωμεν εις θάμβος. Βυθιζόμεθα εις το μυστήριον, το «ξένον
και παράδοξον» και μένομεν άναυδοι. Που θα εύρωμεν αγγελικόν νουν, δια να
κατανοήσωμεν την κένωσιν του Υιού και Θεού; Με ποίαν καρδίαν θα αγαπήσωμεν;
Ομολογουμένως, η πιστή ψυχή, μελετώσα την άπειρον αγάπην του Θεού προς τους
ανθρώπους, περιέρχεται εις αμηχανίαν. Ω, πόσον μικροί είμεθα ημείς και πόσον
μέγας ο Θεός! Και ποίον μεγαλείον κρύπτεται εις την εκούσιον ταπείνωσίν Του!
Μία μόνον διέξοδος υπάρχει δια την έκθαμβον και ευεργετουμένην ψυχήν: Η
ευγνωμοσύνη, ο πνευματικός κλαυθμός, η ευχαριστία προς την αγάπην, τον Θεόν.
Και νομίζω ότι το μόνον ανταπόδομα εις τας ανεκφράστους ευεργεσίας του Θεού
είναι η θερμή ευχαριστία και ευγνωμοσύνη. Ω, και να εγνωρίζαμεν τι είμεθα, από
πού ερχόμεθα, που πηγαίνομεν!
Πόσον είμεθα θείοι, πόσον αγγελικοί, πόσον
φωτεινοί, θεόπλαστοι, αιώνιοι, θεοί! Ω, κατηραμένη άγνοια, που εμποδίζεις την
γνώσιν των μεγαλείων μας! Ω, ζοφερά λήθη, που αποκρύπτεις από τους οφθαλμούς
μας το εκθαμβωτικόν φως μας! Ημείς ωραίοι, ημείς άφθαρτοι, ημείς υπέρτεροι των
γηίνων, ημείς τέκνα Θεού. Και «τι εσόμεθα ουκ οίδαμεν»! Δεν γνωρίζομεν ποίαν
ακόμη επί το θειότερον μετουσίωσιν θα προσλάβωμεν. Πάντως, «όμοιοι αυτώ – τω Θεώ
– εσόμεθα»! Είναι να μη διέλθη κανείς τον βίον του κλαίων εξ αγάπης; Πως ημπορεί
να ανθέξη η ανθρωπίνη καρδία εις τόσην προσφοράν θεϊκής αγάπης; Ποίον άλλο
είναι τόσον μέγα, όσον η σάρκωσις του Θείου Λόγου, χάριν της σωτηρίας μας,
χάριν της θεώσεώς μας εν αιωνιότητι;
Ιδού, διατί μένομεν άναυδοι ημείς οι Χριστιανοί. Ιδού, διατί κλαίομεν
ευγνωμόνως. Ιδού, διατί περιδινούμεθα ερωτικώς περί τον αγαθόν, τον περί πάντας
αγαθόν, Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτήν την σεσαρκωμένην Σοφίαν, την
ενανθρωπήσασαν Αγαθότητα, την μορφοποιηθείσαν Αγάπην, την ταπεινωθείσαν
Δύναμιν, την αποκρυβείσαν Ωραιότητα! Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αυτοί
που μετέσχον εν θείω έρωτι των θείων ιδιοτήτων, ότι οι αγγελικοί νόες, έκθαμβοι
και εκστατικοί από τον θείον έρωτα προς τον Θεόν, κινούνται φλεγόμενοι περί τον
θρόνον της θείας μεγαλωσύνης. Και καθ’
όσον προσλαμβάνουν φως και γνώσιν, κατά τοσούτον και αγαπούν. Και όσον
αγαπούν, τόσον γνωρίζουν. Ως εκ τούτου καθίσταται φανερόν ότι τα αγγελικά
πνεύματα δεν διάγουν εν απραγμοσύνη και στατικότητι, αλλά διατελούν εις
αδιάλειπτον κίνησιν προσλήψεως γνώσεως και αγάπης. Ούτω και ημείς. Κατά το
μέτρον της γνώσεως των θείων πραγμάτων είναι και η αγάπη μας. Και κατά το ποσόν
της αγάπης μας είναι και η γνώσις. Καθ’
όσον λοιπόν αντιλαμβανόμεθα την σημασίαν του μεγαλυτέρου γεγονότος, που εγνώρισεν
η ανθρωπίνη ιστορία – «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος. Τι μείζον άλλο
καινόν είδεν η κτίσις;» --, κατά αναλογίαν και χαίρομεν και αγαπώμεν και
ευγνωμονούμεν και κλαίομεν και αγαθυνόμεθα την καρδίαν. Ό,τι λοιπόν αποτελεί
την οφειλήν μας είναι, όχι να συστέλλωμεν τα θεία πράγματα μέσα εις την πτωχήν
διανοητικότητά μας, αλλά, αγωνιζόμενοι, να παρασκευάζωμεν εαυτούς να τα
δεχθώμεν με ταπείνωσιν και αγάπην, δια να τα γνωρίσωμεν. Ούτω θα τα αγαπήσωμεν.
Εντεύθεν θα τα γνωρίσωμεν περισσότερον και περισσότερον θα τα αγαπήσωμεν. Αυτή
η κίνησις του νου και της καρδίας είναι αέναος. Είναι κίνησις Χριστοκεντρική, η
οποία εξασφαλίζει την καθαρότητα, την φωτεινότητα, την θείαν αγάπην, την
εμπολίτευσιν εις τους ουρανούς. Και προκαλεί το μίσος προς παν αμαρτωλόν, προς
παν πτωχόν, προς πάσαν γεώδη σχέσιν. Και μας καθιστά αγίους και ελευθέρους.
Αλλά, δυστυχώς! Ταλαίπωροι ημείς, «εμπλεγμένοι ταις του βίου πραγματείαις», με
βεβαρημένας καρδίας « εν μερίμναις βιωτικαίς», θυσιάζομεν την θείαν ψυχήν μας
εις παροδικά και μάταια. Δεν μελετώμεν την θείαν ευγένειάν μας, την θείαν
καταγωγήν μας, τον προς θέωσιν προορισμόν μας. Εντεύθεν λησμονώμεν τον Θεόν
μας. Και, φυσικά, δεν μελετώμεν την αβάστακτον από την καρδίαν εν σαρκί
παρουσίαν Του, που εξέπληξεν αγγέλους. Που κατεπλάγη η κτίσις. Και ενώ ήλθε δι’
ημάς, δια την άπειρον αγάπην Του προς
εμέ και σε, αδελφέ, ημείς και αδιαφορούμεν και πράττομεν τα εναντία εκείνων,
που οδηγούν προς την θέωσίν μας. Από εδώ αρχίζει το ανθρώπινον δράμα, ο χωρίς
σχεδόν Θεόν χριστιανός. Και το φρικτόν αυτό δράμα, από προσωπικόν, εξαπλούται
εις την οικογένειαν, το χωρίον, την πόλιν, εις το Έθνος ολόκληρον. Και ημείς τα
τέκνα του Θεού, ουδόλως διαφέρομεν από τους απίστους. Και ουδένα δυνάμεθα να
πείσωμεν δια την αλήθειαν του σαρκωθέντος Θεού. Ότι «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί»
και ότι «ώφθη επί της γης και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Και παρέχομεν
σκάνδαλον εις τον κόσμον και «ο Θεός βλασφημείται δι’ ημάς εν τοις έθνεσι».
Διατί; Δια την αμέλειαν ημών και διότι οι ποιμένες της Εκκλησίας περί άλλα
τυρβάζουν. Διότι δεν εβίωσαν το μέγα μυστήριον της κενώσεως του Υιού του Θεού.
Δεν τον εμελέτησαν, δεν τον ηγάπησαν, δεν εξεμεταλλεύθησαν τα τίμια δώρα, που
μας εκόμισε. Δεν μετεμορφώθησαν εις άγια τέκνα Θεού, δια τούτο και δεν δύνανται
να ομιλήσουν εις τας ψυχάς. Να τας υψώσουν εκ των γηίνων, να τας μετεωρίσουν
εις τους ουρανούς. Να καταστήσουν τους χριστιανούς «συμπολίτας των αγίων και
οικείους του Θεού». Δια τούτο και η Πατρίς μας, το Έθνος το άγιον, ο Ορθόδοξος
λαός, κατήντησε το σκύβαλον του κόσμου. Και εγένετο «μυκτηρισμός και χλευασμός
τοις κύκλω ημών». Χωρίς να γνωρίζωμεν ποία ακόμη τραγωδία μας αναμένει. Το
φρικτότερον δε είναι ότι ούτε καν υποπτευόμεθα την συμφοράν μας, την
πνευματικήν και την ερχομένην καταιγίδα. Η πολυχρόνιος έξις εις τα έργα της
πτώσεώς μας, η αγνοηθείσα πνευματική μας ευγένεια, η διαβολική λήθη του
συνταρακτικού γεγονότος της ενανθρωπήσεως του Θεού χάριν ημών, μας έχουν εις
τοιούτον βαθμόν ναρκώσει, ώστε να μη θέλωμεν να απαλλαγώμεν από την κόλασιν των
παθών, εις την οποίαν τυραννούμεθα. Ω αδελφοί μου, συναμαρτωλοί! Απωλέσαμεν τον
θησαυρόν. Ωσάν να μη εγεννήθη δι΄ ημάς ο Σωτήρ. Που είναι οι καρποί της πίστεώς
μας; Που είναι τα δώρα που θα προσκομίσωμεν εις τον τεχθέντα Βασιλέα; Με ποίαν
ψυχικήν στολήν θα υποδεχθώμεν τον καθαρόν; Τι εκάμαμεν τα θεία χαρίσματά Του, με
τα οποία έπρεπε να είχομεν εκλαμθή από τας θείας ακτίνας της χάριτός Του; Πως
δεν θα εντραπώμεν από την πτωχείαν των σπαργάνων Του; Πως θα αντικρύσωμεν το
Θείον Βρέφος, με ένοχον συνείδησιν, με ηχρειωμένην την θείαν εικόνα, με καρδίαν
εσκοτισμένην υπό των παθών; Εν τούτοις θα εορτάσωμεν την Γέννησίν Του! Θα
εκκλησιασθώμεν. Θα ανάψωμεν τας λαμπάδας μας. Θα γεμίσωμεν τους ναούς. Θα
ακούσωμεν τους αγγελικούς ύμνους των Χριστουγέννων. Και την ημέραν αυτήν, όπως
θα είμεθα με εορταστικά ιμάτια, εις εκθαμβωτικά φώτα, με επιμελημένα γεύματα
και άλλα σύμβολα χαράς, θα νομίσωμεν, θα πιστεύσωμεν ότι είμεθα λάτρεις του
Γεννηθέντος Σωτήρος! Ω πόσον θα έχωμεν πλανηθή! Αδελφοί μου! Με το άρθρον αυτό
γίνεται μία καινοτομία. Αντί να γραφή ένα «χαρούμενον» Χριστουγεννιάτικον
άρθρον, ένα θεολογικόν, πνευματικόν, που να θεμελιώνη την θεότητα του Θείου
Βρέφους, που να αναλύη το περιεχόμενον της συγκλονιστικής ενανθρωπήσεως του
Θεού, αντί να δώσωμεν ένα τόνον πνευματικής χαράς εις την «μητρόπολιν αυτήν των
εορτών», προετιμήθη ένα άρθρον… μετανοίας. Οι αγαπητοί αναγνώσται, δια να μη
χάσουν την ευδαιμονιστικήν διάθεσίν των, ας διαβάσουν άλλα έντυπα, που θα
εκδοθούν επί ταις εορταίς των Χριστουγέννων. Ο υποφαινόμενος εφέτος, που είναι
μία από πάσης απόψεως δραματική εποχή, θα ήτο ευτυχής, αν κατώρθωνε να κατανύξη
μερικάς ψυχάς. Να τας οδηγήση εις μετάνοιαν και κλαυθμόν. Και να τας κάμη όπως,
μαζί με τους θείους ύμνους, αναβλύσουν ολίγα δάκρυα. Έχομεν τόσην ανάγκην
δακρύων, ως Εκκλησία, ως λαός και ως Έθνος, ώστε θα ήσαν τα τιμιώτερα δώρα προς
τον νηπιάσαντα Λόγον υπέρ της ταλαιπώρου Πατρίδος μας. Αδελφοί, «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…». Αλλά μετά κλαυθμού!...
θ.μ.δ.
(Το άρθρο αυτό
είναι γραμμένο το 1970)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου