Θά ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχάς στόν σύστοιχο μέ αὐτόν,
δηλαδή τόν ΛΑ΄ (31ο) ἱερό Κανόνα τῶν ἁγ. Ἀποστόλων. Αὐτός ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἴ τις καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρίς συναγάγει, καί θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδέν κατεγνωκώς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καί δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθῳ, ὡς φίλαρχος. Τύραννος γάρ ἐστιν · ὡσαύτως δέ καί οἱ λοιποί κληρικοί, καί ὅσοι ἄν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δέ λαϊκοί ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δέ μετά μίαν καί δευτέραν, καί τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου, γινέσθω». Ὁ Κανών αὐτός καθαιρεῖ τούς κληρικούς καί ἀφορίζει τούς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι θά κάνουν παρασυναγωγή, δηλαδή χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου θά κτίσουν Ἐκκλησία καί θά συγκεντρώνονται ἐκεῖ διά νά ἐπιτελοῦν τίς λατρευτικές των συνάξεις. Ἡ προϋπόθεσις πού ἀναφέρει ὁ Κανών διά νά εἶναι ἡ σύναξις ὄντως παρασυναγωγή καί συνεπῶς ἐφάμαρτος, εἶναι «μηδέν κατεγνωκώς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καί δικαιοσύνῃ», δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ
ἁγιορείτης, «χωρίς νά γνωρίζῃ αὐτόν πώς σφάλλει φανερά ἤ εἰς τήν εὐσέβεια ἤ εἰς τήν δικαιοσύνη, ταυτόν εἰπεῖν, χωρίς νά γνωρίσῃ αὐτόν πώς εἶναι φανερά ἤ αἱρετικός ἤ ἄδικος». Ἡ διάταξις τοῦ λόγου δεικνύει ὅτι οἱ ἅγ. Ἀπόστολοι θέλουν νά μιλήσουν διά τήν παρασυναγωγή καί τήν φατρία καί δι’ αὐτό ξεχωρίζουν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τά θέματα
τῆς πίστεως καί τῆς δικαιοσύνης, τά μόνα δηλαδή θέματα διά τά ὁποῖα χρειάζεται ἄλλη ἀντιμετώπισις. Ἄρα λοιπόν, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν Ἐπίσκοπο κληρικῶν καί λαϊκῶν
διά θέματα πίστεως καί δικαιοσύνης, σημαίνει ὅτι αὐτοί δέν συγκροτοῦν παρασυναγωγή ἤ φατρία, ἀλλά ὁ Ἐπίσκοπος εὑρίσκεται σέ κατάστασι παρασυναγωγῆς, δηλαδή
ἀποκομμένος ἀπό τήν πίστι, ἡ ὁποία μᾶς ἐνσωματώνει εἰς τήν Ἐκκλησία. Διότι δέν εἶναι δυνατόν καί ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ ἀποκομμένοι κληρικοί καί λαϊκοί νά εὑρίσκωνται εἰς τήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει στήν μία πλευρά αἵρεσις. Τό ὅτι ὁ παρών ἱερός Κανών στά θέματα τῆς πίστεως ἐντάσσει καί τά θέματα τῆς δικαιοσύνης, δεικνύει ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι ὁ ἄδικος Ἐπίσκοπος εἶναι στήν ἴδια κατηγορία μέ τόν αἱρετικό, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι ὁ Κανών αὐτός τῶν ἁγ. Ἀποστόλων εἶναι αὐστηρότερος ἀπό τόν ὑπό ἐξέτασι ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Εἶναι ἄλλο θέμα ἄν ἐμεῖς σήμερα, ὡς ἄνθρωποι τῶν ἐσχάτων καιρῶν, ἀμελεῖς, ράθυμοι καί βολεμένοι, ἀδιαφοροῦμε ὄχι μόνο διά τήν δικαιοσύνη, ἀλλά καί δι’ αὐτήν τήν πίστι, ἡ ὁποία εἶναι ἡ καρδιά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἰς αὐτό τό θέμα μᾶς διδάσκει λέγοντας, ὅτι ἄν ἐπιμελούμεθα νά διορθώσωμε τά μικρά δέν θά πέφταμε στά μεγάλα: «Αὐτό μέν οὖν τοῦτό ἐστι τό πάντων αἴτιον τῶν κακῶν, τό μή καί ὑπέρ τῶν μικρῶν τούτων ἀγανακτεῖν. Διά τοῦτο τά μείζονα τῶν ἁμαρτημάτων ἐπεισῆλθεν, ὅτι τά ἐλάττονα τῆς προσηκούσης οὐ τυγχάνει διορθώσεως» (Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολήν, Κεφ. Α΄ P.G. 61, 623). Εἶναι φυσικό δέ νά ἐξετάζεται, ἀπό ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πρωτίστως ὁ Ἐπίσκοπος ὡς πρός τήν πίστιν του καί τήν δικαιοσύνη, διότι αὐτός τίθεται εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ καί αὐτός διδάσκει καί ὁδηγεῖ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου