Γιά ποιό λόγο ἐνανθρώπησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ Πατήρ ἤ τό Πνεῦμα καί ποιές οἱ συνέπειες τῆς ἐνανθρώπησης

Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ

Ὁ Πατήρ δέν μεταπίπτει στόν Υἱό, παραμένει πάντα Πατήρ· ὁ Υἱός δέν μεταπίπτει στόν Πατέρα, παραμένει πάντα Υἱός· τό Πνεῦμα δέν μεταπίπτει στόν Πατέρα ἤ τόν Υἱό, παραμένει πάντα Πνεῦμα ἅγιο. Ἡ ἰδιότητα καθενός προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι σταθερή καί ἀμετάβλητη. Πῶς, ἄλλωστε, θά παρέμενε ἰδιότητα ἄν ἐναλασσόταν συνεχῶς περνώντας κάθε φορά σέ ἄλλο πρόσωπο; Γιαυτό ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι πού γίνεται Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά παραμείνει ἀκριβῶς ἡ ἰδιότητα ἀμετακίνητη. Γιατί, ὄντας Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παίρνοντας σάρκα ἀνθρώπου ἀπ’ τήν ἁγία Παρθένο, δέν ἀλλοτριώθηκε ἀπό τήν υἱική του ἰδιότητα.

1 σχόλιο:

Σταύρος Ασλανίδης. είπε...

Επειδή η διασπορά ημιμάθειας είναι χειρότερη της αμάθειας θα ήθελα να συμπληρώσω τα λόγια του άρθρου. Όλα αυτά που αναγράφονται στο άρθρο είναι ακριβώς έτσι, όταν αναφερόμαστε ή μας ενδιαφέρει το Υποστατικό ιδίωμα του Προσώπου (το άρθρο αναφέρεται σε αυτό με τα λόγια " Ἡ ἰδιότητα καθενός προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι σ τ α θ ε ρ ή κ α ί ἀ μ ε τ ά β λ η τ η "). Ωστόσο όταν μας ενδιαφέρει η δύναμη, η βούληση, η άφεση αμαρτιών, η μορφή ... και γενικά ο Θεός και η Θεότητα του Προσώπου, τότε έχουμε αυτό που ο ίδιος ο άγιος (Ιωάννης ο Δαμασκηνός) μας λέει: Άμα ο Πατήρ, άμα και ο Υιός. Άμα ο Υιός άμα και το Πνεύμα το Άγιο. Τριάδα Ομοούσια και Αχώριστη. Έτσι δεν έχουμε τρεις δόξες, αλλά το Ομόδοξο, δεν έχουμε τρις τιμές αλλά το Ομότιμο, δεν έχουμε τρις προσκυνήσεις αλλά μία η Προσκύνηση της Αγίας Τριάδας. Λέμε λοιπόν ο Πατέρας είναι όλος ο Θεός. Ο Υιός είναι όλος ο Θεός και το Άγιο Πνεύμα είναι όλος ο Θεός.
Έτσι λοιπόν είναι αίρεση να μιλάμε μόνο για την Μονάδα του Θεού και είναι αίρεση να μιλάμε μόνο για την Τριάδα του Θεού. Το ορθόδοξο δόγμα μιλάει για Τριαδική Μονάδα.
«τήν µίαν θεότητα καί δύναμιν πού εὑρίσκεται ἑνικῶς εἰς τρεῖς ὑποστάσεις καί περιέχει τά τρία ἀσυγχύτως· αὐτήν πού δέν εἶναι οὔτε ἄνισος εἰς τάς οὐσίας ἤ φύσεις, οὔτε αὐξάνεται ἤ μειώνεται μέ ἐξάρσεις ἤ ὑφέσεις, ἀλλ᾿ εἶναι ἀπό κάθε ἄποψιν ἴση, ἡ ἰδία ἀπό παντοῦ, ὡς ἕνα κάλλος καί µέγεθος τοῦ οὐρανοῦ· εἶναι τριῶν ἀπείρων ἄπειρος συμφυΐα, Θεός τό καθένα, ἄν ἐκληφθῆ µόνον του, ὅπως ὁ Πατήρ ἔτσι καί ὁ Υἱός, ὅπως ὁ Υἱός ἔτσι καί τό ἅγιον Πνεῦμα, µόνον ὅτι ὁ καθείς ἔχει τόν ἰδιάζοντα χαρακτῆρά του. Καί τά τρία µαζί εἶναι ἕνας Θεός, ἐφ᾽ ἑνός ὡς ὁμοούσια, ἀφ᾽ ἑτέρου διότι εἶναι µία ἀρχή. Δέν προφθάνω νά σκεφθῶ τό ἕνα καί φωταγωγοῦμαι καί ἀπό τά τρία. Δέν προφθάνω νά διακρίνω τά τρία, καὶ ἀναφέρομαι εἰς τό ἕνα. Ὅταν φαντασθῶ τό ἕνα ἀπό τά τρία, νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό πᾶν, καί ἡ ὅρασίς µου γεµίζει, καί τό πλεῖστον μοῦ διαφεύγει. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νά συλλάβω τό µέγεθός του, ὥστε νά ἐννοῶ ὅτι τό µεγαλύτερον µέρος εἶναι αὐτό πού δέν συλλαμβάνω. Ὅταν νοερῶς ἑνώσω τά τρία, βλέπω µίαν πηγήν φωτός, µή δυνάµενος νά διαχωρίσω ἢ νά µετρήσω τό φῶς πού λάμπει ἡνωμένον». (Γρ. Θεολόγου τ.4, σελ.241).