Εν ταις ημέραις του ευσεβούς βασιλέως Τιβερίου εν έτει φοη΄ (578) έγεινε θαύμα μέγα και παράδοξον. Γυνή τις Μαρία ονομαζομένη, συγκλητική μεν και φιλόχριστος, πατρικία δε το αξίωμα, χήρα, έπεσεν εις πάθος χαλεπόν και αθεράπευτον· απελπισθείσα δε εκ πάσης ανθρωπίνης βοηθείας, αφιέρωσεν εις την καρδίαν αυτής τοιούτον αγαθόν συλλογισμόν, να στείλη εις τους Ιερείς, τους υπηρετούντας εις την αγίαν και δεσποτικήν αχειροποίητον Εικόνα του Κυρίου, και να τους παρακαλέση να έλθωσι προς αυτήν. Όταν λοιπόν ήλθον εκείνοι, έπεσεν η γυνή εις τους πόδας αυτών λέγουσα:
«Επειδή, κύριοί μου, ο Θεός εσυγχώρησε να παιδεύωμαι δια τας πολλάς μου αμαρτίας με την δεινήν ταύτην και αθεράπευτον ασθένειαν, δια τούτο θέλουσα και αγαπώσα η ταλαίπωρος, καίτοι αναξία, να δεχθώ εις τον ευτελή οίκον μου δια των αγίων σας ευχών τον δεσποτικόν και αχειροποίητον Χαρακτήρα του Κυρίου μας εις ημέρας τεσσαράκοντα, δι’ ου ίσως ποιήση έλεος ο Κύριος εις εμέ, παρακαλώ να συνεργήσητε προς τούτο». Οι δε Ιερείς, γνωρίζοντες την καλήν ζωήν και πνευματικήν κατάστασιν της γυναικός, έφεραν εις τον οίκον της τον άγιον Χαρακτήρα, και άμα ήνοιξαν την θήκην αυτού, έπεσεν η γυνή και προσεκύνησεν αυτόν. Είτα έλαβε λεπτόν βαμβάκινον πανίον και εμέτρησε την αγίαν Εικόνα· και βαλούσα μεν πρώτον το πανίον επ’ αυτής, αποθέσασα δε αυτήν ύστερον και ασφαλίσασα εντός καθαράς θήκης, έβαλεν εις το παρεκκλήσιον, το οποίον είχεν εις τον οίκον της· ανάψασα δε και κανδήλαν λαμπράν έμπροσθεν της θείας Εικόνος, υπηρέτει αυτήν έως ημέρας τεσσαράκοντα. Όταν δε ετελείωσαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, οι πόνοι του πάθους της γυναικός ήρχισαν να γίνωνται τόσον δυνατοί και ανυπόφοροι, ώστε δεν ηδύνατο να εγερθή της κλίνης· όθεν καλέσασα μίαν των υπηρετριών της, την οποίαν ήξευρε καθαρωτέραν των άλλων, λέγει προς αυτήν· «Φέρε μοι την θήκην της αγίας Εικόνος, ίνα προσκυνήσω αυτήν, και εύρω ολίγην άνεσιν από τον υπερβολικόν πόνον, όστις με κατατήκει». Η δε υπηρέτρια, μεταβάσα εις το παρεκκλήσιον, είδε θαύμα φοβερόν και παράδοξον· είδε δηλαδή να εξέρχεται φλοξ πυρός εκ της αγίας θήκης, η δε γλοξ αύτη να αναβαίνη έως εις την στέγην του παρεκκλησίου και να σκεπάζη όλον το βήμα, από της στέγης δε να κατέρχηται πάλιν εις το έδαφος, χωρίς να καίη ουδέν μέρος του παρεκκλησίου. Εκπλαγείσα η υπηρέτρια δια το φαινόμενον θαύμα έπεσε κατά γης· ελθούσαι δε αι άλλαι υπηρέτριαι και βλέπουσαι αυτήν κατά γης ερριμμένην εφανέρωσαν τούτο εις την κυρίαν αυτών. Αύτη δε φοβηθείσα μεγάλως, κατέβη εκ της κλίνης της και μετά μεγάλης σπουδής μετέβη εις το παρεκκλήσιον, όπου ιδούσα την φλόγα, εφώναξε το «Κύριε, ελέησον». Είτα έστειλε και έφερε ταχέως τους Ιερείς και υπηρέτας της αγίας Εικόνος, τους οποίους ερχομένους ηκολούθησε και λαός πολύς. Βλέποντες τότε όλοι το παράδοξον τούτο κατεπλάγησαν, και όσω ανέβαινε και κατέβαινεν η φλοξ, καθώς το ιστίον του πλοίου, όταν ριπίζεται υπό του ανέμου, τόσω και έκραζον το «Κύριε, ελέησον» επί πολλάς ώρας. Ποιησάντων δε ευχήν των Ιερέων κατέπεσεν η φλοξ· είτα ανοίξαντες οι ίδιοι την θήκην, εύρον την αγίαν και δεσποτικήν και αχειροποίητον Εικόνα αβλαβή και ολόκληρον, και σηκώσαντες το βαμβάκινον εκείνο πανίον, το οποίον είχε βάλει η πατρικία επί της Εικόνος, ω του θαύματος! Εύρον εν αυτώ τετυπωμένον άλλον Χαρακτήρα αχειροποίητον του Κυρίου, όμοιον με τον πρωτότυπον. Όθεν όλοι δοξάσαντες τον Θεόν δια το παράδοξον τούτο ησπάσθησαν τον τυπωθέντα άγιον Χαρακτήρα του Κυρίου, και έπειτα έβαλον αυτόν εις τον πόνον της γυναικός· ευθέως δε ο πόνος κατέπαυσε, το πάθος έφυγεν, η γυνή ιατρεύθη, και γενομένη τελείως υγιής ηγέρθη δοξάζουσα τον Θεόν. Μετά τινα έτη, προγνωρίσασα τον θάνατόν της η τιμιωτάτη εκείνη γυνή (επειδή ήτο σκεύος εκλεκτόν), εσκέφθη να αφιερώση τον άγιον Χαρακτήρα εις το εν τη Μελιτινή της Αρμενίας ευρισκόμενον Μοναστήριον των Καλογραιών, το τιμώμενον επ’ ονόματι της Αναλήψεως του Κυρίου. Ταύτα δε διασκεπτομένης της γυναικός ταύτης, ιδού έφθασεν εις την Κωνσταντινούπολιν Δομετιανός ο Αρχιεπίσκοπος της Μελιτινής, ο ων εξάδελφος του Μαυρικίου, μετά των πρώτων της Μελιτινής αρχόντων, ως αν επέμποντο επίτηδες· όθεν η τιμία πατρικία, μαθούσα την άφιξίν των, ενεχείρισε την αγίαν Εικόνα εις τον Αρχιεπίσκοπον λέγουσα και τον σκοπόν της, δια τον οποίον αποστέλλει αυτήν εις το εκεί Μοναστήριον. Δεν πρέπει δε να παραλείψωμεν και το δεύτερον θαύμα, όπερ εποίησεν η αγία αύτη Εικών του Κυρίου, όταν οι Πέρσαι ελεηλάτουν τα μέρη των Ρωμαίων, επί της βασιλείας Ηρακλείου, εν έτει χιε΄ (615). Αι ρηθείσαι Μοναχαί του εν Μελιτινή Μοναστηρίου, φοβούμεναι τότε την αιχμαλωσίαν, έφυγον εκ του Μοναστηρίου εκείνου και ήλθον εις την Κωνσταντινούπολιν, επειδή δε αυταί ήσαν ευγενούς καταγωγής, έδωκεν εις αυτάς Μοναστήριον ο τότε Πατριάρχης Σέργιος, ο οποίος όμως μαθών ότι αυταί είχον τον άγιον και αχειροποίητον Χαρακτήρα του Κυρίου, αφήρεσεν αυτόν από τας Μοναχάς άνευ της θελήσεώς των. Αλλά κατ’ εκείνας τας ημέρας ένεκα της αιτίας ταύτης συνέβησαν εις τον Πατριάρχην πολλαί και αλλεπάλληλοι θλίψεις· βασιλέως δηλαδή κατ’ αυτού αγανάκτησις, θάνατοι αιφνίδιοι των συγγενών και φίλων του, ταραχαί διάφοροι της Εκκλησίας. Απορών τότε ο Πατριάρχης δια ποίαν τάχα αιτίαν συμβαίνουσιν εις αυτόν τοιούτοι πειρασμοί, βλέπει κατ’ όναρ άνδρα φοβερόν εστώτα και λέγοντα εις αυτόν· «Επίστρεψον τάχιστα εκείνο το οποίον αφήρεσας αδίκως εκ του Μοναστηρίου». Εξεγερθείς δε του ύπνου, εκάλεσε τους ανθρώπους του, και ηρώτα αυτούς λέγων· «Διατί τόσον πολλαί θλίψεις μοι ακολουθούσι; Και δια ποίαν αιτίαν εγώ υπομένω ταύτας; Μάλιστα κατά την νύκτα ταύτην είδον ένα φοβερόν άνθρωπον, ο οποίος μοι έλεγε· «Δος οπίσω εκείνο όπερ έλαβες αδίκως εκ του Μοναστηρίου, εν ω εγώ δεν ηξεύρω τίνος πράγμα αφήρεσα». Οι δε άνθρωποί του λέγουσιν εις αυτόν· «Δέσποτα, μη συλλογίζεσθε τίποτε, επειδή ουδένα ποτέ ηδίκησας, αλλά υπό της ενεργείας των δαιμόνων είναι και αι θλίψεις και αι φαντασίαι αι οποίαι σε διαταράττουσιν». Κατά την επιούσαν νύκτα πάλιν εφάνη εις τον Πατριάρχην ο φοβερός εκείνος άνθρωπος, και λέγει εις αυτόν με αυστηρότητα· «Απόδος όσον τάχος εκείνο όπερ έλαβες εκ του Μοναστηρίου της Αναλήψεως. Δεν ηξεύρεις ότι αι Μοναχαί είναι ξέναι και απαρηγόρητοι, επειδή ήλθον εδώ φεύγουσαι εκ της πατρίδοςτων»; Εξυπνήσας δε ο Πατριάρχης λέγει προς τον Κουβουκλείσιόν του· «Αδελφέ, όταν έλαβες από τας Μοναχάς τον δεσποτικόν Χαρακτήρα, εκείναι πως τούτο ενόμισαν»; Ο δε απεκρίθη· «Πολύ δυσάρεστον, Δέσποτα, εφάνη τούτο εις αυτάς· και εάν είχον δυνάμεις, ήθελον μας εκδικηθή». Τότε εννόησεν ο Πατριάρχης, και εμέμφθη δια τούτο εαυτόν. Όθεν μετά μεγάλης σπουδής και μετά τιμών απέστειλεν εις το Μοναστήριον των Μοναζουσών τον άγιον Χαρακτήρα του Κυρίου κατά την ενάτην του Νοεμβρίου. Κατέπαυσαν λοιπόν οι πειρασμοί και αι θλίψεις του Πατριάρχου, αι δε Μοναχαί εχάρησαν, διότι απέλαβον την εκ της αγίας Εικόνος προερχομένην χαράν και παρηγορίαν των.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου