ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ

«Τότε γαρ τω Θεώ σύνεσμεν, ότε πανάγνοις μεν ευχαίς, ανεπιθολώτω δε νω, τούτον επικαλώμεθα» Διονύσιος Αρεοπαγίτης.

Εις το «Θεοτοκάριόν» του ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, έχει περιλάβει ένα συνταρακτικόν και κατανυκτικόν ασματικόν κανόνα, του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Ούτος αποτελεί τριλογίαν μεταξύ ικετεύοντος την Θεοτόκον αμαρτωλού, μεσιτευούσης προς τον Υιόν Της Θεομήτορος, και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δεχομένου την πρεσβείαν Αυτής. Η όλη τριλογία, δίδει το διάγραμμα της επιγνώσεως της αμαρτωλότητος του ασματογράφου, της ισχύος των πρεσβειών της Θεομήτορος και της ευσπλαγχνίας, μετά της δικαιοσύνης, του Κυρίου. Κανέν δράμα και καμμία τραγωδία κλασσική δεν ημπορεί να φθάση το ύψος των αισθημάτων και εννοιών, που γεννά ο μεταξύ Θεού και ανθρώπου διάλογος, εις τον οποίον παρεμβάλλεται και ο τρίτος λόγος της Μητρός του Θεού. Διότι εδώ, εισάγεται ο αληθής Θεός, δια δικαιοσύνης και αληθείας προβαλλόμενος, και εκ του άλλου, εν θείον του πλάσμα, που, εν τούτοις, σπιλώνει δια της αμαρτίας το βασιλικόν του αξίωμα και γίνεται ανάξιον της αιωνίου μετά του Θεού ζωής.
Πρόκειται περί αληθείας πιστευομένης και όχι περί μύθου ή ανθρωπίνων παθών, που ευρίσκουν την λύσιν, την κάθαρσιν, πάλιν δι’ ανθρωπίνων μέσων. Την διάστασιν του μεγαλείου και της τραγικότητος εις την παρούσαν τριλογίαν, αποτελούν ο άπειρος Θεός, αποδοκιμάζων το εκπεσόν του θείου προορισμού του πλάσμα του, και η μοίρα του τελευταίου να ζη τον αιώνιον θάνατον μακράν του Δημιουργού του. Αλλ’ ο δίκαιος Θεός είναι και φιλάνθρωπος, «μετανοών επί κακίαις ανθρώπων». Η φιλανθρωπία όμως, είναι συγκεκραμένη μετά της δικαιοσύνης. Και η απόφασις είναι ανάλογος προς τον αμετανοήτως ζώντα. Αλλά παρεμβάλλεται «η πολλά ισχύουσα δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Και ούτω, η δικαιοσύνη του Θεού, κατά μίαν άρρητον κρίσιν, μεταβάλλεται. Και ο δια την κόλασιν αποφασισθείς αμαρτωλός, λαμβάνει άφεσιν των αμαρτιών. Απαιτούνται όμως παρ’ αυτού καρποί μετανοίας, ίνα εισαγάγη αυτόν εις την αιώνιον αυτού βασιλείαν. Εντεύθεν εναπόκειται εις τον λαβόντα την άφεσιν να αγωνισθή κατά του Διαβόλου και των πονηρών του κλίσεων. Τι θα κάμη έπειτα, δεν γνωρίζομεν. Εκείνο όμως, το οποίον γνωρίζομεν είναι το συγκερασμένον τη δικαιοσύνη του Θεού έλεος και ότι πρέπει να φοβώμεθα πάντες οι αμαρτωλοί – δηλαδή όλοι οι χριστιανοί—το θείον έλεος πλείον της αυτού δικαιοσύνης. Διότι αν προσκρούωμεν εις την θείαν δικαιοσύνην θα καταφύγωμεν εις το θείον έλεος. Εάν όμως προσκρούσωμεν εις το θείον έλεος που θα καταφύγωμεν;                                                                                                                                                                                                                                                                                            
Η συνταρακτική και τόσον κατανυκτική τριλογία αρχίζει με την ικεσίαν προς την Θεοτόκον, του αμαρτωλού, όστις ήτο αυτός ο άγιος Θεόδωρος, ο Στουδίτης και Ομολογητής. Τα επίστευε αυτά που αποδίδει εις τον αμαρτωλόν ή τα έγραφε δι’ άλλους; Αδιστάκτως απαντώμεν, ότι βαθέως τα επίστευεν, ήσαν βίωμά του, και δεν θα ήτο άγιος, όπως όλοι οι άγιοι, εάν δεν επίστευον, ότι δεν έχουν μετάνοιαν, και είναι ανάξιοι της αιωνίου ζωής. Πως συμβαίνει αυτό; Ιδού το μυστικόν της ταπεινώσεως.
Ο αμαρτωλός απευθύνεται εις την Θεοτόκον, ίνα μεσιτεύση τω Υιώ της και τον λυτρώση του πυρός του αφεγγούς· τον αναδείξη δε κοινωνόν της βασιλείας του. Η συμπαθής Δέσποινα διαβιβάζει την παράκλησιν, υπενθυμίζουσα εις τον Υιόν της ότι είναι Μήτηρ του. – «Συ με γνωρίζεις ως πηγήν ελέους, απαντά ο Κύριος, και συγχωρώ πάντας τους αμαρτωλούς. Αλλ’ αυτός συνεχώς με παραπικραίνει δια των αισχρών του πράξεων». – Η Θεοτόκος λέγει εις τον αμαρτωλόν, ότι αι κακίαι του έχουν κινήσει εις οργήν την ευσπλαγχνίαν του Υιού της. Ο αμαρτωλός το ομολογεί και δια τούτο ζητεί παρ’ Αυτής να τον εγείρη από τον ύπνον της αμαρτίας. Η Δέσποινα επανέρχεται εις τον Χριστόν και ζητεί να τον σώση, ως έσωσε τον άσωτον υιόν, προς χάριν Της. – Ναι, απαντά ο Κύριος. Ο άσωτος προσήλθε θερμώς μετανοών. Αλλ’ αυτός, ενώ υπόσχεται μετάνοιαν, επιστρέφει εις τα ίδια πάλιν. – Η Θεοτόκος διαβιβάζει τω αμαρτωλώ τους λόγους του Κυρίου. Εκείνος όμως δεν αποθαρρύνεται, γνωρίζων την δύναμιν των πρεσβειών Της και πάλιν ικετεύει να τύχη συγχωρήσεως. – Επάκουσον ως φύσει φιλάνθρωπος τας ικεσίας της Μητρός Σου και δώρησαι εις αυτόν πίστιν ίνα μετανοήση. – Με κάθε τρόπον τω έδωκα να εννοήση και ευκαιρίας πολλάς προς μετάνοιαν, αλλ’ αυτός ήδη είναι νεκρός, και κατ’ ανάγκην θα απέλθη εις το πυρ. – Η Παρθένος Μαρία, λέγει, εις τον αμαρτωλόν, ότι συ είσαι αιτία της απωλείας σου, διότι δεν διεγείρεσαι εις μετάνοιαν, αλλά παρεδόθης όλος εις την αμαρτίαν… -- Αχ, ποθώ την μετάνοιαν, απαντά ο αμαρτωλός, αλλά δεν με αφήνουν οι δαίμονες να μετανοήσω εμπράκτως. – Συ, Υιέ μου, που ενέκρωσας τον θάνατον, Σε δυσωπώ, εξάρπασον τον δούλον σου από τους δαίμονας, που δεν τον αφήνουν να μετανοήση. – Πανύμνητε, Μήτερ, απαντά ο Σωτήρ, εν προσευχή και νηστεία εξέρχονται τα πλήθη των δαιμόνων. Αυτός όμως, ούτε εγκράτειαν μετέρχεται, ούτε δέησιν, ούτε αγνότητα και έγινε σπήλαιον ληστών. – Η Κυρία Θεοτόκος λέγει τω αμαρτωλώ: αφού οι Απόστολοι δεν ηδυνήθησαν χωρίς προσευχής και νηστείας να εκδιώξουν το ακάθαρτον Πνεύμα, πως συ χωρίς τούτου θα νικήσης τους δαίμονας; -- Δεν γνωρίζω τι να είπω, Θεόνυμφε… Ούτε προσευχήν έχω ούτε νηστείαν εκτελώ. Δια τούτο προς Σε κατέφυγον. – Η Θεομήτωρ επανέρχεται και ζητεί να του δώση άφεσιν, επειδή εις Αυτήν εστήριξεν όλας του τας ελπίδας. – Και ο Κύριος· Παύσαι, Μήτερ, λέγει Αυτή, να παρακαλής δι’ αυτόν, διότι γνωρίζων ότι είμαι εύσπλαγχνος εξακολουθεί να μολύνεται όλος, μη σκεπτόμενος την οργήν μου. – Η Μήτηρ του Θεού διαβιβάζει εν λύπη τους τελευταίους λόγους του Υιού της εις τον αμαρτωλόν. Αλλ’ αυτός δεν απελπίζεται. Και πάλιν παρακαλεί την Δέσποιναν, να ικετεύση τον Υιόν της να μη απολέση το πλάσμα των χειρών του. – Η Θεοτόκος προσέρχεται τω Κυρίω ικετεύουσα να ελεήση τον δούλον του, ως ποτε την Χαναναίαν, διότι είναι το πέλαγος της ευσπλαγχνίας. – Ιλάσκομαι και σώζω, λέγει ο Δεσπότης Χριστός, τον πόθω προσερχόμενον και δεν θέλω να απολεσθούν τα πλάσματά μου. Αλλ’ αυτός είναι ανάξιος ελέους. – Σοφία του υψίστου προϋπάρχων ο Υιός μου έγινεν άνθρωπος, δια να σώση τους φυλάσσοντας το άγιον Βάπτισμα, λέγει η Θεοτόκος. Αλλά συ το κατερρύπωσας. – Εις Σε θαρρήσας, προσέρχομαι Παρθένε, γνωρίζων, ότι ο Υιός Σου έσωσε τον ληστήν και την πόρνην παρ’ ότι κανέν καλόν δεν έκαμαν εν τω βίω. Μεταφέρει τας σκέψεις του αμαρτωλού η Θεοτόκος και ικετεύει, όπως έσωσεν εκείνους, να σώση και αυτόν. – Αλλ’ η μεν πόρνη, απαντά ο Κύριος, ανέβλυζε πηγάς δακρύων· ο δε ληστής, κρεμάμενος εν τω σταυρώ, εκραύγασεν εν πίστει το «Μνήσθητί μου». Αυτός όμως δεν τους μιμείται. – Πρόσδραμε συν δάκρυσι, λέγει τω αμαρτωλώ η Θεοτόκος, αν θέλης να σωθής. – Γνωρίζων ότι είμαι αμαρτωλότερος πάντων ανθρώπων, εντρέπομαι να προσέλθω εις τον Κύριον. Αλλά Συ, Άχραντε Κόρη, ποίησον τον Υιόν Σου ίλεων να με δεχθή εν θερμή πίστει και πόθω. – Χάριν της Μητρός Σου, Υιέ μου, δέξαι τούτον Συ ο τα αιτήματα πληρών πάντων. Σε δυσωπώ, λύτρωσαι τον δούλον σου της κολάσεως. – Αν και δεν είναι άξιος ελέους ο προσφυγών Σοι, αλλά δια τας σεπτάς Σου πρεσβείας, θα τον απαλλάξω της αιωνίου κολάσεως, εάν ποιήση καρπούς μετανοίας. – Υπό τον Άδην υπάρχων, ανεβιβάσθης εις ύψος, ταις προς τον Υιόν μου ικεσίαις, λέγει τω αμαρτωλώ η Θεοτόκος. Πρόσεχε όμως, τω παρατηρεί, μη εμπέσης εις τα πρότερα αμαρτήματα και εμβληθής εις την γέενναν πάλιν. – Προσάγαγε την ικεσίαν μου εις τον Υιόν σου, όπως με σώση τον άσωτον, χαρά του κόσμου, λέγει εις την Θεοτόκον ο αμαρτωλός. – Χαράς αιτία, Υιέ μου φίλτατε, λέγει η Θεοτόκος· δώρησαι την συγχώρησιν των πταισμάτων του, δια να μάθουν πάντες, ότι έχω μεγίστην παρρησίαν εις Σε υπέρ πάντας τους αγίους σου. – Χαράς δοχείον, ω Μήτερ μου, τη Ση δεήσει καμφθείς, δίδωμι άφεσιν εις τον αγνώμονα αυτόν, αλλά μη με έλκη εις οργήν με νέας αμαρτίας. Εγώ είμαι φύσει εύσπλαγχνος. – Και η Θεοτόκος εις τον αμαρτωλόν· Βλέπε, ότι έλαβες ταις ικεσίαις μου, την άφεσιν των εγκλημάτων σου. Αλλά πρόσεχε, όπως ο υπόλοιπός σου βίος είναι θεάρεστος, δια να απολαύσης με τους εκλεκτούς την αιώνιον εν τω Παραδείσω της τρυφής ζωήν.
Εδώ περατούται η δραματική τριλογία. Ο αμαρτωλός, κατόπιν των επιμόνων πρεσβειών της Θεομήτορος, εξάγεται της κολάσεως, εις ην είχεν αποφασισθή, και λαμβάνει και την άφεσιν όλων των μέχρι τότε αμαρτιών του. Ο αναγνώστης θα παρετήρησε δύο κυρίως σημαντικά σημεία της φοβεράς αυτής τριλογίας· την δυσκολίαν της αφέσεως των αμαρτιών εις τον ασώτως και αμετανοήτως διαβιούντα, και την δύναμιν των πρεσβειών της Θεομήτορος. Παρ’ ότι φύσει αγαθός ο Θεός, δεν θεωρεί άξιον συγχωρήσεως τον μη καταβάλλοντα προσπαθείας προς απαλλαγήν εκ των παθών του αμαρτωλόν. Και τα πάθη ταύτα, οι Δαίμονες, δεν εξέρχονται ει μη εν προσευχή και νηστεία και κλαυθμώ.                                                                                                                                                                                                                                                                                  
Εν πάση περιπτώσει, παραμένει δι’ ημάς τους αμαρτωλούς και νεκρούς τοις πάθεσιν, εν μέγιστον κεφάλαιον σωτηρίας – εφ’ όσον αγωνιζόμεθα – η πρεσβεία της «γλυκυτάτης θετής μητρός των Ορθοδόξων Χριστιανών», κατά τον άγιον Νικόδημον τον Αγιορείτην. Ο ποιητής του ασματικού τούτου κανόνος, άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, δια του περιεχομένου και της πλοκής του κανόνος, εξέφρασε το ορθόδοξον φρόνημα περί σωτηρίας και της ισχύος, παρά τω Υιώ Αυτής, των πρεσβειών της Θεοτόκου. Η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, αρχίζει και τελειώνει με την επίκλησιν «Της τιμιωτέρας των Χερουβίμ…», και πάντες οι άγιοι της Εκκλησίας θεωρούν την Θεοτόκον Μαρίαν ως «μετά Θεόν, τα δευτερεία της Τριάδος έχουσαν…». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «εμνήσθην της Θεοτόκου και εσώθη η ψυχή μου». Ο Γεώργιος Νικομηδείας λέγει, ότι ο Χριστός λογίζεται δόξαν ιδικήν του, την δόξαν της Μητρός αυτού. «Την Σην γαρ δόξαν ο Κτίστης, ιδίαν οιόμενος, εκπληροί τας αιτήσεις». «Ελπίδα μου, καταφυγή μου, Μητέρα μου, γράφει ο Μηνιάτης, ένα νεύμα να κάνης δι’ εμέ, εγώ είμαι σεσωσμένος. Κυρία Θεοτόκε Μαρία, όποιος εις Σε ελπίζει είναι αδύνατον να χαθή».                                                                                                                                                                                                                                                                                     
Εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί απονέμομεν λατρευτικήν προσκύνησιν μόνω τω Θεώ. Τιμητικήν δε πάσι τοις αγίοις, και δουλικήν, μόνη και μόνη τη Μητρί του Θεού, με συναισθήματα καθαρώς υιϊκά προς γλυκυτάτην και ημών Μητέρα κατά χάριν. Ω, τι ζημιούνται, όσοι δεν προστρέχουν διαρκώς εις την Θεοτόκον, δεν λέγουν μίαν φοράν τουλάχιστον τους χαιρετισμούς Της και δεν αναγινώσκουν ένα κανόνα από το «Θεοτοκάριον» καθ’ εκάστην! «Πρώτην φοράν, μοι έγραψεν ευσεβής θεολόγος, ακούω ότι πρέπει να αγαπώ την Παρθένον Μαρίαν». Και απήντησα· «Ουδέποτε ανέγνωσας, ότι ο Θεός, παρά πάσαν την παντοδυναμίαν Του, τρία δεν ηδυνήθη να δημιουργήση τελειότερα: την Σάρκωσιν, την Παρθένον, και την μακαριότητα των δικαίων εν τη μελλούση ζωή;».


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όντως, το να προστρέχει κανείς στην Υπεραγία Θεοτόκο κάνει σπουδαία κίνηση, επένδυση στην ευσπλαχνία και παρρησία που έχει προς τον Υιό της. Εκείνος σώζει δια των πρεσβειών της, αλλά αδελφέ μου αν δε κάνεις αγώνα, αν δε πατήσεις κάτω το μεγαλύτερο εχθρό από τους τρεις που έχουμε που είναι ο ίδιος σ εαυτός μας, αν δεν υπακούσεις στο σπόρο του λόγου που βρίσκεται μέσα σου ποτίζοντάς τον με νηστεία, προσευχή, συγχώρηση, αγαθά έργα ώστε να ανδρωθεί δε πρόκειται να καθαριστείς, ούτε να φωτιστείς και να εδραιωθείς στη πίστη ώστε με το έλεος του Θεού να σωθείς.