Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ζήτημα καίριας σημασίας, το οποίο, παρόλο που είναι
αυτονόητο πρόταγμα του Χριστιανισμού, συχνά προσπερνιέται και υποβαθμίζεται. Το
πρόβλημα με τα αμαρτήματα και τα πάθη δεν είναι ότι πλήττουν την ατομική
καθαρότητα, την ατομική ευσέβεια κ.ο.κ. Στην εκκλησιαστική οπτική η προσωπική
συγκρότηση είναι αδιανόητη δίχως την κοινωνία με τον άλλον. Η αγάπη, το
άνοιγμα, με άλλα λόγια, του εγώ στους όχι-εγώ δεν είναι ηθικιστικό καθήκον αλλά
κάτι απείρως περισσότερο. Θεμελιώδης όρος ώστε το ανθρώπινο υποκείμενο να γίνει
αυθεντικό. Αμαρτία, λοιπόν, είναι οι επιλογές που χτίζουν έναν εαυτό
περίκλειστο στον εαυτό του και ανίκανο να ανοιχτεί στον άλλον· Θεό ή άνθρωπο.
Eτσι, λοιπόν, είναι ιδιαιτέρως εύστοχος ο ορισμός που δίνει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής (π. 7ον αι.) στη φιλαργυρία. Είναι, λέει, το πάθος εκείνου που λαμβάνει με χαρά και δίνει με λύπη! Σ' αυτό καθαυτό, δηλαδή, το γεγονός του (ατομικού) πάθους εμπεριέχεται η εργαλειοποίηση του άλλου. Το ίδιο ουσιαστικά λέει και ο Μ. Βασίλειος όταν, για να περιγράψει τους πλεονέκτες, επιστρατεύει μιαν εικόνα περί άπατου πηγαδιού: όπως κάνουν τα ψάρια, έτσι και ο πλεονέκτης καταπίνει στο απύθμενο στομάχι του τους αδύναμους. Είναι αδύνατο ο πλεονέκτης να μη στραφεί κατά του συνανθρώπου του. Γι' αυτό κι ένας έμπειρος ασκητής, ο Ισαάκ Σύρος (7ον αι.), συνιστά: Καλύτερα να κάτσεις παρέα με γύπες, παρά με πλεονέκτη και άπληστο.
Μια τέτοια θεώρηση ανοίγει ένα σπουδαίο κεφάλαιο. Την κριτική στάση όχι μόνο απέναντι στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και ευρύτερα, απέναντι στην κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και τις ταξικές δομές. Ίσως να ακούγεται παράδοξο στις μέρες μας, όμως μια τέτοια ριζοσπαστική ματιά ανήκει στο ίδιο το μεδούλι της εκκλησιαστικής παράδοσης. Στο μύθευμα, π.χ., που καλλιεργούν οι διαπλεκόμενοι με την εκκλησιαστική εξουσία πλουτοκράτες, ότι ο πλουτισμός τους είναι τάχα θέλημα Θεού, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (4ον αι.) αντιτείνει: «Δεν προέρχεται από τον Θεό το ψωμί του πλεονέκτη». Γι' αυτό και υπάρχει ολόκληρο ρεύμα μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα με το οποίο ούτε η ελεημοσύνη, ούτε οι προσφορές στους ναούς αποτελούν κολυμπήθρα του Σιλωάμ ώστε να δικαιώνονται οι τρόποι με τους οποίους συσσωρεύεται ο πλούτος. Αυτό που αξιώνει το εν λόγω ρεύμα είναι η κατάπαυση της εκμετάλλευσης. Ο Μ. Βασίλειος, για παράδειγμα, τον πλεονέκτη τον ταυτίζει με τον «αποστερητή», μ' αυτόν, δηλαδή, που στερεί από τους εργαζομένους τη δίκαιη αμοιβή τους και δεν χορηγεί στους αναγκεμένους τα χρειαζούμενα. Οι δωρεές του στις εκκλησιές δεν μπορούν να γίνονται δεκτές, απλούστατα διότι «δεν πρόκειται να γίνει συμμέτοχος της πλεονεξίας ο Θεός».
Eτσι, λοιπόν, είναι ιδιαιτέρως εύστοχος ο ορισμός που δίνει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής (π. 7ον αι.) στη φιλαργυρία. Είναι, λέει, το πάθος εκείνου που λαμβάνει με χαρά και δίνει με λύπη! Σ' αυτό καθαυτό, δηλαδή, το γεγονός του (ατομικού) πάθους εμπεριέχεται η εργαλειοποίηση του άλλου. Το ίδιο ουσιαστικά λέει και ο Μ. Βασίλειος όταν, για να περιγράψει τους πλεονέκτες, επιστρατεύει μιαν εικόνα περί άπατου πηγαδιού: όπως κάνουν τα ψάρια, έτσι και ο πλεονέκτης καταπίνει στο απύθμενο στομάχι του τους αδύναμους. Είναι αδύνατο ο πλεονέκτης να μη στραφεί κατά του συνανθρώπου του. Γι' αυτό κι ένας έμπειρος ασκητής, ο Ισαάκ Σύρος (7ον αι.), συνιστά: Καλύτερα να κάτσεις παρέα με γύπες, παρά με πλεονέκτη και άπληστο.
Μια τέτοια θεώρηση ανοίγει ένα σπουδαίο κεφάλαιο. Την κριτική στάση όχι μόνο απέναντι στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και ευρύτερα, απέναντι στην κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και τις ταξικές δομές. Ίσως να ακούγεται παράδοξο στις μέρες μας, όμως μια τέτοια ριζοσπαστική ματιά ανήκει στο ίδιο το μεδούλι της εκκλησιαστικής παράδοσης. Στο μύθευμα, π.χ., που καλλιεργούν οι διαπλεκόμενοι με την εκκλησιαστική εξουσία πλουτοκράτες, ότι ο πλουτισμός τους είναι τάχα θέλημα Θεού, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (4ον αι.) αντιτείνει: «Δεν προέρχεται από τον Θεό το ψωμί του πλεονέκτη». Γι' αυτό και υπάρχει ολόκληρο ρεύμα μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα με το οποίο ούτε η ελεημοσύνη, ούτε οι προσφορές στους ναούς αποτελούν κολυμπήθρα του Σιλωάμ ώστε να δικαιώνονται οι τρόποι με τους οποίους συσσωρεύεται ο πλούτος. Αυτό που αξιώνει το εν λόγω ρεύμα είναι η κατάπαυση της εκμετάλλευσης. Ο Μ. Βασίλειος, για παράδειγμα, τον πλεονέκτη τον ταυτίζει με τον «αποστερητή», μ' αυτόν, δηλαδή, που στερεί από τους εργαζομένους τη δίκαιη αμοιβή τους και δεν χορηγεί στους αναγκεμένους τα χρειαζούμενα. Οι δωρεές του στις εκκλησιές δεν μπορούν να γίνονται δεκτές, απλούστατα διότι «δεν πρόκειται να γίνει συμμέτοχος της πλεονεξίας ο Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου