Μηνάς ο θαυμαστός ούτος Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως
Μαξιμιανού εν έτει 296, ων κατά την αρετήν περιβόητος και λάμπων ώσπερ ήλιος.
Πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, προγόνους δε και πατέρα είχεν ασεβείς κατά την
θρησκείαν ειδωλολάτρας· και όμως από τοιούτους γονείς γεννηθείς ο Άγιος
εχρημάτισε δούλος του Χριστού εκλεκτός. Αφού ανετράφη ο Άγιος και ήλθεν εις την
ηλικίαν των ανδρών, απεγράφη εις την τάξιν των στρατιωτών, ευρισκόμενος εις τα
βασιλικά στρατεύματα εις τα Νούμερα (στρατιωτικά τάγματα) τα ονομαζόμενα
Ρουταλικά, υπό τον ηγεμόνα Αργυρίσκον, εν τω Κοτυαείω της Φρυγίας Σαλουταρίας,
το οποίον τώρα τουρκιστί ονομάζεται Κιουτάϊ.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν ο ταξίαρχος Φιρμηλιανός, συνάξας τους στρατιώτας του επήγεν εις την Μπαρμπαρίαν δια να την φυλάττη, εν μέσω δε εκείνων των στρατιωτών ήτο, ως είπον, και ο Άγιος Μηνάς. Διέφερε δε ο Άγιος των άλλων στρατιωτών, όχι μόνον εις το ανάστημα του σώματος, εις την ωραιότητα και εις την ανδρείαν, αλλά και εις την φρόνησιν· δια τούτο ήτο και γνώριμος εις τους πολλούς και είχεν όνομα επαινετόν. Ημέραν τινά, ευθύς ως ήκουσε τας διαταγάς του βασιλέως, δι’ ων παρηγγέλλοντο οι στρατιώται και ωδηγούντο εις το πως να συλλαμβάνωσι τους Χριστιανούς και να τους τυραννώσιν, εμίσησε τοσούτον το ασεβέστατον εκείνο πρόσταγμα, ώστε έρριψε την ζώνην την στρατιωτικήν, η οποία ήτο σημείον κατ’ εκείνον τον καιρόν εις τους στρατιώτας και ανέβη εις το όρος, όπερ ήτο άνωθεν του Κοτυαείου, ένθα ησκήτευε, προκρίνας κάλλιον να κατοική με τα θηρία, παρά να ευρίσκεται με τους εχθρούς του Χριστού ειδωλολάτρας. Εκεί διατρίψας ο Άγιος ικανόν καιρόν, εκαθάρισεν εαυτόν με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς. Αφού δε εστερέωσε και ενεδυνάμωσε την καρδίαν του με τον ένθεον ζήλον του Χριστού και ήναψε την ψυχήν του από την θείαν αγάπην, είδε και αποκάλυψιν, ότι καιρός είναι να μαρτυρήση. Όθεν ημέραν τινά, κατά την οποίαν είχον μεγάλην πανήγυριν οι ειδωλολάτραι, κατέβη από το βουνόν, και σταθείς εν μέσω αυτών ανεκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Και μετά μεγάλης φωνής έκραξε λέγων· «Γνωρίσατε καλά, ότι εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός, αυτά δε άτινα σεις λατρεύετε είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα». Όσοι ήκουσαν την φωνήν ταύτην όλοι συνηθροίσυησαν προς αυτόν να ίδωσι τις είναι, αφήσαντες τους χορούς και τα παιχνίδια της εορτής. Εθαύμαζον δε πως ετόλμησεν ούτος να παρουσιασθή εις τοσούτον πλήθος. Όσοι λοιπόν ήσαν κρυφοί Χριστιανοί εχάρησαν εις την παρρησίαν του Αγίου, οι δε ειδωλολάτραι, σύροντες και δέροντες έφερον τον Άγιον έμπροσθεν του ηγεμόνος της πόλεως, ονόματι Πύρρου, όστις εκάθητο εφ’ υψηλού θρόνου, δια να βλέπη το θέατρον. Ευθύς δε ως είδε τον Άγιον, ηυλαβήθη το σχήμα του και την ηλικίαν του, διότι ήτο τότε ο Άγιος έως πεντήκοντα ετών και είχε πρόσωπον και σχήμα άξιον ευλαβείας. Δια τούτο τον εξήταζε με ημερότητα, πόθεν είναι, τις είναι και από ποίαν θρησκείαν. Προς τούτον ο Άγιος απεκρίθη· «Πατρίδα μεν έχω την Αίγυπτον, καλούμαι δε Μηνάς· ήμην δε και ποτε στρατιώτης· αλλ’ όμως, επειδή είσθε ασεβείς και ειδωλολάτραι, άφησα την τιμήν σας και ήμην εις το όρος κεκρυμμένος Χριστιανός. Τώρα δε ήλθα να παρουσιασθώ ενώπιον πάντων και να ομολογήσω τον Χριστόν μου ως Θεόν αληθινόν, ίνα και αυτός με ομολογήση ως δούλον αυτού εν τη Βασιλεία των ουρανών, καθώς το λέγει και μόνος του· «όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς». Ταύτα ως ήκουσεν ο ηγεμών, μεγάλως οργισθείς προσέταξε να φυλακίσωσι τον Άγιον, ίνα συλλογισθή, πως θα τον θανατώση. Πρωϊας δε γενομένης αφού διελύθη η πανήγυρις της εορτής, διέταξε να εκβάλωσι τον Άγιον από την φυλακήν. Και πρώτον μεν κατήγγειλε μέγα έγκλημα κατά του Αγίου, ότι ετόλμησεν εις τοσούτον πλήθος να είπη τοιούτους λόγους· διότι καταφρόνησιν ιδικήν του είχε την παρρησίαν του Αγίου· έπειτα τον ωνείδιζεν, ότι άφησε την υπηρεσίαν τού βασιλέως. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ναι, ηγεμών· ούτω πρέπει να ομολογώμεν φανερά και παρρησία τον Χριστόν μου, διότι είναι φως και να μη φοβώμεθα, καθώς Εκείνος είπεν, «από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28), αλλά να τον κηρύττωμεν και στόματι και καρδία· διότι και ο Απόστολος Παύλος ούτω μας εδίδαξε λέγων· «Καρδία γαρ πιστεύετε εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείτε εις σωτηρίαν» (Ρωμ. ι:10). Ταύτα ως ήκουσεν ο ηγεμών, λέγει προς αυτόν· «Σε βλέπω, ω Μηνά, ότι δεν είσαι νέος μωρός, ώστε να μη γνωρίζης το συμφέρον σου· ιδού έχεις ηλικίαν γεροντικήν· μη λοιπόν κάμης ως μωρός και καταφρονήσης ταύτην την γλυκυτάτην ζωήν, προτιμών τον θάνατον. Συλλογίσου ως φρόνιμος το καλλίτερον και ελθέ ίνα γίνης συγκοινωνός μεθ’ ημών, έχε δε και την πρώτην σου τάξιν και, αν μας ακούσης, και ο βασιλεύς θέλει σε τιμήσει και οι θεοί θέλουσι σε συγχωρήσει, αν και τους ύβρισες χθες». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος πρώτον μεν εγέλασε δια τους λόγους του ηγεμόνος, έπειτα δε απεκρίθη και είπε· «Δεν είναι κανέν πράγμα, ω ηγεμών, ουδέ καμμία βάσανος ικανή να με χωρίση από την αγάπην του Χριστού μου· και εάν θέλης και με το έργον, κάμε οιανδήποτε παίδευσιν θέλεις και θα σοι οφείλω και χάριτας». Τότε ο Πύρρος με πολύν θυμόν λέγει εις τους στρατιώτας· «Συλλάβετε τον μιαρόν τούτον και τανύσατε αυτόν κατά γης εις τέσσαρα, έπειτα λάβετε νεύρα ωμά βοών και δέρετε αυτόν αλύπητα, έως ου απολαύση εκείνο όπερ ζητεί». Πριν δε ή τελειώση τον λόγον, παρευθύς το πρόσταγμα. Κατ’ εκείνην δε την ώραν έδειξεν ο Άγιος την υπομονήν του και την καρτερίαν του τόσον, ώστε εφαίνετο ότι άλλος επαιδεύετο· μάλιστα δε εφαίνετο όλως ευφραινόμενος· δις και τρις ηλλάχθησαν οι στρατιώται· τοσαύτην δε ανδρείαν έδειξεν, ώστε όλοι εθαύμαζον, όχι τοσούτον εις την πρώτην τόλμην του, όσον εις την τόσην υπομονήν. Φίλος δε τις παλαιός του Αγίου, στρατιώτης και αυτός, ονόματι Πηγάσιος, βλέπων το σώμα του Αγίου ότι μέλλει να σκορπισθή από τας πληγάς, επήγεν ως λυπούμενος προς τον Άγιον και του λέγει· «Δεν βλέπεις, ω άνθρωπε, ότι όλος διελύθης, ότι αι σάρκες σου κολλώνται εις τα λωρία και ότι εις ολίγην ώραν μέλλεις αδίκως να θανατωθής; Ειπέ ότι θυσιάζεις και ο Θεός σου θέλει σε βοηθήσει, διότι δεν το κάμνεις με την θέλησίν σου, αλλά μη θέλων δια τας αφορήτους πληγάς». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος εγύρισε με βλέμμα φοβερόν και του λέγει· «Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. στ:9)· φύγε από εμέ, εχθρέ της αληθείας και ουχί φίλε μου· διότι εγώ εις τον Χριστόν μου εθυσίασα και θέλω θυσιάσει, ο οποίος είναι και βοηθός μου, και ταύτας τας πληγάς με δυναμώνει να τας υποφέρω ως τρυφήν και χαράν». Ταύτα βλέπων ο Πύρρος προσέταξε να τον δέσουν υψηλά τανυστόν εις ξύλον όρθιον και με σιδηρούς όνυχας να ξέωσι δυνατά το σώμα τού Αγίου, έως ου φανώσι και τα εντόσθιά του. Ταύτης της βασάνου γενομένης, είπεν ο θηριώνυμος ηγεμών, περιπαίζων τον Άγιον· «Εγνώρισας εις το σώμα σου, ω Μηνά, ολίγην παίδευσιν δια να φρονιμεύσης ή ακόμη θέλεις να σου προσθέσωμεν και άλλην τιμωρίαν εις χαράν σου και αγαλλίασιν;» Ο Μάρτυς είπεν· «Ω ανόητε, τι συλλογίζεσαι με τοιαύτα παιχνίδια να γυρίσης εμέ από την πίστιν μου ή με τοιαύτας βασάνους να διασείσης τον στερεόν πύργον της ομολογίας μου;» Ταύτα ως ήκουσεν ο Πύρρος διέταξε τους στρατιώτας του περισσότερον να ξέωσι τον Άγιον και προς αυτόν είπεν· «Άφες την κακήν επιμονήν, ω Μηνά, και υποτάγηθι εις τον μεγάλον βασιλέα Μαξιμιανόν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Δια να μη γινώσκης ποίος είναι ο βασιλεύς, τον οποίον ομολογώ εγώ, δια τούτο λέγεις να τον αρνηθώ και να υποταχθώ εις τον φθαρτόν και γήϊνον βασιλέα, αλλ’ εγώ δεν αρνούμαι τον αληθινόν Βασιλέα, όστις δίδει πνοήν και ζωήν εις πάντας τους εν τη γη και έδωκε και έχει εξουσίαν εις τους βασιλείς». Βλέπων ο δικαστής την επιμονήν του Αγίου ηθέλησε να προσελκύση αυτόν εντέχνως εις το θέλημά του· όθεν προσποιούμενος ότι δεν γνωρίζει τι λέγει ο Άγιος, είπε· «Και ποίος είναι αυτός, ω Μηνά, όστις δίδει την εξουσίαν εις τους βασιλείς και είναι και βασιλεύς πάσης κτίσεως;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Ο Ιησούς Χριστός είναι, ο του Θεού Υιός, ο πάντοτε ζων και διαμένων, εις τον οποίον υποτάσσονται πάντα εν τω ουρανώ και εν τη γη». Ο δικαστής είπε· «Και δεν ηξεύρεις, ω Μηνά, ότι δι’ αυτό το όνομα όπου λέγεις οργίζονται οι βασιλείς και προστάσσουσι να σας τιμωρώμεν ανηλεώς;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Αν οργίζωνται οι βασιλείς, εμέ δεν με λυπεί, ουδέ τους συλλογίζομαι· ένα σκοπόν έχω· να αποθάνω εις την καλήν ταύτην ομολογίαν. Διότι, ως λέγει και ο Απόστολος Παύλος, «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. η:35). Ταύτα μεν ο Άγιος έλεγεν· ο δε τύραννος περισσότερον ωργίσθη και προστάσσει τους στρατιώτας να λάβωσι τριχίνους σάκκους, να τρίβωσι δυνατά το σώμα του Αγίου το εξεσμένον. Τούτου δε γενομένου ο Άγιος έλεγε· «Σήμερον αποδύομαι τους δερματίνους της αμαρτίας χιτώνας και ενδύομαι το φωτεινόν ένδυμα της Βασιλείας του Θεού». Πάλιν ο δικαστής, βλέπων ότι και ταύτην την βάσανον ο Άγιος ως παίγνιον υπολαμβάνει, προσέταξε να λάβωσι λαμπάδας ανημμένας και να κατακαίωσι κύκλωθεν το σώμα του Αγίου. Αλλά και εις αυτήν την βάσανον ο Άγιος έλεγεν: «Έχω τον Χριστόν μου βοηθόν, όστις είπε να μη φοβώμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι». Ταύτα ακούων ο δικαστής και βλέπων ότι δεν δύναται με άλλην βάσανον να ελκύση τον Άγιον προς αυτόν, προσέταξε να τον καταβιβάσωσιν από το ξύλον και να τον οδηγήσωσιν έμπροσθέν του· έπειτα του λέγει· «Ειπέ μοι, ω Μηνά, πόθεν σοι ήλθε η τοσαύτη σοφία των γραμμάτων, να αποκρίνεσαι ούτως, συ όστις ως στρατιώτης, ήσο συνειθισμένος εις πολέμους και φόνους;» Ο δε Άγιος, σοφιζόμενος υπό της Χάριτος του Θεού, απεκρίθη· «Ο Θεός μου, η αληθής σοφία του Πατρός, αυτός με εσόφισεν, ω δικαστά, να ελέγξω την αθεότητά σου. Διότι αυτός ούτως είπε· όταν υπάγητε έμπροσθεν βασιλέων και τυράννων δια το όνομά μου, μη μεριμνήσητε πως ή τι λαλήσητε· διότι θέλει δοθή εις ημάς, εν εκείνη τη ώρα, σοφία «η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ πάντες αντιστήναι οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα: 15). Ο ηγεμών είπε· «Εγνώριζεν ο Χριστός σας ότι μέλλετε οι Χριστιανοί να τινωρήσθε από ημάς;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Επειδή είναι Θεός αληθής βεβαίως το εγνώριζε. Διότι είναι και καρδιογνώστης των ανθρώπων και προγνώστης των μελλόντων, εξ ου τα πάντα εγένοντο». Προς ταύτα ο δικαστής μη δυνάμενος να απαντήση είπεν· «Άφες τας ματαιολογίας και περισσολογίας, ω Μηνά, και έκλεξον εν εκ των δύο· ή την του Χριστού σου ομολογίαν ή την μεθ’ ημών διαγωγήν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Με τον Χριστόν μου και ήμην και είμαι και θα είμαι πάντοτε». Ο δικαστής είπε· «Σε λυπούμαι, ω Μηνά, να σε θανατώσω, τοιούτον άνθρωπον όντα· όμως έχε άδειαν δια μίαν ώραν να συλλογισθής το συμφερώτερόν σου». Ο Άγιος απεκρίθη· «Και δέκα έτη αν με αφήσης, ω δικαστά, εγώ άλλην βουλήν δεν μεταβουλεύομαι, μόνον τούτο ηξεύρω: να κηρύττω τον Χριστόν μου Θεόν αληθινόν, τους θεούς σας να τους ονομάζω, ως είναι, ξύλα κωφά και αναίσθητα και δαίμονες μάλλον ειπείν ακάθαρτοι ή θεοί». Τότε ο δικαστής, πολύ θυμωθείς, προσέταξε να ρίψωσιν εις την γην τριβόλια σιδηρά και επ’ αυτών να σύρωσι τον Άγιον γυμνόν επί ώραν ικανήν. Αλλ’ ο τρισόλβιος ύβριζε τους θεούς του. Ο δε ηγεμών, έτι πλέον οργιζόμενος, πάλιν προσέταξε με ράβδους ακανθώδεις να τον κτυπώσιν εις τον αυχένα και άλλοι να του δίδωσι ραπίσματα εις το πρόσωπον λέγοντες· «Τίμα τους θεούς και τους βασιλείς». Ταύτα πάντα ο Άγιος πάσχων έχαιρε ψάλλων· «Παρανόμους εμίσησα τον δε νόμον σου ηγάπησα» (Ψαλμ. ριη΄ 113). Εις δε εκ των στρατιωτών του ηγεμόνος, ονόματι Ηλιόδωρος, παρεστώς εκεί και βλέπων την τοσαύτην καρτερίαν του Αγίου, θέλων να φανή προς τον ηγεμόνα ως σύμβουλος καλός, του λέγει· «Αυθέντα, νομίζω ότι και σεις γνωρίζετε, ότι αυτό το μιαρόν γένος των Χριστιανών είναι πολύ φιλόνεικον και επίμονον και δεν καταπείθεται ευκόλως· όμως δια να απαλλαγής από τοιαύτην φροντίδα και αυτός να λάβη το πρέπον τέλος, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσωσι». Ταύτα ως ήκουσεν ο δικαστής, βλέπων δε το αμετάθετον του Αγίου, έγραψε την απόφασιν ούτως· «Μηνάν τον Αιγύπτιον, όστις ύβρισε τους μεγάλους θεούς, προστάσσω να τον αποκεφαλίσωσι». Ταύτης της αποφάσεως εξενεχθείσης, πολλοί φίλοι του Αγίου προσελθόντες τον εκολάκευον λέγοντες· «Μη μας καταφρονήσης, ω Μηνά, ενθυμήθητι τους φίλους σου, τους οικείους σου, την τιμήν σου· μη προκρίνης τον θάνατον και καταφρονής την γλυκυτάτην ταύτην ζωήν· μετενόησον, να σε έχωμεν πάλιν το καύχημά μας». Τοιαύτα και άλλα πλείονα έλεγον οι στρατιώται, νομίζοντες ότιθα δυνηθούν να μεταβάλουν τον σκοπόν του Αγίου. Αλλ’ ο Μάρτυς, ως δηλητήριον εχίδνης υπολαμβάνων τους τοιούτους λόγους των στρατιωτών, είπε· «Φύγετε απ’ εμού, θεομάχοι, και μάλλον τον εαυτόν σας καθοδηγήσατε, να επιστραφήτε από την πλάνην των ειδώλων· διότι εις ολίγον καιρόν παρέρχεται αύτη η πρόσκαιρος ζωή και θέλετε κληρονομήσει την ατελεύτητον κόλασιν και σεις και οι βασιλείς σας και οι άρχοντές σας». Τότε ιδόντες οι στρατιώται ότι δεν είναι δυνατόν να μεταστρέψωσι την γνώμην του Αγίου, τον έλαβον και τον ωδήγησαν έξω της πόλεως να τον αποκεφαλίσωσι. Πορευόμενος δε ο Άγιος είδε τινάς φίλους του, κεκρυμμένους Χριστιανους, και τους λέγει κρυφίως· «Σας παρακαλώ, μετά τον θάνατόν μου να λάβητε το σώμα μου να το υπάγητε εις την πατρίδα μου την Αίγυπτον». Φθάσας ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και δεόμενος έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα και Θεέ, ότι με κατηξίωσας να γίνω κοινωνός των παθημάτων σου· ότι δεν με παρέδωκας εις τα θηρία τα ανήμερα να με κερδήσωσιν· ότι με εφύλαξας έως νυν καθαρόν εις την ομολογίαν σου· αλλά και νυν, δέομαί σου και Σε ικετεύω, παράλαβε την ψυχήν μου εις την Βασιλείαν σου και δος την Χάριν σου και την βοήθειάν σου εις εκείνους οίτινες θα με επικαλούνται». Ταύτα ειπών ο Άγιος και κλίνας το γόνυ απετμήθη την κεφαλήν, κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Μετά δε την αποτομήν της κεφαλής, λαβόντες ταύτην και το άλλο σώμα οι ειδωλολάτραι, παρέδωκαν εις το πυρ· και η μεν ψυχή του Αγίου επορεύθη εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους αναπαύσεως, εις χείρας Θεού ζώντος· το δε τίμιον και άγιον αυτού σώμα, παραδοθέν εις το πυρ, μέρος μεν κατεκάη, μέρος δε έμεινε, το οποίον τινές των κεκρυμμένων Χριστιανών και φίλων του Αγίου, λαβόντες κατά την παραγγελίαν του, δια μύρων και οθονίων εντυλίξαντες, απεκόμισαν εις την Αίγυπτον. Έλαβε δε Χάριν παρά Κυρίου ο Άγιος να ποιή εξαίσια θαύματα και να βοηθή τους εν ανάγκαις ευρισκομένους, από τα οποία θαύματα θα γράψωμεν ενταύθα ολίγα τινά προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων. Χριστιανός τις εκ Κωνσταντινουπόλεως, απελθών δια την πανήγυριν του Αγίου τούτου Μηνά, κατέλυσεν εις ξενοδοχείον· ο δε ξενοδόχος, γνωρίσας ότι ο ξένος είχε χρήματα, ηγέρθη κατά το μεσονύκτιον και εφόνευσεν αυτόν· είτα κατακόψας όλα τα μέλη του σώματός του, έβαλεν αυτά εντός σπυρίδος (ζεμπιλίου) και τα εκρέμασε προσμένων να εξημερώση. Ενώ λοιπόν ο φονεύς ήτο εις αγώνα και μέριμναν, πως, που και πότε να υπάγη να κρύψη τα μέλη του φονευθέντος, δια να μη τον αντιληφθή τις, ιδού φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Μηνάς, έφιππος ως στρατιώτης, και τον εξετάζει τι έγινεν ι εκεί καταλύσας ξένος· ο δε φονεύς βεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε. Τότε ο Άγιος, καταβάς από τον ίππον, εμβήκεν εις το ενδότερον της οικίας και ευρών την σπυρίδα και καταβιβάσας αυτήν, βλέπει τον φονέα με φοβερόν και άγριον βλέμμα και λέγει· «Ποίος είναι ούτος;» Ο δε φονεύς, από τον φόβον του γενόμενος άφωνος ως εκστατικός, έρριψεν εαυτόν πτώμα ελεεινόν εις τους πόδας του Αγίου· ο δε Άγιος συναρμόσας όλα τα μέλη του φονευθέντος και προσευχηθείς, ανέστησε τον νεκρόν και είπεν εις αυτόν· «Δος δόξαν εις τον Θεόν». Ο δε νεκρός αναστηθείς ως εξ ύπνου και συλλογισθείς τα όσα έπαθεν από τον ξενοδόχον και πως ανεζωώθη πάλιν, εδόξασε τον Θεόν και ηυχαρίστει και προσεκύνει τον φαινόμενον στρατιώτην, όστις τον ανέστησεν. Αφού δε ο φονεύς εσηκώθη επάνω, επήρεν ο Άγιος από αυτόν τα χρήματα και τα έδωκεν εις τον αναστηθέντα άνθρωπον, λέγων προς αυτόν· «Ύπαγε, αδελφέ, εις την οδόν σου». Στραφείς δε προς τον φονέα έδειρεν αυτόν, καθώς του έπρεπε· κατόπιν νουθετήσας και προς τούτοις συγχωρήσας το σφάλμα του και υπέρ αυτού προσευχηθείς, ίππευσε και έγινεν άφαντος. Τότε εγνώρισεν εκείνος ότι ο Άγιος Μηνάς ήτο ο φανείς, εις του οποίου την πανήγυριν επήγαινεν ο ξένος εκείνος να προσκυνήση. Άλλος τις Χριστιανός πλούσιος υπεσχέθη να κάμη δίσκον αργυρούν εις την Εκκλησίαν του Αγίου· πορευθείς δε εις τον χρυσοχόον, είπεν εις αυτόν να κατασκευάση δύο δίσκους και να γράψη επάνω εις τον ένα το όνομα του Αγίου και εις τον άλλον το όνομα το ιδικόν του. Αφού δε κατεσκεύασεν αμφοτέρους, επειδή ο δίσκος του Αγίου εφαίνετο λαμπρότερος και ωραιότερος, ο Χριστιανός εκείνος εκράτησε δι’ εαυτόν τον δίσκον του Αγίου, χωρίς να συλλογισθή την επιγραφήν την οποίαν είχε και το όνομα του Αγίου. Ταξιδεύων δε εις την θάλασσαν, ενώ εδείπνει, έφερεν ο υπηρέτης εις την τράπεζαν τον δίσκον του Αγίου πλήρη από φαγητά· ο δε αναίσθητος εκείνος και ανευλαβής Χριστιανός έτρωγεν από τα φαγητά του δίσκου χωρίς καμμίαν ευλάβειαν. Αφού δε εσηκώθη η τράπεζα, επήρεν ο υπηρέτης τον δίσκον δια να πλύνη αυτόν εις την θάλασσαν, παρασυρθείς όμως ο δίσκος από τας χείρας του υπηρέτου, έπεσεν εις τον βυθόν της θαλάσσης· ο δε υπηρέτης, σύντρομος γενόμενος και πολύ φοβηθείς, προς τούτοις δε και όλος καταναρκωθείς και χαυνωθείς, θέλων να τον αρπάση, έπεσε και αυτός εις την θάλασσαν. Τούτο βλέπων ο αυθέντης του και ελεεινολογών εαυτόν έλεγεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άθλιον! Διότι επιθυμήσας τον δίσκον του Αγίου, ιδού μετά του δίσκου έχασα και τον δούλον μου. Αλλά εις σε, Κύριε Θεέ μου, υπόσχομαι, ότι αν εύρω μόνον το λείψανον του δούλου μου, θέλω δώσει εις τον Μάρτυρά σου Άγιον Μηνάν μετά του άλλου τούτου δίσκου και την τιμήν την οποίαν είχεν ο καταβυθισθείς του Αγίου δίσκος». Εξελθών λοιπόν από το πλοιάριον έβλεπεν εις την παραθαλασσίαν, προσμένων και ελπίζων να ίδη το ζητούμενον νεκρόν σώμα του δούλου του. Ενώ δε επρόσεχεν επιμελώς, ω του θαύματος! βλέπει τον υπηρέτην του ζώντα, όστις εξήρχετο από την θάλασσαν και κρατών εις τας χείρας του τον του Αγίου δίσκον· βλέπων δε αυτόν εξεπλάγη· όθεν έκραξε με μεγάλην φωνήν, κηρύττων το θαύμα του Αγίου. Οι δε επιβαίνοντες εις το πλοίον εξήλθον όλοι έξω και βλέποντες τον δούλον κρατούντα εις τας χείρας τον δίσκον εθαύμαζον πολύ και εδόξαζον τον Θεόν, ηρώτησαν δε αυτόν με τι τρόπον ελυτρώθη από την θάλασσαν. Ο δε δούλος διηγήθη λέγων· «Ευθύς άμα έπεσα εις την θάλασσαν, ήλθον τρεις άνθρωποι ωραίοι την όψιν, εκ των οποίων ο μεν εις, ο μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν, ήτο ενδεδυμένος με στρατιωτικήν στολήν, ο άλλος ήτο νέος ωραίος και ο τρίτος Διάκονος. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι με επήραν από τον βυθόν της θαλάσσης και περιπατήσαντες μετ’ εμού χθες και σήμερον, ήλθομεν έως εδώ». Το θαύμα τούτο διεφημίσθη πανταχού και ένεκα τούτου μεγαλύνεται έως την σήμερον ο Χριστός, ο ούτω δοξάζων τους Αγίους του. Οι τρεις δε εκείνοι άνθρωποι, οίτινες εφάνησαν τότε και έσωσαν τον δούλον από τον βυθόν της θαλάσσης, ήσαν ο μεν μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν ο Άγιος Μηνάς, ο νέος ο Άγιος Βίκτωρ και ο Διάκονος ο Άγιος Βικέντιος, οι οποίοι εμαρτύρησαν και αυτοί κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, ήτοι ο μεν Άγιος Βίκτωρ κατά την 11ην Νοεμβρίου του έτους ρξ΄ (160), ο Άγιος Βικέντιος την 11ην Νοεμβρίου του έτους σλε΄ (235) και ο Άγιος Μηνάς την 11ην Νοεμβρίου του έτους 296, τιμώνται δε και οι τρεις κατά την σημερινήν ημέραν. Και γυνή τις ερχομένη εις τον Ναόν του Αγίου εβιάσθη καθ’ οδόν από τινα εις αισχράν πράξιν· όθεν επεκαλέσθη τον Άγιον να την βοηθήση· ο δε Άγιος δεν παρέβλεψεν αυτήν, αλλά και ταύτην εφύλαξε καθαράν και αμόλυντον και τον βιαστήν επόμπευσε και εθεάτρισε με τοιούτον τρόπον. Ο βιαστής δηλαδή εκείνος, δέσας το άλογόν του εις τον πόδα του, εβίαζε την γυναίκα· το δε άλογον ηγριώθη εναντίον του αυθέντου του, ώστε ουχί μόνον από την άτοπον πράξιν αυτόν ημπόδισεν, αλλά και έσυρεν αυτόν κατά γης και δεν εστάθη ειμή αφού έφθασεν εις τον Ναόν του Αγίου· εκεί δε με πολλάς και μεγάλας φωνάς εχρεμέτιζεν. Όθεν ηνάγκασε πολλούς ανθρώπους, οίτινες ήσαν τότε εκεί δια την εορτήν, να εξέλθωσιν έξω δια να ίδωσι τι συνέβαινε. Προσέτρεχε δε εις την Εκκλησίαν του Αγίου και άλλο πλήθος πολύ Χριστιανών. Ο δε δυστυχής εκείνος βλέπων αφ’ ενός μεν την συνάθροισιν του λαού και αφ’ ετέρου ότι ο ίππος εξηγριούτο κατ’ αυτού περισσότερον, και ότι δεν εβοηθείτο υπ’ ουδενός, εφοβήθη μήπως πάθη από τον ίππον κανέν κακόν μεγαλύτερον. Όθεν εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν έμπροσθεν όλων την αμαρτίαν του και ευθύς εστάθη ο ίππος με ημερότητα. Λύσας λοιπόν τον πόδα του από τον ίππον, εμβήκεν εις τον Ναόν του Αγίου και προσπεσών εις την αγίαν εικόνα του παρεκάλει αυτόν να μη τον αφήση να λάβη άλλοτε τοιούτον ή άλλον πειρασμόν. Άλλοτε πάλιν προσέμειναν εις τον Ναόν του Αγίου χωλός τις και γυνή άλαλος μετ’ άλλων πολλών ασθενών, δια να λάβωσιν ιατρείαν από τον Άγιον· κατά δε το μεσονύκτιον, ενώ όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, φαίνεται ο Άγιος εις τον χωλόν και του λέγει· «Τώρα, που είναι ησυχία, ύπαγε και κράτησον το επανωφόριον της βωβής γυναικός και θέλεις ιατρευθή». Απελθόντος δε του χωλού και πιάσαντος το επανωφόριον της βωβής, ευθύς εκείνη ταραχθείσα εφώναξε, κατηγορούσα τάχα τον χωλόν και με τον νόστιμον τούτον τρόπον ελύθη η γλώσσα της· ο δε χωλός πάλιν, εντραπείς από τα λόγια της βωβής, ευθύς εσηκώθη εις τους πόδας και ήρχισε να φεύγη. Γνωρίσαντες δε και οι δύο το εις αυτούς γενόμενον χαριέστατον θαύμα παρά του Αγίου, εδόξασαν τον Θεόν. Εβραίος τις, έχων φίλον Χριστιανόν, πολλάκις ενεπιστεύετο και άφηνεν εις αυτόν χρήματα ικανά, όταν έμελλε να υπάγη εις τόπον μακρινόν. Εις τούτον λοιπόν αφήκε μίαν φοράν παρακαταθήκην βαλάντιον με πεντακόσια νομίσματα· ο δε Χριστιανός έβαλε κατά νουν να αρνηθή την παρακαταθήκην αυτήν του Εβραίου, το οποίον και έθεσεν εις πράξιν. Ότε λοιπόν ήλθεν ο Εβραίος και εζήτησε τα χρήματά του, καθώς είχε συνήθειαν, ο Χριστιανός δεν έδιδε ταύτα προς αυτόν λέγων· «Συ δεν άφησες τίποτε εις εμέ κατά την φοράν ταύτην και τι ζητείς απ’ εμού;» Ο δε Εβραίος ανελπίστως ακούσας τούτο άλλος εξ άλλου έγινεν· ελθών δε εις εαυτόν, λέγει προς τον Χριστιανόν· «Άλλο δεν θέλει γίνει παρά όρκος δια να διαλύση την αμφιβολίαν ταύτην, επειδή και δεν ήτο κανείς μάρτυς παρών ότε σου παρέδωκα τα χρήματά μου, επειδή είχον εμπιστοσύνην ότι είσαι πιστός και αληθής άνθρωπος». Εζήτει όθεν ο Εβραίος να αποδειχθή δια μέσου του Αγίου Μηνά εκείνος όστις δεν αληθεύει. Επήγαν λοιπόν και οι δύο συμφώνως εις τον Ναόν του Αγίου Μηνά και παρευθύς ο Χριστιανός χωρίς αργοπορίαν εποίησεν όρκον και εβεβαίωσε την άρνησιν της παρακαταθήκης· αφού δε ο όρκος ετελείωσεν, εξήλθον και οι δύο από τον Ναόν και ίππευσαν, ο δε ίππος του Χριστιανού ητάκτει και εξηγριούτο εναντίον του αυθέντου του και δαγκάνων τον χαλινόν εφοβέριζεν, ότι θέλει προξενήσει εις τον αναβάτην του πικρόν θάνατον. Και κατά μεν το παρόν έρριψεν αυτόν εις την γην, πλην δεν τον έβλαψεν εις το σώμα· εχάθη δε μόνον το μανδήλιόν του ομού με το κλειδίον και την χρυσήν σφραγίδα του. Έπειτα πάλιν ιππεύσας επορεύετο μετά του Εβραίου, ο οποίος μη υποφέρων την ζημίαν, ελυπείτο πολύ καθ’ οδόν και εστέναζεν από βάθους καρδίας. Ενώ δε επορεύοντο εις την οδόν, θέλων ο Εβραίος να πιάση με το καλόν τον Χριστιανόν, μήπως μεταμεληθή και επιστρέψη τα χρήματα, λέγει προς αυτόν· «Επειδή ο τόπος ούτος, ω φίλε, είναι επιτήδειος, ας καταβώμεν από τα άλογα και ας φάγωμεν άρτον». Ότε όμως ήρχισαν να τρώγωσιν, ιδού μετ’ ολίγον βλέπει ο Χριστιανός τον δούλον του ελθόντα και κρατούντα δια μεν της μιας χειρός το βαλάντιον του Εβραίου, δια δε της άλλης το κλειδίον και το μανδήλιόν του· ιδών δε αυτά εξεπλάγη και είπε προς τον δούλον του· «Τι είναι τούτο;» Ο δε δούλος απεκρίθη· «Φοβερός τις ιππεύς ήλθεν εις την κυρίαν μου και δίδων εις αυτήν το κλειδίον με το μανδήλιόν σου, είπε: «Στείλε με ταχύτητα μεγάλην το βαλάντιον του Εβραίου, ίνα μη κινδυνεύση ο ανήρ σου». Όθεν εγώ λαβών τούτο από την κυρίαν μου ήλθον προς σε, καθώς προσέταξας». Τότε ο Εβραίος περιχαρής γενόμενος επέστρεψε μετά του Χριστιανού εις τον Ναόν και αυτός μεν παρεκάλει ίνα βαπτισθή, ο δε Χριστιανός εζήτει να λάβη συγχώρησιν δια τον ψευδή όρκον, τον οποίον εποίησε και παρώργισε τον Θεόν. Όθεν και οι δύο έλαβον εκείνο το οποίον εζήτησαν· και ο μεν Εβραίος έλαβε το Άγιον Βάπτισμα, ο δε Χριστιανός έλαβε την του όρκου συγχώρησιν και ούτως επέστρεψαν εις τα ίδια χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν. Κατά το έτος αωκστ΄ (1826), την εποχήν εκείνην του τρόμου και των σφαγών, καθ’ ην κατά πολλούς τρόπους επεβουλεύετο η ζωή των Χριστιανών, οι Τούρκοι του Ηρακλείου Κρήτης ενόμισαν ότι η καταλληλοτέρα περίστασις, ίνα κορέσωσι την φανατικήν αυτών μανίαν κατά των Χριστιανών, ήτο η ημέρα του Πάσχα, ιη΄ (18η) Απριλίου, ότε θα εύρισκον αυτούς συνηγμένους επί το αυτό εις τον Ιερόν Ναόν της Μητροπόλεως, τιμώμενον επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, και θα τους κατελάμβανον απαρασκεύους και ανικάνους να υπερασπίσωσιν εαυτούς. Ίνα δε παραπλανήσωσι την προσοχήν της εγχωρίου Διοικήσεως έβαλον πυρ εις διάφορα μέρη της πόλεως και προεκάλεσαν πυρκαϊάν εις συνοικίας μεμακρυσμένας της Μητροπόλεως. Και ήδη, αρξαμένης της ιεράς Λειτουργίας, ανεγινώσκετο το Ευαγγέλιον, ότε τα μανιώδη στίφη είχον περικυκλώσει τον Ιερόν Ναόν και ήσαν έτοιμα να ορμήσουν και αρχίσουν το αποτρόπαιον της σφαγής έργον. Αλλ’ αίφνης πολιός τις γέρων εμφανίζεται μεταξύ αυτών έφιππος περιτρέχων τον Ναόν και μετά γυμνού τού ξίφους αποδιώκων αυτούς. Ευθύς δε οι βάρβαροι περιδεείς ετράπησαν εις φυγήν, καταληφθέντες υπό φόβου ακατανοήτου, και ούτως εματαιώθη το καταχθόνιον αυτών σχέδιον δια της προστασίας του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, όστις ενεφανίσθη υπό το πρόσωπον του πολιού γέροντος. Οι δε επιδραμόντες Τούρκοι λόγω του νυκτερινού σκότους και της συγχύσεως αυτών εξέλαβον τον Άγιον ως τον πρώτον των προκρίτων, αποσταλέντα προς ματαίωσιν της σφαγής υπό του Διοικητού της πόλεως, προς τον οποίον διεμαρτυρήθησαν ακολούθως. Ουδέν όμως ούτος εγνώριζε σχετικώς, ο δε πρώτος των προκρίτων διεπιστώθη ότι δεν είχεν απομακρυνθή την νύκτα εκείνην του οίκου του. Εννόησαν όθεν τότε ότι επρόκειτο περί θαυματουργικής επεμβάσεως του Πολιούχου Αγίου Μηνά, κατέστησαν δε γνωστόν το θαύμα οι ίδιοι οι Τούρκοι. Έκτοτε ούτοι κατείχοντο υπό δέους και ευλαβείας απέναντι του Αγίου, τινές δε εξ αυτών προσέφερον ετησίως διάφορα δώρα εις τον Ναόν αυτού. Επί τη ευεργετική ταύτη θαυματουργία του Αγίου, συσκέψεως γενομένης κατόπιν μεταξύ των Επισκόπων Αρκαδίας Μαξίμου, Σητείας Μελετίου και Πέτρας Δωροθέου, εθεσπίσθη όπως ενιαυσίως τελήται εορτή τη Τρίτη της Διακαινησίμου προς δόξαν του Αγίου και διαιώνισιν του θαύματος, ήτις και τελείται εις τον παλαιόν Μητροπολιτικόν Ναόν, ένθα εγένετο το θαύμα. Κατά την εορτήν ταύτην, θεωρουμένην ως δευτέραν ετησίαν εορτήν του πολιούχου του Ηρακλείου Αγίου Μηνά, εκτίθεται εις προσκύνησιν ευθύς από του Εσπερινού το εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν φυλασσόμενον τίμιον και άγιον αυτού λείψανον. Ακούσατε όμως και άλλο θαύμα φοβερώτατον, το οποίον ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς ετέλεσεν εις τας ημέρας μας και του οποίου τα ευεργετικά αποτελέσματα απολαμβάνομεν όλοι οι Έλληνες, ακόμη δε και όλος ο κόσμος εκείνος, όστις ευρίσκετο τότε παρά το πλευρόν της δοκιμαζομένης πατρίδος μας. Όλοι γνωρίζομεν εις ποίαν δεινήν θέσιν ευρέθη η Ελλάς κατά την περίοδον του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου των ετών 1939 – 1946. Κατά την εποχήν εκείνην υποστάσα η Ελλάς την επίθεσιν των ασυγκρίτως μεγαλυτέρων δυνάμεων του άξονος, επολέμησε μεν ερρωμένως, και εφ’ όσον εμάχετο εναντίον των Ιταλών αντεπεξήρχετο νικηφόρως, όταν όμως επετέθησαν εναντίον αυτής και αι σιδηρόφρακτοι στρατιαί των Γερμανών του Χίτλερ, τότε αύτη εκάμφθη και κατεκτήθη υπό των εχθρών της Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων και Αλβανών και διεμελίσθη, διαμοιρασθείσα μεταξύ αυτών, είναι δε γνωστά τα αφάνταστα μαρτύρια, τα οποία υπέστησαν οι Έλληνες από τους βαρβάρους αυτούς κατακτητάς κατά την περίοδον εκείνην. Τότε ολίγος στρατός Ελληνικός διαφυγών την αιχμαλωσίαν διεπεραιώθη εις την Αίγυπτον, την πατρίδα του Αγίου Μηνά, και εκεί απετέλεσε τον πυρήνα του ανασυσταθέντος Ελληνικού στρατού, εκείθεν δε συνέχισε τον αγώνα του δια την απελευθέρωσιν της σκλαβωμένης πατρίδος. Και τις από ημάς δεν ενθυμείται μετά δέους την περίοδον εκείνην του φόβου και του τρόμου, κατά την οποίαν αι στρατιαί του Χίτλερ, με αρχηγόν τον περιβόητον εκείνον Ρόμμελ, καταλαβούσαι ολόκληρον σχεδόν την βόρειον Αφρικήν εβάδιζαν και κατά της Αλεξανδρείας; Και τις δεν ενθυμείται την περιώνυμον εκείνην μάχην του Ελ Αλαμέϊν του έτους 1942, κατά την οποίαν αι συμμαχικαί δυνάμεις, μεθ’ ων συνεμάχοντο και οι ολίγοι ελεύθεροι Έλληνες, ανέκοψαν την προέλασιν του Ρόμμελ και κατανικήσασαι τας δυνάμεις αυτού έτρεψαν αυτούς εις φυγήν και κατεδίωξαν έως ου άπαντας τους εχθρούς συνέλαβον αιχμαλώτους; Τις έτι δεν ενθυμείται ότι συνεχισθέντος από τότε του αγώνος εναντίον των τέως πανισχύρων εχθρών κατεβλήθησαν ούτοι τελείως εντός δύο ετών απελευθερωθεισών μαζί με την πατρίδα μας, την Ελλάδα, και όλων των χωρών εκείνων τας οποίας είχον καταλάβει οι τύραννοι; Και ποίος δεν γνωρίζει ότι, εάν δεν είχε γίνει η θαυμασία εκείνη μεταστροφή του πολέμου εις το Ελ Αλαμέϊν θα είμεθα σήμερον αιχμάλωτοι και δούλοι των εχθρών μας; Τις έκαμε το μεγάλον αυτό θαύμα; Τις άλλος από τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, τον προστάτην μας, και ακούσατε δια να λάβητε πολλήν την αγαλλίασιν. Το όνομα του Ελ Αλαμέϊν είναι Αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά, έλαβε δε το όνομα τούτο διότι εκεί, εις το Ελ Αλαμέϊν, υπάρχει Ναός του Αγίου Μηνά, λέγεται δε ότι εκεί υπήρξε και ο τάφος του Αγίου. Εις τον Ναόν αυτόν του Αγίου Μηνά προσέτρεχον επί αιώνας ολοκλήρους προσκυνηταί από όλας τας παραμεσογείους χώρας και πλείστα θαύματα επετελούντο δια της χάριτος του Αγίου, σώζονται δε μάλιστα μέχρι σήμερον εις τα ερείπια του αρχαίου αυτού Ναού πολλαί παραστάσεις των διαφόρων θαυμάτων του Αγίου· μία μάλιστα εκ των παραστάσεων αυτών εικονίζει τον Άγιον Μηνάν οδηγούντα καμήλους καραβανίου τινός, το οποίον διέσωσεν από βέβαιον κίνδυνον. Όταν λοιπόν αι στρατιαί του Ρόμμελ εβάδιζον κατά της Αλεξανδρείας έφθασαν και εις το Ελ Αλαμέϊν, εις το οποίον εστρατοπέδευσαν την νύκτα εκείνην και την πρωϊαν ητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά της πόλεως. Ο κόσμος ολόκληρος και περισσότερον ημείς οι υπόδουλοι τότε Έλληνες υπό δέους συνεχόμενοι ανεμέναμεν ως βεβαίαν την πτώσιν αυτής, μαζί με την οποίαν θα εχάναμεν και τας τελευταίας ελπίδας της απελευθερώσεώς μας ως και αυτά τα τελευταία υπολείμματα του ελευθέρου στρατού μας. Όμως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς δεν αφήκε να γίνη η ολοκληρωτική αυτή καταστροφή, διότι ως Έλλην και αυτός Αιγυπτιώτης συνεπόνεσε τους πάσχοντας Έλληνας και τους συμμάχους αυτών και το μεσονύκτιον, καθ’ ην στιγμήν επρόκειτο να αρχίση η μάχη, ω εξαισίου θαυματουργήματος! Βλέπουν τινές ευσεβείς τον Άγιον Μηνάν εξερχόμενον εκ των ερειπίων του Ναού αυτού και οδηγούντα καμήλους, ως ακριβώς εν τη προρρηθείση τοιχογραφία εικονίζετο, εισχωρούντα δε ομού με αυτάς εις το στρατόπεδον των εχθρών. Είναι αδύνατον να περιγράψη τις τον πανικόν όστις κατέλαβεν από της ώρας εκείνης τους τέως πανισχύρους και αηττήτους εχθρούς, καθώς επίσης απερίφραπτος τυγχάνει η έκτασις της καταστροφής αυτών. Αρκεί δε μόνον να είπωμεν ότι από της ώρας εκείνης εσήμανε το τέλος της παντοδυναμίας αυτών και εντός ολίγου χρόνου κατενικήθησαν τελείως, απελευθερωθείσης ούτω και της ημετέρας πατρίδος. Το θαύμα τούτο εκτιμώντες και αυτοί οι αλλόδοξοι σύμμαχοι προσέφερον εις το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας τον τόπον εκείνον δια να ανακτισθή ο Ναός του Αγίου και να ιδρυθή εκεί και Μοναστήριον επ’ ονόματι αυτού εις ένδειξιν αιωνίου ευγνωμοσύνης προς τον Άγιον και δια να υμνολογήται εις αυτόν απαύστως δια την επιτελεσθείσαν εξαίσιον θαυματουργίαν, ο εν τοις Αγίοις αυτού ενδοξαζόμενος Θεός και ο ένδοξος αυτού Μεγαλομάρτυς Άγιος Μηνάς, ου ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης περιστάσεως και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν ο ταξίαρχος Φιρμηλιανός, συνάξας τους στρατιώτας του επήγεν εις την Μπαρμπαρίαν δια να την φυλάττη, εν μέσω δε εκείνων των στρατιωτών ήτο, ως είπον, και ο Άγιος Μηνάς. Διέφερε δε ο Άγιος των άλλων στρατιωτών, όχι μόνον εις το ανάστημα του σώματος, εις την ωραιότητα και εις την ανδρείαν, αλλά και εις την φρόνησιν· δια τούτο ήτο και γνώριμος εις τους πολλούς και είχεν όνομα επαινετόν. Ημέραν τινά, ευθύς ως ήκουσε τας διαταγάς του βασιλέως, δι’ ων παρηγγέλλοντο οι στρατιώται και ωδηγούντο εις το πως να συλλαμβάνωσι τους Χριστιανούς και να τους τυραννώσιν, εμίσησε τοσούτον το ασεβέστατον εκείνο πρόσταγμα, ώστε έρριψε την ζώνην την στρατιωτικήν, η οποία ήτο σημείον κατ’ εκείνον τον καιρόν εις τους στρατιώτας και ανέβη εις το όρος, όπερ ήτο άνωθεν του Κοτυαείου, ένθα ησκήτευε, προκρίνας κάλλιον να κατοική με τα θηρία, παρά να ευρίσκεται με τους εχθρούς του Χριστού ειδωλολάτρας. Εκεί διατρίψας ο Άγιος ικανόν καιρόν, εκαθάρισεν εαυτόν με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς. Αφού δε εστερέωσε και ενεδυνάμωσε την καρδίαν του με τον ένθεον ζήλον του Χριστού και ήναψε την ψυχήν του από την θείαν αγάπην, είδε και αποκάλυψιν, ότι καιρός είναι να μαρτυρήση. Όθεν ημέραν τινά, κατά την οποίαν είχον μεγάλην πανήγυριν οι ειδωλολάτραι, κατέβη από το βουνόν, και σταθείς εν μέσω αυτών ανεκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Και μετά μεγάλης φωνής έκραξε λέγων· «Γνωρίσατε καλά, ότι εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός, αυτά δε άτινα σεις λατρεύετε είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα». Όσοι ήκουσαν την φωνήν ταύτην όλοι συνηθροίσυησαν προς αυτόν να ίδωσι τις είναι, αφήσαντες τους χορούς και τα παιχνίδια της εορτής. Εθαύμαζον δε πως ετόλμησεν ούτος να παρουσιασθή εις τοσούτον πλήθος. Όσοι λοιπόν ήσαν κρυφοί Χριστιανοί εχάρησαν εις την παρρησίαν του Αγίου, οι δε ειδωλολάτραι, σύροντες και δέροντες έφερον τον Άγιον έμπροσθεν του ηγεμόνος της πόλεως, ονόματι Πύρρου, όστις εκάθητο εφ’ υψηλού θρόνου, δια να βλέπη το θέατρον. Ευθύς δε ως είδε τον Άγιον, ηυλαβήθη το σχήμα του και την ηλικίαν του, διότι ήτο τότε ο Άγιος έως πεντήκοντα ετών και είχε πρόσωπον και σχήμα άξιον ευλαβείας. Δια τούτο τον εξήταζε με ημερότητα, πόθεν είναι, τις είναι και από ποίαν θρησκείαν. Προς τούτον ο Άγιος απεκρίθη· «Πατρίδα μεν έχω την Αίγυπτον, καλούμαι δε Μηνάς· ήμην δε και ποτε στρατιώτης· αλλ’ όμως, επειδή είσθε ασεβείς και ειδωλολάτραι, άφησα την τιμήν σας και ήμην εις το όρος κεκρυμμένος Χριστιανός. Τώρα δε ήλθα να παρουσιασθώ ενώπιον πάντων και να ομολογήσω τον Χριστόν μου ως Θεόν αληθινόν, ίνα και αυτός με ομολογήση ως δούλον αυτού εν τη Βασιλεία των ουρανών, καθώς το λέγει και μόνος του· «όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς». Ταύτα ως ήκουσεν ο ηγεμών, μεγάλως οργισθείς προσέταξε να φυλακίσωσι τον Άγιον, ίνα συλλογισθή, πως θα τον θανατώση. Πρωϊας δε γενομένης αφού διελύθη η πανήγυρις της εορτής, διέταξε να εκβάλωσι τον Άγιον από την φυλακήν. Και πρώτον μεν κατήγγειλε μέγα έγκλημα κατά του Αγίου, ότι ετόλμησεν εις τοσούτον πλήθος να είπη τοιούτους λόγους· διότι καταφρόνησιν ιδικήν του είχε την παρρησίαν του Αγίου· έπειτα τον ωνείδιζεν, ότι άφησε την υπηρεσίαν τού βασιλέως. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ναι, ηγεμών· ούτω πρέπει να ομολογώμεν φανερά και παρρησία τον Χριστόν μου, διότι είναι φως και να μη φοβώμεθα, καθώς Εκείνος είπεν, «από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28), αλλά να τον κηρύττωμεν και στόματι και καρδία· διότι και ο Απόστολος Παύλος ούτω μας εδίδαξε λέγων· «Καρδία γαρ πιστεύετε εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείτε εις σωτηρίαν» (Ρωμ. ι:10). Ταύτα ως ήκουσεν ο ηγεμών, λέγει προς αυτόν· «Σε βλέπω, ω Μηνά, ότι δεν είσαι νέος μωρός, ώστε να μη γνωρίζης το συμφέρον σου· ιδού έχεις ηλικίαν γεροντικήν· μη λοιπόν κάμης ως μωρός και καταφρονήσης ταύτην την γλυκυτάτην ζωήν, προτιμών τον θάνατον. Συλλογίσου ως φρόνιμος το καλλίτερον και ελθέ ίνα γίνης συγκοινωνός μεθ’ ημών, έχε δε και την πρώτην σου τάξιν και, αν μας ακούσης, και ο βασιλεύς θέλει σε τιμήσει και οι θεοί θέλουσι σε συγχωρήσει, αν και τους ύβρισες χθες». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος πρώτον μεν εγέλασε δια τους λόγους του ηγεμόνος, έπειτα δε απεκρίθη και είπε· «Δεν είναι κανέν πράγμα, ω ηγεμών, ουδέ καμμία βάσανος ικανή να με χωρίση από την αγάπην του Χριστού μου· και εάν θέλης και με το έργον, κάμε οιανδήποτε παίδευσιν θέλεις και θα σοι οφείλω και χάριτας». Τότε ο Πύρρος με πολύν θυμόν λέγει εις τους στρατιώτας· «Συλλάβετε τον μιαρόν τούτον και τανύσατε αυτόν κατά γης εις τέσσαρα, έπειτα λάβετε νεύρα ωμά βοών και δέρετε αυτόν αλύπητα, έως ου απολαύση εκείνο όπερ ζητεί». Πριν δε ή τελειώση τον λόγον, παρευθύς το πρόσταγμα. Κατ’ εκείνην δε την ώραν έδειξεν ο Άγιος την υπομονήν του και την καρτερίαν του τόσον, ώστε εφαίνετο ότι άλλος επαιδεύετο· μάλιστα δε εφαίνετο όλως ευφραινόμενος· δις και τρις ηλλάχθησαν οι στρατιώται· τοσαύτην δε ανδρείαν έδειξεν, ώστε όλοι εθαύμαζον, όχι τοσούτον εις την πρώτην τόλμην του, όσον εις την τόσην υπομονήν. Φίλος δε τις παλαιός του Αγίου, στρατιώτης και αυτός, ονόματι Πηγάσιος, βλέπων το σώμα του Αγίου ότι μέλλει να σκορπισθή από τας πληγάς, επήγεν ως λυπούμενος προς τον Άγιον και του λέγει· «Δεν βλέπεις, ω άνθρωπε, ότι όλος διελύθης, ότι αι σάρκες σου κολλώνται εις τα λωρία και ότι εις ολίγην ώραν μέλλεις αδίκως να θανατωθής; Ειπέ ότι θυσιάζεις και ο Θεός σου θέλει σε βοηθήσει, διότι δεν το κάμνεις με την θέλησίν σου, αλλά μη θέλων δια τας αφορήτους πληγάς». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος εγύρισε με βλέμμα φοβερόν και του λέγει· «Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. στ:9)· φύγε από εμέ, εχθρέ της αληθείας και ουχί φίλε μου· διότι εγώ εις τον Χριστόν μου εθυσίασα και θέλω θυσιάσει, ο οποίος είναι και βοηθός μου, και ταύτας τας πληγάς με δυναμώνει να τας υποφέρω ως τρυφήν και χαράν». Ταύτα βλέπων ο Πύρρος προσέταξε να τον δέσουν υψηλά τανυστόν εις ξύλον όρθιον και με σιδηρούς όνυχας να ξέωσι δυνατά το σώμα τού Αγίου, έως ου φανώσι και τα εντόσθιά του. Ταύτης της βασάνου γενομένης, είπεν ο θηριώνυμος ηγεμών, περιπαίζων τον Άγιον· «Εγνώρισας εις το σώμα σου, ω Μηνά, ολίγην παίδευσιν δια να φρονιμεύσης ή ακόμη θέλεις να σου προσθέσωμεν και άλλην τιμωρίαν εις χαράν σου και αγαλλίασιν;» Ο Μάρτυς είπεν· «Ω ανόητε, τι συλλογίζεσαι με τοιαύτα παιχνίδια να γυρίσης εμέ από την πίστιν μου ή με τοιαύτας βασάνους να διασείσης τον στερεόν πύργον της ομολογίας μου;» Ταύτα ως ήκουσεν ο Πύρρος διέταξε τους στρατιώτας του περισσότερον να ξέωσι τον Άγιον και προς αυτόν είπεν· «Άφες την κακήν επιμονήν, ω Μηνά, και υποτάγηθι εις τον μεγάλον βασιλέα Μαξιμιανόν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Δια να μη γινώσκης ποίος είναι ο βασιλεύς, τον οποίον ομολογώ εγώ, δια τούτο λέγεις να τον αρνηθώ και να υποταχθώ εις τον φθαρτόν και γήϊνον βασιλέα, αλλ’ εγώ δεν αρνούμαι τον αληθινόν Βασιλέα, όστις δίδει πνοήν και ζωήν εις πάντας τους εν τη γη και έδωκε και έχει εξουσίαν εις τους βασιλείς». Βλέπων ο δικαστής την επιμονήν του Αγίου ηθέλησε να προσελκύση αυτόν εντέχνως εις το θέλημά του· όθεν προσποιούμενος ότι δεν γνωρίζει τι λέγει ο Άγιος, είπε· «Και ποίος είναι αυτός, ω Μηνά, όστις δίδει την εξουσίαν εις τους βασιλείς και είναι και βασιλεύς πάσης κτίσεως;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Ο Ιησούς Χριστός είναι, ο του Θεού Υιός, ο πάντοτε ζων και διαμένων, εις τον οποίον υποτάσσονται πάντα εν τω ουρανώ και εν τη γη». Ο δικαστής είπε· «Και δεν ηξεύρεις, ω Μηνά, ότι δι’ αυτό το όνομα όπου λέγεις οργίζονται οι βασιλείς και προστάσσουσι να σας τιμωρώμεν ανηλεώς;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Αν οργίζωνται οι βασιλείς, εμέ δεν με λυπεί, ουδέ τους συλλογίζομαι· ένα σκοπόν έχω· να αποθάνω εις την καλήν ταύτην ομολογίαν. Διότι, ως λέγει και ο Απόστολος Παύλος, «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. η:35). Ταύτα μεν ο Άγιος έλεγεν· ο δε τύραννος περισσότερον ωργίσθη και προστάσσει τους στρατιώτας να λάβωσι τριχίνους σάκκους, να τρίβωσι δυνατά το σώμα του Αγίου το εξεσμένον. Τούτου δε γενομένου ο Άγιος έλεγε· «Σήμερον αποδύομαι τους δερματίνους της αμαρτίας χιτώνας και ενδύομαι το φωτεινόν ένδυμα της Βασιλείας του Θεού». Πάλιν ο δικαστής, βλέπων ότι και ταύτην την βάσανον ο Άγιος ως παίγνιον υπολαμβάνει, προσέταξε να λάβωσι λαμπάδας ανημμένας και να κατακαίωσι κύκλωθεν το σώμα του Αγίου. Αλλά και εις αυτήν την βάσανον ο Άγιος έλεγεν: «Έχω τον Χριστόν μου βοηθόν, όστις είπε να μη φοβώμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι». Ταύτα ακούων ο δικαστής και βλέπων ότι δεν δύναται με άλλην βάσανον να ελκύση τον Άγιον προς αυτόν, προσέταξε να τον καταβιβάσωσιν από το ξύλον και να τον οδηγήσωσιν έμπροσθέν του· έπειτα του λέγει· «Ειπέ μοι, ω Μηνά, πόθεν σοι ήλθε η τοσαύτη σοφία των γραμμάτων, να αποκρίνεσαι ούτως, συ όστις ως στρατιώτης, ήσο συνειθισμένος εις πολέμους και φόνους;» Ο δε Άγιος, σοφιζόμενος υπό της Χάριτος του Θεού, απεκρίθη· «Ο Θεός μου, η αληθής σοφία του Πατρός, αυτός με εσόφισεν, ω δικαστά, να ελέγξω την αθεότητά σου. Διότι αυτός ούτως είπε· όταν υπάγητε έμπροσθεν βασιλέων και τυράννων δια το όνομά μου, μη μεριμνήσητε πως ή τι λαλήσητε· διότι θέλει δοθή εις ημάς, εν εκείνη τη ώρα, σοφία «η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ πάντες αντιστήναι οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα: 15). Ο ηγεμών είπε· «Εγνώριζεν ο Χριστός σας ότι μέλλετε οι Χριστιανοί να τινωρήσθε από ημάς;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Επειδή είναι Θεός αληθής βεβαίως το εγνώριζε. Διότι είναι και καρδιογνώστης των ανθρώπων και προγνώστης των μελλόντων, εξ ου τα πάντα εγένοντο». Προς ταύτα ο δικαστής μη δυνάμενος να απαντήση είπεν· «Άφες τας ματαιολογίας και περισσολογίας, ω Μηνά, και έκλεξον εν εκ των δύο· ή την του Χριστού σου ομολογίαν ή την μεθ’ ημών διαγωγήν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Με τον Χριστόν μου και ήμην και είμαι και θα είμαι πάντοτε». Ο δικαστής είπε· «Σε λυπούμαι, ω Μηνά, να σε θανατώσω, τοιούτον άνθρωπον όντα· όμως έχε άδειαν δια μίαν ώραν να συλλογισθής το συμφερώτερόν σου». Ο Άγιος απεκρίθη· «Και δέκα έτη αν με αφήσης, ω δικαστά, εγώ άλλην βουλήν δεν μεταβουλεύομαι, μόνον τούτο ηξεύρω: να κηρύττω τον Χριστόν μου Θεόν αληθινόν, τους θεούς σας να τους ονομάζω, ως είναι, ξύλα κωφά και αναίσθητα και δαίμονες μάλλον ειπείν ακάθαρτοι ή θεοί». Τότε ο δικαστής, πολύ θυμωθείς, προσέταξε να ρίψωσιν εις την γην τριβόλια σιδηρά και επ’ αυτών να σύρωσι τον Άγιον γυμνόν επί ώραν ικανήν. Αλλ’ ο τρισόλβιος ύβριζε τους θεούς του. Ο δε ηγεμών, έτι πλέον οργιζόμενος, πάλιν προσέταξε με ράβδους ακανθώδεις να τον κτυπώσιν εις τον αυχένα και άλλοι να του δίδωσι ραπίσματα εις το πρόσωπον λέγοντες· «Τίμα τους θεούς και τους βασιλείς». Ταύτα πάντα ο Άγιος πάσχων έχαιρε ψάλλων· «Παρανόμους εμίσησα τον δε νόμον σου ηγάπησα» (Ψαλμ. ριη΄ 113). Εις δε εκ των στρατιωτών του ηγεμόνος, ονόματι Ηλιόδωρος, παρεστώς εκεί και βλέπων την τοσαύτην καρτερίαν του Αγίου, θέλων να φανή προς τον ηγεμόνα ως σύμβουλος καλός, του λέγει· «Αυθέντα, νομίζω ότι και σεις γνωρίζετε, ότι αυτό το μιαρόν γένος των Χριστιανών είναι πολύ φιλόνεικον και επίμονον και δεν καταπείθεται ευκόλως· όμως δια να απαλλαγής από τοιαύτην φροντίδα και αυτός να λάβη το πρέπον τέλος, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσωσι». Ταύτα ως ήκουσεν ο δικαστής, βλέπων δε το αμετάθετον του Αγίου, έγραψε την απόφασιν ούτως· «Μηνάν τον Αιγύπτιον, όστις ύβρισε τους μεγάλους θεούς, προστάσσω να τον αποκεφαλίσωσι». Ταύτης της αποφάσεως εξενεχθείσης, πολλοί φίλοι του Αγίου προσελθόντες τον εκολάκευον λέγοντες· «Μη μας καταφρονήσης, ω Μηνά, ενθυμήθητι τους φίλους σου, τους οικείους σου, την τιμήν σου· μη προκρίνης τον θάνατον και καταφρονής την γλυκυτάτην ταύτην ζωήν· μετενόησον, να σε έχωμεν πάλιν το καύχημά μας». Τοιαύτα και άλλα πλείονα έλεγον οι στρατιώται, νομίζοντες ότιθα δυνηθούν να μεταβάλουν τον σκοπόν του Αγίου. Αλλ’ ο Μάρτυς, ως δηλητήριον εχίδνης υπολαμβάνων τους τοιούτους λόγους των στρατιωτών, είπε· «Φύγετε απ’ εμού, θεομάχοι, και μάλλον τον εαυτόν σας καθοδηγήσατε, να επιστραφήτε από την πλάνην των ειδώλων· διότι εις ολίγον καιρόν παρέρχεται αύτη η πρόσκαιρος ζωή και θέλετε κληρονομήσει την ατελεύτητον κόλασιν και σεις και οι βασιλείς σας και οι άρχοντές σας». Τότε ιδόντες οι στρατιώται ότι δεν είναι δυνατόν να μεταστρέψωσι την γνώμην του Αγίου, τον έλαβον και τον ωδήγησαν έξω της πόλεως να τον αποκεφαλίσωσι. Πορευόμενος δε ο Άγιος είδε τινάς φίλους του, κεκρυμμένους Χριστιανους, και τους λέγει κρυφίως· «Σας παρακαλώ, μετά τον θάνατόν μου να λάβητε το σώμα μου να το υπάγητε εις την πατρίδα μου την Αίγυπτον». Φθάσας ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και δεόμενος έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα και Θεέ, ότι με κατηξίωσας να γίνω κοινωνός των παθημάτων σου· ότι δεν με παρέδωκας εις τα θηρία τα ανήμερα να με κερδήσωσιν· ότι με εφύλαξας έως νυν καθαρόν εις την ομολογίαν σου· αλλά και νυν, δέομαί σου και Σε ικετεύω, παράλαβε την ψυχήν μου εις την Βασιλείαν σου και δος την Χάριν σου και την βοήθειάν σου εις εκείνους οίτινες θα με επικαλούνται». Ταύτα ειπών ο Άγιος και κλίνας το γόνυ απετμήθη την κεφαλήν, κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Μετά δε την αποτομήν της κεφαλής, λαβόντες ταύτην και το άλλο σώμα οι ειδωλολάτραι, παρέδωκαν εις το πυρ· και η μεν ψυχή του Αγίου επορεύθη εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους αναπαύσεως, εις χείρας Θεού ζώντος· το δε τίμιον και άγιον αυτού σώμα, παραδοθέν εις το πυρ, μέρος μεν κατεκάη, μέρος δε έμεινε, το οποίον τινές των κεκρυμμένων Χριστιανών και φίλων του Αγίου, λαβόντες κατά την παραγγελίαν του, δια μύρων και οθονίων εντυλίξαντες, απεκόμισαν εις την Αίγυπτον. Έλαβε δε Χάριν παρά Κυρίου ο Άγιος να ποιή εξαίσια θαύματα και να βοηθή τους εν ανάγκαις ευρισκομένους, από τα οποία θαύματα θα γράψωμεν ενταύθα ολίγα τινά προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων. Χριστιανός τις εκ Κωνσταντινουπόλεως, απελθών δια την πανήγυριν του Αγίου τούτου Μηνά, κατέλυσεν εις ξενοδοχείον· ο δε ξενοδόχος, γνωρίσας ότι ο ξένος είχε χρήματα, ηγέρθη κατά το μεσονύκτιον και εφόνευσεν αυτόν· είτα κατακόψας όλα τα μέλη του σώματός του, έβαλεν αυτά εντός σπυρίδος (ζεμπιλίου) και τα εκρέμασε προσμένων να εξημερώση. Ενώ λοιπόν ο φονεύς ήτο εις αγώνα και μέριμναν, πως, που και πότε να υπάγη να κρύψη τα μέλη του φονευθέντος, δια να μη τον αντιληφθή τις, ιδού φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Μηνάς, έφιππος ως στρατιώτης, και τον εξετάζει τι έγινεν ι εκεί καταλύσας ξένος· ο δε φονεύς βεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε. Τότε ο Άγιος, καταβάς από τον ίππον, εμβήκεν εις το ενδότερον της οικίας και ευρών την σπυρίδα και καταβιβάσας αυτήν, βλέπει τον φονέα με φοβερόν και άγριον βλέμμα και λέγει· «Ποίος είναι ούτος;» Ο δε φονεύς, από τον φόβον του γενόμενος άφωνος ως εκστατικός, έρριψεν εαυτόν πτώμα ελεεινόν εις τους πόδας του Αγίου· ο δε Άγιος συναρμόσας όλα τα μέλη του φονευθέντος και προσευχηθείς, ανέστησε τον νεκρόν και είπεν εις αυτόν· «Δος δόξαν εις τον Θεόν». Ο δε νεκρός αναστηθείς ως εξ ύπνου και συλλογισθείς τα όσα έπαθεν από τον ξενοδόχον και πως ανεζωώθη πάλιν, εδόξασε τον Θεόν και ηυχαρίστει και προσεκύνει τον φαινόμενον στρατιώτην, όστις τον ανέστησεν. Αφού δε ο φονεύς εσηκώθη επάνω, επήρεν ο Άγιος από αυτόν τα χρήματα και τα έδωκεν εις τον αναστηθέντα άνθρωπον, λέγων προς αυτόν· «Ύπαγε, αδελφέ, εις την οδόν σου». Στραφείς δε προς τον φονέα έδειρεν αυτόν, καθώς του έπρεπε· κατόπιν νουθετήσας και προς τούτοις συγχωρήσας το σφάλμα του και υπέρ αυτού προσευχηθείς, ίππευσε και έγινεν άφαντος. Τότε εγνώρισεν εκείνος ότι ο Άγιος Μηνάς ήτο ο φανείς, εις του οποίου την πανήγυριν επήγαινεν ο ξένος εκείνος να προσκυνήση. Άλλος τις Χριστιανός πλούσιος υπεσχέθη να κάμη δίσκον αργυρούν εις την Εκκλησίαν του Αγίου· πορευθείς δε εις τον χρυσοχόον, είπεν εις αυτόν να κατασκευάση δύο δίσκους και να γράψη επάνω εις τον ένα το όνομα του Αγίου και εις τον άλλον το όνομα το ιδικόν του. Αφού δε κατεσκεύασεν αμφοτέρους, επειδή ο δίσκος του Αγίου εφαίνετο λαμπρότερος και ωραιότερος, ο Χριστιανός εκείνος εκράτησε δι’ εαυτόν τον δίσκον του Αγίου, χωρίς να συλλογισθή την επιγραφήν την οποίαν είχε και το όνομα του Αγίου. Ταξιδεύων δε εις την θάλασσαν, ενώ εδείπνει, έφερεν ο υπηρέτης εις την τράπεζαν τον δίσκον του Αγίου πλήρη από φαγητά· ο δε αναίσθητος εκείνος και ανευλαβής Χριστιανός έτρωγεν από τα φαγητά του δίσκου χωρίς καμμίαν ευλάβειαν. Αφού δε εσηκώθη η τράπεζα, επήρεν ο υπηρέτης τον δίσκον δια να πλύνη αυτόν εις την θάλασσαν, παρασυρθείς όμως ο δίσκος από τας χείρας του υπηρέτου, έπεσεν εις τον βυθόν της θαλάσσης· ο δε υπηρέτης, σύντρομος γενόμενος και πολύ φοβηθείς, προς τούτοις δε και όλος καταναρκωθείς και χαυνωθείς, θέλων να τον αρπάση, έπεσε και αυτός εις την θάλασσαν. Τούτο βλέπων ο αυθέντης του και ελεεινολογών εαυτόν έλεγεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άθλιον! Διότι επιθυμήσας τον δίσκον του Αγίου, ιδού μετά του δίσκου έχασα και τον δούλον μου. Αλλά εις σε, Κύριε Θεέ μου, υπόσχομαι, ότι αν εύρω μόνον το λείψανον του δούλου μου, θέλω δώσει εις τον Μάρτυρά σου Άγιον Μηνάν μετά του άλλου τούτου δίσκου και την τιμήν την οποίαν είχεν ο καταβυθισθείς του Αγίου δίσκος». Εξελθών λοιπόν από το πλοιάριον έβλεπεν εις την παραθαλασσίαν, προσμένων και ελπίζων να ίδη το ζητούμενον νεκρόν σώμα του δούλου του. Ενώ δε επρόσεχεν επιμελώς, ω του θαύματος! βλέπει τον υπηρέτην του ζώντα, όστις εξήρχετο από την θάλασσαν και κρατών εις τας χείρας του τον του Αγίου δίσκον· βλέπων δε αυτόν εξεπλάγη· όθεν έκραξε με μεγάλην φωνήν, κηρύττων το θαύμα του Αγίου. Οι δε επιβαίνοντες εις το πλοίον εξήλθον όλοι έξω και βλέποντες τον δούλον κρατούντα εις τας χείρας τον δίσκον εθαύμαζον πολύ και εδόξαζον τον Θεόν, ηρώτησαν δε αυτόν με τι τρόπον ελυτρώθη από την θάλασσαν. Ο δε δούλος διηγήθη λέγων· «Ευθύς άμα έπεσα εις την θάλασσαν, ήλθον τρεις άνθρωποι ωραίοι την όψιν, εκ των οποίων ο μεν εις, ο μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν, ήτο ενδεδυμένος με στρατιωτικήν στολήν, ο άλλος ήτο νέος ωραίος και ο τρίτος Διάκονος. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι με επήραν από τον βυθόν της θαλάσσης και περιπατήσαντες μετ’ εμού χθες και σήμερον, ήλθομεν έως εδώ». Το θαύμα τούτο διεφημίσθη πανταχού και ένεκα τούτου μεγαλύνεται έως την σήμερον ο Χριστός, ο ούτω δοξάζων τους Αγίους του. Οι τρεις δε εκείνοι άνθρωποι, οίτινες εφάνησαν τότε και έσωσαν τον δούλον από τον βυθόν της θαλάσσης, ήσαν ο μεν μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν ο Άγιος Μηνάς, ο νέος ο Άγιος Βίκτωρ και ο Διάκονος ο Άγιος Βικέντιος, οι οποίοι εμαρτύρησαν και αυτοί κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, ήτοι ο μεν Άγιος Βίκτωρ κατά την 11ην Νοεμβρίου του έτους ρξ΄ (160), ο Άγιος Βικέντιος την 11ην Νοεμβρίου του έτους σλε΄ (235) και ο Άγιος Μηνάς την 11ην Νοεμβρίου του έτους 296, τιμώνται δε και οι τρεις κατά την σημερινήν ημέραν. Και γυνή τις ερχομένη εις τον Ναόν του Αγίου εβιάσθη καθ’ οδόν από τινα εις αισχράν πράξιν· όθεν επεκαλέσθη τον Άγιον να την βοηθήση· ο δε Άγιος δεν παρέβλεψεν αυτήν, αλλά και ταύτην εφύλαξε καθαράν και αμόλυντον και τον βιαστήν επόμπευσε και εθεάτρισε με τοιούτον τρόπον. Ο βιαστής δηλαδή εκείνος, δέσας το άλογόν του εις τον πόδα του, εβίαζε την γυναίκα· το δε άλογον ηγριώθη εναντίον του αυθέντου του, ώστε ουχί μόνον από την άτοπον πράξιν αυτόν ημπόδισεν, αλλά και έσυρεν αυτόν κατά γης και δεν εστάθη ειμή αφού έφθασεν εις τον Ναόν του Αγίου· εκεί δε με πολλάς και μεγάλας φωνάς εχρεμέτιζεν. Όθεν ηνάγκασε πολλούς ανθρώπους, οίτινες ήσαν τότε εκεί δια την εορτήν, να εξέλθωσιν έξω δια να ίδωσι τι συνέβαινε. Προσέτρεχε δε εις την Εκκλησίαν του Αγίου και άλλο πλήθος πολύ Χριστιανών. Ο δε δυστυχής εκείνος βλέπων αφ’ ενός μεν την συνάθροισιν του λαού και αφ’ ετέρου ότι ο ίππος εξηγριούτο κατ’ αυτού περισσότερον, και ότι δεν εβοηθείτο υπ’ ουδενός, εφοβήθη μήπως πάθη από τον ίππον κανέν κακόν μεγαλύτερον. Όθεν εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν έμπροσθεν όλων την αμαρτίαν του και ευθύς εστάθη ο ίππος με ημερότητα. Λύσας λοιπόν τον πόδα του από τον ίππον, εμβήκεν εις τον Ναόν του Αγίου και προσπεσών εις την αγίαν εικόνα του παρεκάλει αυτόν να μη τον αφήση να λάβη άλλοτε τοιούτον ή άλλον πειρασμόν. Άλλοτε πάλιν προσέμειναν εις τον Ναόν του Αγίου χωλός τις και γυνή άλαλος μετ’ άλλων πολλών ασθενών, δια να λάβωσιν ιατρείαν από τον Άγιον· κατά δε το μεσονύκτιον, ενώ όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, φαίνεται ο Άγιος εις τον χωλόν και του λέγει· «Τώρα, που είναι ησυχία, ύπαγε και κράτησον το επανωφόριον της βωβής γυναικός και θέλεις ιατρευθή». Απελθόντος δε του χωλού και πιάσαντος το επανωφόριον της βωβής, ευθύς εκείνη ταραχθείσα εφώναξε, κατηγορούσα τάχα τον χωλόν και με τον νόστιμον τούτον τρόπον ελύθη η γλώσσα της· ο δε χωλός πάλιν, εντραπείς από τα λόγια της βωβής, ευθύς εσηκώθη εις τους πόδας και ήρχισε να φεύγη. Γνωρίσαντες δε και οι δύο το εις αυτούς γενόμενον χαριέστατον θαύμα παρά του Αγίου, εδόξασαν τον Θεόν. Εβραίος τις, έχων φίλον Χριστιανόν, πολλάκις ενεπιστεύετο και άφηνεν εις αυτόν χρήματα ικανά, όταν έμελλε να υπάγη εις τόπον μακρινόν. Εις τούτον λοιπόν αφήκε μίαν φοράν παρακαταθήκην βαλάντιον με πεντακόσια νομίσματα· ο δε Χριστιανός έβαλε κατά νουν να αρνηθή την παρακαταθήκην αυτήν του Εβραίου, το οποίον και έθεσεν εις πράξιν. Ότε λοιπόν ήλθεν ο Εβραίος και εζήτησε τα χρήματά του, καθώς είχε συνήθειαν, ο Χριστιανός δεν έδιδε ταύτα προς αυτόν λέγων· «Συ δεν άφησες τίποτε εις εμέ κατά την φοράν ταύτην και τι ζητείς απ’ εμού;» Ο δε Εβραίος ανελπίστως ακούσας τούτο άλλος εξ άλλου έγινεν· ελθών δε εις εαυτόν, λέγει προς τον Χριστιανόν· «Άλλο δεν θέλει γίνει παρά όρκος δια να διαλύση την αμφιβολίαν ταύτην, επειδή και δεν ήτο κανείς μάρτυς παρών ότε σου παρέδωκα τα χρήματά μου, επειδή είχον εμπιστοσύνην ότι είσαι πιστός και αληθής άνθρωπος». Εζήτει όθεν ο Εβραίος να αποδειχθή δια μέσου του Αγίου Μηνά εκείνος όστις δεν αληθεύει. Επήγαν λοιπόν και οι δύο συμφώνως εις τον Ναόν του Αγίου Μηνά και παρευθύς ο Χριστιανός χωρίς αργοπορίαν εποίησεν όρκον και εβεβαίωσε την άρνησιν της παρακαταθήκης· αφού δε ο όρκος ετελείωσεν, εξήλθον και οι δύο από τον Ναόν και ίππευσαν, ο δε ίππος του Χριστιανού ητάκτει και εξηγριούτο εναντίον του αυθέντου του και δαγκάνων τον χαλινόν εφοβέριζεν, ότι θέλει προξενήσει εις τον αναβάτην του πικρόν θάνατον. Και κατά μεν το παρόν έρριψεν αυτόν εις την γην, πλην δεν τον έβλαψεν εις το σώμα· εχάθη δε μόνον το μανδήλιόν του ομού με το κλειδίον και την χρυσήν σφραγίδα του. Έπειτα πάλιν ιππεύσας επορεύετο μετά του Εβραίου, ο οποίος μη υποφέρων την ζημίαν, ελυπείτο πολύ καθ’ οδόν και εστέναζεν από βάθους καρδίας. Ενώ δε επορεύοντο εις την οδόν, θέλων ο Εβραίος να πιάση με το καλόν τον Χριστιανόν, μήπως μεταμεληθή και επιστρέψη τα χρήματα, λέγει προς αυτόν· «Επειδή ο τόπος ούτος, ω φίλε, είναι επιτήδειος, ας καταβώμεν από τα άλογα και ας φάγωμεν άρτον». Ότε όμως ήρχισαν να τρώγωσιν, ιδού μετ’ ολίγον βλέπει ο Χριστιανός τον δούλον του ελθόντα και κρατούντα δια μεν της μιας χειρός το βαλάντιον του Εβραίου, δια δε της άλλης το κλειδίον και το μανδήλιόν του· ιδών δε αυτά εξεπλάγη και είπε προς τον δούλον του· «Τι είναι τούτο;» Ο δε δούλος απεκρίθη· «Φοβερός τις ιππεύς ήλθεν εις την κυρίαν μου και δίδων εις αυτήν το κλειδίον με το μανδήλιόν σου, είπε: «Στείλε με ταχύτητα μεγάλην το βαλάντιον του Εβραίου, ίνα μη κινδυνεύση ο ανήρ σου». Όθεν εγώ λαβών τούτο από την κυρίαν μου ήλθον προς σε, καθώς προσέταξας». Τότε ο Εβραίος περιχαρής γενόμενος επέστρεψε μετά του Χριστιανού εις τον Ναόν και αυτός μεν παρεκάλει ίνα βαπτισθή, ο δε Χριστιανός εζήτει να λάβη συγχώρησιν δια τον ψευδή όρκον, τον οποίον εποίησε και παρώργισε τον Θεόν. Όθεν και οι δύο έλαβον εκείνο το οποίον εζήτησαν· και ο μεν Εβραίος έλαβε το Άγιον Βάπτισμα, ο δε Χριστιανός έλαβε την του όρκου συγχώρησιν και ούτως επέστρεψαν εις τα ίδια χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν. Κατά το έτος αωκστ΄ (1826), την εποχήν εκείνην του τρόμου και των σφαγών, καθ’ ην κατά πολλούς τρόπους επεβουλεύετο η ζωή των Χριστιανών, οι Τούρκοι του Ηρακλείου Κρήτης ενόμισαν ότι η καταλληλοτέρα περίστασις, ίνα κορέσωσι την φανατικήν αυτών μανίαν κατά των Χριστιανών, ήτο η ημέρα του Πάσχα, ιη΄ (18η) Απριλίου, ότε θα εύρισκον αυτούς συνηγμένους επί το αυτό εις τον Ιερόν Ναόν της Μητροπόλεως, τιμώμενον επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, και θα τους κατελάμβανον απαρασκεύους και ανικάνους να υπερασπίσωσιν εαυτούς. Ίνα δε παραπλανήσωσι την προσοχήν της εγχωρίου Διοικήσεως έβαλον πυρ εις διάφορα μέρη της πόλεως και προεκάλεσαν πυρκαϊάν εις συνοικίας μεμακρυσμένας της Μητροπόλεως. Και ήδη, αρξαμένης της ιεράς Λειτουργίας, ανεγινώσκετο το Ευαγγέλιον, ότε τα μανιώδη στίφη είχον περικυκλώσει τον Ιερόν Ναόν και ήσαν έτοιμα να ορμήσουν και αρχίσουν το αποτρόπαιον της σφαγής έργον. Αλλ’ αίφνης πολιός τις γέρων εμφανίζεται μεταξύ αυτών έφιππος περιτρέχων τον Ναόν και μετά γυμνού τού ξίφους αποδιώκων αυτούς. Ευθύς δε οι βάρβαροι περιδεείς ετράπησαν εις φυγήν, καταληφθέντες υπό φόβου ακατανοήτου, και ούτως εματαιώθη το καταχθόνιον αυτών σχέδιον δια της προστασίας του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, όστις ενεφανίσθη υπό το πρόσωπον του πολιού γέροντος. Οι δε επιδραμόντες Τούρκοι λόγω του νυκτερινού σκότους και της συγχύσεως αυτών εξέλαβον τον Άγιον ως τον πρώτον των προκρίτων, αποσταλέντα προς ματαίωσιν της σφαγής υπό του Διοικητού της πόλεως, προς τον οποίον διεμαρτυρήθησαν ακολούθως. Ουδέν όμως ούτος εγνώριζε σχετικώς, ο δε πρώτος των προκρίτων διεπιστώθη ότι δεν είχεν απομακρυνθή την νύκτα εκείνην του οίκου του. Εννόησαν όθεν τότε ότι επρόκειτο περί θαυματουργικής επεμβάσεως του Πολιούχου Αγίου Μηνά, κατέστησαν δε γνωστόν το θαύμα οι ίδιοι οι Τούρκοι. Έκτοτε ούτοι κατείχοντο υπό δέους και ευλαβείας απέναντι του Αγίου, τινές δε εξ αυτών προσέφερον ετησίως διάφορα δώρα εις τον Ναόν αυτού. Επί τη ευεργετική ταύτη θαυματουργία του Αγίου, συσκέψεως γενομένης κατόπιν μεταξύ των Επισκόπων Αρκαδίας Μαξίμου, Σητείας Μελετίου και Πέτρας Δωροθέου, εθεσπίσθη όπως ενιαυσίως τελήται εορτή τη Τρίτη της Διακαινησίμου προς δόξαν του Αγίου και διαιώνισιν του θαύματος, ήτις και τελείται εις τον παλαιόν Μητροπολιτικόν Ναόν, ένθα εγένετο το θαύμα. Κατά την εορτήν ταύτην, θεωρουμένην ως δευτέραν ετησίαν εορτήν του πολιούχου του Ηρακλείου Αγίου Μηνά, εκτίθεται εις προσκύνησιν ευθύς από του Εσπερινού το εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν φυλασσόμενον τίμιον και άγιον αυτού λείψανον. Ακούσατε όμως και άλλο θαύμα φοβερώτατον, το οποίον ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς ετέλεσεν εις τας ημέρας μας και του οποίου τα ευεργετικά αποτελέσματα απολαμβάνομεν όλοι οι Έλληνες, ακόμη δε και όλος ο κόσμος εκείνος, όστις ευρίσκετο τότε παρά το πλευρόν της δοκιμαζομένης πατρίδος μας. Όλοι γνωρίζομεν εις ποίαν δεινήν θέσιν ευρέθη η Ελλάς κατά την περίοδον του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου των ετών 1939 – 1946. Κατά την εποχήν εκείνην υποστάσα η Ελλάς την επίθεσιν των ασυγκρίτως μεγαλυτέρων δυνάμεων του άξονος, επολέμησε μεν ερρωμένως, και εφ’ όσον εμάχετο εναντίον των Ιταλών αντεπεξήρχετο νικηφόρως, όταν όμως επετέθησαν εναντίον αυτής και αι σιδηρόφρακτοι στρατιαί των Γερμανών του Χίτλερ, τότε αύτη εκάμφθη και κατεκτήθη υπό των εχθρών της Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων και Αλβανών και διεμελίσθη, διαμοιρασθείσα μεταξύ αυτών, είναι δε γνωστά τα αφάνταστα μαρτύρια, τα οποία υπέστησαν οι Έλληνες από τους βαρβάρους αυτούς κατακτητάς κατά την περίοδον εκείνην. Τότε ολίγος στρατός Ελληνικός διαφυγών την αιχμαλωσίαν διεπεραιώθη εις την Αίγυπτον, την πατρίδα του Αγίου Μηνά, και εκεί απετέλεσε τον πυρήνα του ανασυσταθέντος Ελληνικού στρατού, εκείθεν δε συνέχισε τον αγώνα του δια την απελευθέρωσιν της σκλαβωμένης πατρίδος. Και τις από ημάς δεν ενθυμείται μετά δέους την περίοδον εκείνην του φόβου και του τρόμου, κατά την οποίαν αι στρατιαί του Χίτλερ, με αρχηγόν τον περιβόητον εκείνον Ρόμμελ, καταλαβούσαι ολόκληρον σχεδόν την βόρειον Αφρικήν εβάδιζαν και κατά της Αλεξανδρείας; Και τις δεν ενθυμείται την περιώνυμον εκείνην μάχην του Ελ Αλαμέϊν του έτους 1942, κατά την οποίαν αι συμμαχικαί δυνάμεις, μεθ’ ων συνεμάχοντο και οι ολίγοι ελεύθεροι Έλληνες, ανέκοψαν την προέλασιν του Ρόμμελ και κατανικήσασαι τας δυνάμεις αυτού έτρεψαν αυτούς εις φυγήν και κατεδίωξαν έως ου άπαντας τους εχθρούς συνέλαβον αιχμαλώτους; Τις έτι δεν ενθυμείται ότι συνεχισθέντος από τότε του αγώνος εναντίον των τέως πανισχύρων εχθρών κατεβλήθησαν ούτοι τελείως εντός δύο ετών απελευθερωθεισών μαζί με την πατρίδα μας, την Ελλάδα, και όλων των χωρών εκείνων τας οποίας είχον καταλάβει οι τύραννοι; Και ποίος δεν γνωρίζει ότι, εάν δεν είχε γίνει η θαυμασία εκείνη μεταστροφή του πολέμου εις το Ελ Αλαμέϊν θα είμεθα σήμερον αιχμάλωτοι και δούλοι των εχθρών μας; Τις έκαμε το μεγάλον αυτό θαύμα; Τις άλλος από τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, τον προστάτην μας, και ακούσατε δια να λάβητε πολλήν την αγαλλίασιν. Το όνομα του Ελ Αλαμέϊν είναι Αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά, έλαβε δε το όνομα τούτο διότι εκεί, εις το Ελ Αλαμέϊν, υπάρχει Ναός του Αγίου Μηνά, λέγεται δε ότι εκεί υπήρξε και ο τάφος του Αγίου. Εις τον Ναόν αυτόν του Αγίου Μηνά προσέτρεχον επί αιώνας ολοκλήρους προσκυνηταί από όλας τας παραμεσογείους χώρας και πλείστα θαύματα επετελούντο δια της χάριτος του Αγίου, σώζονται δε μάλιστα μέχρι σήμερον εις τα ερείπια του αρχαίου αυτού Ναού πολλαί παραστάσεις των διαφόρων θαυμάτων του Αγίου· μία μάλιστα εκ των παραστάσεων αυτών εικονίζει τον Άγιον Μηνάν οδηγούντα καμήλους καραβανίου τινός, το οποίον διέσωσεν από βέβαιον κίνδυνον. Όταν λοιπόν αι στρατιαί του Ρόμμελ εβάδιζον κατά της Αλεξανδρείας έφθασαν και εις το Ελ Αλαμέϊν, εις το οποίον εστρατοπέδευσαν την νύκτα εκείνην και την πρωϊαν ητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά της πόλεως. Ο κόσμος ολόκληρος και περισσότερον ημείς οι υπόδουλοι τότε Έλληνες υπό δέους συνεχόμενοι ανεμέναμεν ως βεβαίαν την πτώσιν αυτής, μαζί με την οποίαν θα εχάναμεν και τας τελευταίας ελπίδας της απελευθερώσεώς μας ως και αυτά τα τελευταία υπολείμματα του ελευθέρου στρατού μας. Όμως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς δεν αφήκε να γίνη η ολοκληρωτική αυτή καταστροφή, διότι ως Έλλην και αυτός Αιγυπτιώτης συνεπόνεσε τους πάσχοντας Έλληνας και τους συμμάχους αυτών και το μεσονύκτιον, καθ’ ην στιγμήν επρόκειτο να αρχίση η μάχη, ω εξαισίου θαυματουργήματος! Βλέπουν τινές ευσεβείς τον Άγιον Μηνάν εξερχόμενον εκ των ερειπίων του Ναού αυτού και οδηγούντα καμήλους, ως ακριβώς εν τη προρρηθείση τοιχογραφία εικονίζετο, εισχωρούντα δε ομού με αυτάς εις το στρατόπεδον των εχθρών. Είναι αδύνατον να περιγράψη τις τον πανικόν όστις κατέλαβεν από της ώρας εκείνης τους τέως πανισχύρους και αηττήτους εχθρούς, καθώς επίσης απερίφραπτος τυγχάνει η έκτασις της καταστροφής αυτών. Αρκεί δε μόνον να είπωμεν ότι από της ώρας εκείνης εσήμανε το τέλος της παντοδυναμίας αυτών και εντός ολίγου χρόνου κατενικήθησαν τελείως, απελευθερωθείσης ούτω και της ημετέρας πατρίδος. Το θαύμα τούτο εκτιμώντες και αυτοί οι αλλόδοξοι σύμμαχοι προσέφερον εις το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας τον τόπον εκείνον δια να ανακτισθή ο Ναός του Αγίου και να ιδρυθή εκεί και Μοναστήριον επ’ ονόματι αυτού εις ένδειξιν αιωνίου ευγνωμοσύνης προς τον Άγιον και δια να υμνολογήται εις αυτόν απαύστως δια την επιτελεσθείσαν εξαίσιον θαυματουργίαν, ο εν τοις Αγίοις αυτού ενδοξαζόμενος Θεός και ο ένδοξος αυτού Μεγαλομάρτυς Άγιος Μηνάς, ου ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης περιστάσεως και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου