Η Εκκλησία είναι
σύνολον πιστών. Πάντες είμεθα «αλλήλων μέλη» ενός σώματος, ούτινος η κεφαλή
είναι ο Χριστός. Έκαστος εξ ημών δεν δύναται να είπη εις τον έτερον, «ουκ έχω
σου χρείαν», ως δεν δύναται να το είπη εν μέλος του σώματος ημών εις το άλλο. Οι
πιστοί «δέδενται» δια του δεσμού της κοινής πίστεως προς τον Χριστόν και της κοινής
προς αυτόν αγάπης, και τούτο είναι όπερ συγκροτεί και συνέχει την Εκκλησίαν,
την καθιστά μίαν αδιάσπαστον ενότητα. Εκκλησία δεν είναι μόνον ο Χριστός χωρίς
των πιστών, και ούτε οι πιστοί είναι Εκκλησία χωρίς του Χριστού. Είμεθα ηνωμένοι
μετ΄ αυτού, ηγορασμένοι δι΄ αυτού, νυμφευμένοι με αυτόν. Ο Χριστός είναι «εν
ημίν» και ημείς είμεθα «εν αυτώ». Ο αγών, επομένως, της Εκκλησίας είναι αγών
του Χριστού και των πιστών, εφ΄ όσον είμεθα εν σώμα. Είμεθα εν σώμα αδιαίρετον,
αδιάσπαστον, ηγιασμένον, νικών.
Αλλά τούτο ισχύει, εφ΄ όσον παραμένομεν ηνωμένοι με τον Χριστόν, εφ΄ όσον εναρμονιζόμεθα με το θέλημά του. Άλλως τιτρωσκόμεθα υπό των εχθρών μας και αιχμαλωτιζόμεθα και θανατούμεθα. Χωρίς Χριστού, αδύνατον σωθήναι, απολλύμεθα. Ημείς άνευ Χριστού είμεθα ασθενείς, ανίκανοι να αγωνισθώμεν και να νικήσωμεν. Όταν νικώμεν, η νίκη είναι του Χριστού δι΄ ημών. Ο Χριστός θέλει να νικώμεν· εις τούτο εκλήθημεν. Αλλά δια να μας βοηθήση ο νικοποιός Χριστός, πρέπει να τον επικαλεσθώμεν, να τον ικετεύσωμεν δια να συμμαχήση μεθ΄ ημών. Διότι η ελευθερία μας μας επιτρέπει να μην τον επικαλούμεθα εφ΄ όσον το θέλομεν. Εκ της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας αυτής, εντός της ηνωμένης και αγίας Εκκλησίας, σχηματίζομεν ένα μεγάλον αριθμόν πεπτωκότων, υποπιπτόντων, χειμαζομένων, προσκλαιόντων. Είμεθα οι αμαρτωλοί. Υπεύθυνοι εν αμαρτίαις, δούλοι των παθών, παραβάται των εντολών, εσκληρυμένοι εν κακοίς. Είμεθα και Τελώναι και Φαρισαίοι και Άσωτοι και Πόρναι. Δεν περιπατούμεν «εν καινότητι ζωής». Φέροντες εν εαυτοίς εισέτι τον παλαιόν Αδάμ, διατελούμεν υπό το καταθλιπτικόν βάρος της αναδοχής ζοφεράς κληρονομικότητος. Εν τη αμώμω, λοιπόν, και ασπίλω Εκκλησία του Χριστού, υπάρχουν τα αμαρτωλά, τα αδύνατα τέκνα της, άτινα πάντοτε συνιστούν την απαισίαν πλειονότητα. Η Μήτηρ Εκκλησία γνωρίζουσα τούτο, κατατήκεται υπό της λύπης, διο και μετέρχεται παν μέσον, γίνεται τα πάντα τοις πάσιν, ίνα τους πάντας κερδίση, ως έχουσα «τον κρατήρα των ακενώτων δωρεών». Και δια μεν τον τέλειον πιστόν, αποτελεί τον μυστικόν θάλαμον, εν ω πνευματικώς συνάπτεται ο Χριστός με την ψυχήν. Δια δε τον ασθενή τη πίστει, γίνεται στήριγμα, δια τον πενθούντα παράκλησις, δια τον νοσούντα ιατρός, δια τους κλυδωνιζομένους εύδιος λιμήν. Δια τας παρθένους, ο Νυμφίος Χριστός, δια τους νέους η διδάσκαλος της κοσμιότητος. Δια τους γέροντας η βακτηρία, δια τους αθυμούντας, η εν Χριστώ ευθυμία, δια τους λυπουμένους η χαρά, δια τους χειμαζομένους το θείον θάλπος, δια τους δεδουλωμένους τοις πάθεσιν, η «ελευθερία η Χριστός ημάς ηλευθέρωσεν». Εν τη Εκκλησία ο ράθυμος διεγείρεται εις εργασίαν, ο οργίλος πραϋνεται, ο λύκος μεταμορφούται εις αρνίον, η πόρνη σωφρονεί, ο άσωτος επιστρέφει, ο ληστής θεολογεί, ο διώκτης γίνεται Απόστολος. Αλλά «αμαρτωλοί» δεν είναι μόνον οι θανασίμως αμαρτάνοντες. Είναι και πάντες οι πιστοί, «καν μία ώρα η ο βίος αυτών». Και αν ακόμη εις ύψη αρετών φθάσωμεν, πάλιν υπέρ αφέσεως αμαρτιών δέον να προσευχώμεθα. Διότι κρινόμενοι με το μέτρον της αγιότητος, ευρισκόμεθα λειπόμενοι αρετής. Και όταν ανέλθωμεν όλην την κλίμακα της τελειότητος, δεν πρέπει να αγνοούμεν, ότι η τελειότης είναι ατέλεστος, δεν έχει τέλος, και ότι όσον προαγόμεθα εις την αρετήν, τόσον πιστοποιούμεν τας ατελείας μας και επομένως την αμαρτωλότητά μας.
Αλλά τούτο ισχύει, εφ΄ όσον παραμένομεν ηνωμένοι με τον Χριστόν, εφ΄ όσον εναρμονιζόμεθα με το θέλημά του. Άλλως τιτρωσκόμεθα υπό των εχθρών μας και αιχμαλωτιζόμεθα και θανατούμεθα. Χωρίς Χριστού, αδύνατον σωθήναι, απολλύμεθα. Ημείς άνευ Χριστού είμεθα ασθενείς, ανίκανοι να αγωνισθώμεν και να νικήσωμεν. Όταν νικώμεν, η νίκη είναι του Χριστού δι΄ ημών. Ο Χριστός θέλει να νικώμεν· εις τούτο εκλήθημεν. Αλλά δια να μας βοηθήση ο νικοποιός Χριστός, πρέπει να τον επικαλεσθώμεν, να τον ικετεύσωμεν δια να συμμαχήση μεθ΄ ημών. Διότι η ελευθερία μας μας επιτρέπει να μην τον επικαλούμεθα εφ΄ όσον το θέλομεν. Εκ της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας αυτής, εντός της ηνωμένης και αγίας Εκκλησίας, σχηματίζομεν ένα μεγάλον αριθμόν πεπτωκότων, υποπιπτόντων, χειμαζομένων, προσκλαιόντων. Είμεθα οι αμαρτωλοί. Υπεύθυνοι εν αμαρτίαις, δούλοι των παθών, παραβάται των εντολών, εσκληρυμένοι εν κακοίς. Είμεθα και Τελώναι και Φαρισαίοι και Άσωτοι και Πόρναι. Δεν περιπατούμεν «εν καινότητι ζωής». Φέροντες εν εαυτοίς εισέτι τον παλαιόν Αδάμ, διατελούμεν υπό το καταθλιπτικόν βάρος της αναδοχής ζοφεράς κληρονομικότητος. Εν τη αμώμω, λοιπόν, και ασπίλω Εκκλησία του Χριστού, υπάρχουν τα αμαρτωλά, τα αδύνατα τέκνα της, άτινα πάντοτε συνιστούν την απαισίαν πλειονότητα. Η Μήτηρ Εκκλησία γνωρίζουσα τούτο, κατατήκεται υπό της λύπης, διο και μετέρχεται παν μέσον, γίνεται τα πάντα τοις πάσιν, ίνα τους πάντας κερδίση, ως έχουσα «τον κρατήρα των ακενώτων δωρεών». Και δια μεν τον τέλειον πιστόν, αποτελεί τον μυστικόν θάλαμον, εν ω πνευματικώς συνάπτεται ο Χριστός με την ψυχήν. Δια δε τον ασθενή τη πίστει, γίνεται στήριγμα, δια τον πενθούντα παράκλησις, δια τον νοσούντα ιατρός, δια τους κλυδωνιζομένους εύδιος λιμήν. Δια τας παρθένους, ο Νυμφίος Χριστός, δια τους νέους η διδάσκαλος της κοσμιότητος. Δια τους γέροντας η βακτηρία, δια τους αθυμούντας, η εν Χριστώ ευθυμία, δια τους λυπουμένους η χαρά, δια τους χειμαζομένους το θείον θάλπος, δια τους δεδουλωμένους τοις πάθεσιν, η «ελευθερία η Χριστός ημάς ηλευθέρωσεν». Εν τη Εκκλησία ο ράθυμος διεγείρεται εις εργασίαν, ο οργίλος πραϋνεται, ο λύκος μεταμορφούται εις αρνίον, η πόρνη σωφρονεί, ο άσωτος επιστρέφει, ο ληστής θεολογεί, ο διώκτης γίνεται Απόστολος. Αλλά «αμαρτωλοί» δεν είναι μόνον οι θανασίμως αμαρτάνοντες. Είναι και πάντες οι πιστοί, «καν μία ώρα η ο βίος αυτών». Και αν ακόμη εις ύψη αρετών φθάσωμεν, πάλιν υπέρ αφέσεως αμαρτιών δέον να προσευχώμεθα. Διότι κρινόμενοι με το μέτρον της αγιότητος, ευρισκόμεθα λειπόμενοι αρετής. Και όταν ανέλθωμεν όλην την κλίμακα της τελειότητος, δεν πρέπει να αγνοούμεν, ότι η τελειότης είναι ατέλεστος, δεν έχει τέλος, και ότι όσον προαγόμεθα εις την αρετήν, τόσον πιστοποιούμεν τας ατελείας μας και επομένως την αμαρτωλότητά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου