Θεμέλιο της
Εκκλησίας ο Χριστός
Καταρχήν πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε ότι δεν ξεκινά η Εκκλησία από τους πατέρες ούτε θεμελιώνεται πάνω
σ΄ αυτούς. Θεμέλιο και κεφαλή της είναι ο θεάνθρωπος Κύριός μας Ιησούς Χριστός,
μοναδικός και αναλλοίωτος, «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»(Εβρ.
13: 8). Μοναδική και αναλλοίωτη είναι και η Εκκλησία του, εποικοδουμένη «επί τω
θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού»
(Εφ. 2, 20).
Ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας «ο το παν
συνέχων», τονίζει ο άγιος Χρυσόστομος. Οι άγιοι απόστολοι, τους οποίους με την
Πεντηκοστή ενέπνευσε, φώτισε και απέστειλε στον κόσμο ο Κύριος, και οι διάδοχοι
εκείνων, οι άγιοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, δεν είναι διάδοχοι του
Χριστού. Είναι οι αντιπρόσωποί του, που συνεχίζουν το έργο του και σηματοδοτούν
την αόρατη αλλά ζωντανή και σωστική παρουσία του στον κόσμο. Οι απόστολοι εν Πνεύματι
αγίω γράφουν το Ευαγγέλιο και ως Εκκλησία, σώμα Χριστού, παραδίδουν στους
διαδόχους τους αυτά που παρέλαβαν από τον Κύριο. Ό,τι παρέδωσαν οι απόστολοι
φανερά σ΄ όλους, αυτό και μόνο αυτό είναι όλη η πίστη, όλη η χριστιανική
διδαχή, η ιερά παράδοση.
Η «άπαξ παραδοθείσα
πίστις»
Οι πατέρες
παραλαμβάνουν από τους αποστόλους, διαφυλάττουν και ερμηνεύουν την ιερά
παράδοση, η οποία, σημειωτέον, παραδόθηκε άπαξ, δεν σχηματίσθηκε κατά τον
μακραίωνα εκκλησιαστικό βίο. Και αυτές οι Οικουμενικές Σύνοδοι, όπου οι μεγάλοι
θεοφόροι πατέρες θεόπνευστα διατύπωσαν τα δόγματα και τους κανόνες της πίστεώς
μας, δεν δημιούργησαν, αλλά ερμήνευσαν την ιερά παράδοση. Υπενθυμίζω ότι τα
δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι αποκαλυμμένες αλήθειες του θείου λόγου,
όπως τις διατύπωσαν οι φωτισμένοι άγιοι ύστερα από αγώνες και μάχες της
Εκκλησίας κατά της πλάνης και της πονηρίας των αιρέσεων. Και οι κανόνες ή
εντολές των Συνόδων είναι οι ηθικές προτροπές του θείου λόγου, όπως τις έζησαν
οι άγιοι κάθε εποχής, που δεν συσχηματίζονταν με κανένα σχήμα του καιρού τους,
αλλά μεταμορφώνονταν σε σκεύη του αγίου Πνεύματος. Τα πάντα υπό τον ήλιο
μπορούν να μεταβάλλονται, να τελειοποιούνται, να εξελίσσονται. Η παράδοση της
Εκκλησίας, όμως, παραμένει αναλλοίωτη, ανεξέλικτη και αμετάβλητη στους αιώνες.
Ούτε συμπληρώνεται ούτε τελειοποιείται, αλλά αυτή τελειοποιεί τον άνθρωπο, τον
αναγεννά, και ανανεώνει την κοινωνία για να την καταστήσει και να την
διατηρήσει καινή κτίση. Βεβαίως, σε κάθε εποχή οφείλει η Εκκλησία να βρίσκει
νέους τρόπους, για να καθιστά προσιτή και κατανοητή στους ανθρώπους τη
διδασκαλία της. Ποτέ, όμως, και για κανένα λόγο δεν μεταβάλλει ούτε στο
ελάχιστο τη διδασκαλία· με απόλυτη ευλάβεια τη διατηρεί εντελώς αναλλοίωτη και
απαραχάρακτη. Μιμείται την τακτική του Θεανθρώπου Αρχηγού της, ο οποίος «μη
εκστάς της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος»· χωρίς να εγκαταλείψει ούτε
στιγμή τη θεϊκή του φύση προσέλαβε την ανθρώπινη κι αγκάλιασε τον πεσμένο
άνθρωπο, για να τον οδηγήσει στη σωτηρία, στη θέωση.
Νέα και ανανεούμενη Η
επιστήμη και η τεχνολογία με τις αλματώδεις εξελίξεις τους επινοούν νέες
μεθόδους για την αξιοποίηση της ηλιακής ενεργείας, αλλά ποτέ δεν διανοήθηκαν να
βελτιώσουν τον ήλιο. Αντίστοιχα, θα έλεγα, η Εκκλησία σε κάθε εποχή κρατά
άσβεστο το φως της παραδόσεως, που είναι το αρχικό και αιώνιο, γι΄ αυτό και
πάντα σύγχρονο, «εντολή καινή». Αυτή η καινή εντολή είναι επίσης «η εντολή η
παλαιά, ο λόγος ον ηκούσατε απ΄ αρχής» (Α΄ Ιω 2, 7), διακηρύττει ο άγιος
ευαγγελιστής Ιωάννης. Η πρόκληση του νέου μπορεί να δελεάζει και να θαμπώνει τα
κοσμικά συστήματα. Και πολύ εύλογα, διότι εκείνα και ημερομηνία λήξεως έχουν
και βελτίωση επιδέχονται. Στην Εκκλησία, όμως, δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Είναι
εξαρχής όλη καλή και ωραία η άσπιλη Νύμφη του ουρανίου Νυμφίου. Παραμένει δε
νέα και ανανεούμενη ανά τους αιώνες, εφόσον βέβαια δεν αφίσταται «της
παραδοθείσης αγίας εντολής» (Β΄ Πέ. 2, 21), αλλά κρατά την «άπαξ παραδοθείσαν
πίστιν» (Ιδ. 3) και στηρίζεται «εν τη παρούση αληθεία» (Β΄ Πέ. 1, 12)
υπακούοντας στην Παύλεια προτροπή· «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας
εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι΄ επιστολής ημών» (Β΄ Θε. 2, 15). Διαφορετικά,
κινδυνεύει να διδάσκει «έτερον ευαγγέλιον»(Γαλ. 1, 6) κι είναι αυτό εκτροπή και
έγκλημα που επισύρει το «ανάθεμα». Είναι χαρακτηριστική και ιδιαίτερα σημαντική
η διακήρυξη του Συνοδικού της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου· «Οι προφήτες ως είδον,
οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν,
η οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν… ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύττομεν».
Κάθετι αλλοιώτικο αλλοιώνει την αρχική διδαχή και απορρίπτεται ως αιρετικό.
Η απάτη του
Οικουμενισμού
Με αυτή την
προοπτική κατανοούμε πόσο ασύμφορη και άστοχη υπήρξε η ένταξη της Ορθοδόξου
Εκκλησίας στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε.) – ευφυής
και εύστοχη η απόδοση της συντομογραφίας ως «το ψέμμα του διαβόλου» - και η
συμμετοχή της στις εκδηλώσεις του. Αντιλαμβανόμαστε πόσο άδικος είναι ο
δελεασμός της Εκκλησίας από τα ποικίλα τερτίπια της οικουμενιστικής κινήσεως, η
οποία καπηλεύεται την οικουμενικότητα, το πνευματικό και άγιο γνώρισμα της
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όπως ήδη εξήγησα εφαρμόζοντας την αγιογραφική αλήθεια ότι
«ο Θεός αγάπη εστί» η Εκκλησία έρχεται να αγκαλιάσει την οικουμένη, τον κάθε
άνθρωπο και να τον ανεβάσει στη θέωση. Αντίθετα, η οικουμενιστική κίνηση
διαστρέφοντας την ευαγγελική αλήθεια θεοποιεί την αγάπη. Αλλά αγάπη χωρίς την
αλήθεια είναι απάτη. Και ο οικουμενισμός είναι η πιο βδελυρή απάτη.
Παρουσιάζεται και προβάλλεται ως μία αγαπητική κίνηση, φιλάνθρωπη και
φιλενωτική, που δεν ενοχλείται από τα δόγματα, στην πραγματικότητα όμως όχι
απλώς τα κονιορτοποιεί, αλλά τα υποκαθιστά. Ισοπεδώνει την αλήθεια και την
εξισώνει με την πλάνη, υποβιβάζει τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική
Εκκλησία στη σειρά της πανσπερμίας των αιρέσεων. Αν πρότυπο της αγάπης είναι η
αγαπητική σχέση, που ενώνει τα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδος, δεν πρέπει να
λησμονούμε ότι αυτά τα πρόσωπα έχουν το ομοούσιον και δι΄ αυτού συνιστούν τον
ένα Θεό. Αντίστοιχα, χωρίς ομοφροσύνη και ταύτιση στα δογματικά θέματα, κάθε λόγος
και εκδήλωση περί αγάπης μόνο σατανική παγίδα μπορεί να είναι. Παράδειγμα, η
συνάντηση της Ασσίζης, που μας έκανε περίγελω του κόσμου και έδωσε επιχειρήματα
και σ΄ αυτούς τους χιλιαστές. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω στο χιλιαστικό
βιβλίο «Αποκάλυψη, το μεγαλειώδες αποκορύφωμά της πλησιάζει», έκδ. 1988. Στη
σελίδα 249 παρατίθεται φωτογραφία με αντιπροσώπους των θρησκευμάτων του κόσμου
– μεταξύ των οποίων βεβαίως και ο εκπρόσωπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας – «που
ανέπεμψαν μία βαβυλωνία προσευχών στην πόλη της Ασσίζης, αλλά κανείς δεν
προσευχήθηκε στο ζωντανό Θεό, τον Γιαχβέ»! Δυστυχώς, η κατάντια των ημερών μας
δικαιώνει για πολλοστή φορά την προφητική φωνή του πολιού γέροντα επισκόπου
πρώην Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτη, ο οποίος κατ΄ επανάληψιν έχει
στιγματίσει τα οικουμενιστικά ανοίγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν δίστασε
μάλιστα να διακόψει το μνημόσυνο του οικουμενιστή πατριάρχη Αθηναγόρα, ενέργεια
στην οποία τον ακολούθησαν και τρείς άλλοι, ήδη αείμνηστοι επίσκοποι, ο
Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, ο Παραμυθίας Παύλος και ο Μηθύμνης Ιάκωβος. Πριν
μισό αιώνα, λοιπόν, το 1954, εξ αφορμής της Β΄ συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο
Έβανστον, ο τότε αρχιμανδρίτης π. Αυγουστίνος έγραφε στο υπ΄ αριθμ. 161 φύλλο
της «Χριστιανικής Σπίθας»: «Με τοιαύτα συνέδρια η διαχωριστική γραμμή αληθείας
και πλάνης, η καθαρώς άλλοτε διακρινομένη και από τα αμαθέστατα της Ορθοδοξίας
τέκνα, σβήνεται, εξαλείφεται. Ορθόδοξοι και αιρετικοί μέσα εις το ιγδίον
(=γουδί), το οποίον κρατούν και κτυπούν οι προτεστάνται γίνονται μία
συναλοιφή». Πρόσφατα η γλοιώδης οικουμενιστική «συναλοιφή» έκανε την εμφάνισή
της και σ΄ αυτό το βήμα του αποστόλου Παύλου, στον Άρειο Πάγο. Στα πλαίσια του
τελευταίου συνεδρίου του Π.Σ.Ε., στον Άγιο Ανδρέα Αττικής, πραγματοποιήθηκε
ειδική φιέστα στον Άρειο Πάγο, όπου εκπρόσωποι της Ορθοδόξου Εκκλησίας
αναμειγμένοι με το ποικιλώνυμο προτεσταντικό συνονθύλευμα ζήτησαν από το άγιο
Πνεύμα «ίαση και συμφιλίωση»!
Αυτοαδικούμαστε και αδικούμε
Πότε επιτέλους, θα
το καταλάβουμε ότι δεν είναι φανατισμός και μισαλλοδοξία η αποστροφή προς την
οικουμενιστική κίνηση; Στο όνομα της αγάπης και της ενότητος επιχειρείται η
αλλοίωση της ποιότητος και της ίδιας της οντότητος της Εκκλησίας. Αμφισβητείται
η μοναδικότητά της. Αλλά για ποιο Χριστό θα μιλήσουμε και σε ποια σωτηρία θα
καλέσουμε τον κόσμο, όταν θα έχουμε αλλοιώσει την ίδια την υπόσταση της
Εκκλησίας; Με τέτοιες τακτικές μπορεί να αρέσουμε στους ανθρώπους, αδυνατούμε,
όμως, να τους προσφέρουμε αυτό που μόνο η Εκκλησία διαθέτει. Το χειρότερο,
καθιστούμε άχρηστη και αζήτητη την σωτηρία, διότι εν ονόματι της απατηλής
οικουμενιστικής αγάπης δημιουργούμε στους αιρετικούς την ψευδαίσθηση ότι η
πλάνη τους δεν διαφέρει από τη δική μας αλήθεια, άρα δεν υπάρχει λόγος να
μετανοήσουν και να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Τους καταδικάζουμε,
λοιπόν, να μείνουν για πάντα εκτός σωτηρίας. Χαρακτηριστική επί του προκειμένου
είναι η ομολογία του μεταστραφέντος πρώην προτεστάντη F. Schaeffer: «Αποτελεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι οι χιλιάδες προτεστάντες, οι
οποίοι έχουν πρόσφατα μεταστραφεί στην Ορθοδοξία… δεν ήρθαν στην Ορθοδοξία από
την Ορθόδοξη μαρτυρία στις οικουμενιστικές συναντήσεις, αλλά συνέβη το ακριβώς
αντίθετο. Το κύμα των προσφάτων προτεσταντών προσηλύτων ήρθε μέσα στην
Εκκλησία… εξ αιτίας της αιώνιας πατερικής κι αποστολικής μαρτυρίας. Σ΄ αυτή
μπορεί να συμπεριληφθεί και η μαρτυρία εκείνη, η οποία διακηρύττει με δύναμη
την αποκλειστική φύση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως της αληθινής Εκκλησίας»
(Χορεύοντας μόνος, μτφρ. Αρχιμ. Αυ. Μύρου, σελ. 508-509). Πότε επιτέλους εμείς,
οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, που δίνουμε την εντύπωση ότι εξισώνουμε την Ορθόδοξη
πίστη μας με τις μύριες αιρετικές παραφυάδες, θα αντιληφθούμε το τριπλό σφάλμα
μας έναντι του ίδιου του εαυτού μας, ότι: Δυσαρεστούμε και πικραίνουμε τον ίδιο
τον Χριστό, περιφρονούμε τη διδαχή των αποστόλων, και μιμούμενοι τους
αιρετικούς διαγράφουμε όλους τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι
αγωνίσθηκαν μέχρις αίματος γι΄ αυτή τη διδαχή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου