Μητρ. Πειραιώς Σεραφείμ: ΠΟΣΟ ΣΟΒΑΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ;


Πρέπει νά γίνει σαφές ὅτι οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἀφοροῦν σέ ἤδη διακριτούς ρόλους ὅπως ὁ νῦν Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας στό βιβλίο του «Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, Ὑπό τό πρίσμα τῆς κοινοβουλευτικῆς ἐμπειρίας», ἐκδ. Α.Α. Λιβάνη, Ἀθήνα 2010, σελ. 65 ἑπ. ἔχει ὑποστηρίξει. «Οἱ διακριτοί ρόλοι προκύπτουν ἀπό τήν συγκρότηση τοῦ περιγράμματος τοῦ κράτους δικαίου δηλ. ἀπό τήν συνταγματική καί ἔννομη τάξη καί εὑρίσκονται στά ὅρια ἐκκοσμικεύσεως τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας ὑφισταμένου τοῦ πολυθρύλητου διαχωρισμοῦ» (Π. Μηλιαράκη-Συνταγματολόγου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ 24-6-2016).
Καί ναί μέν στό πλαίσιο τῶν ρυθμιστικῶν κανόνων πού ἰσχύουν διατηροῦνται οἱ «εἰδικές σχέσεις» Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως τό ἑορτολόγιο καί οἱ ἐπίσημες τελετές, συναρτῶνται μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις αὐτές οἱ «εἰδικές σχέσεις» δέν ἀναιροῦν τήν διάκρισι μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Πολιτεία νομοθετεῖ ἐρήμην ἤ καί ἐναντίον τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τά ψηφισθέντα νομοθετικά πλαίσια γιά τόν πολιτικό γάμο, τήν καύση τῶν νεκρῶν, τό αὐτόματο διαζύγιο, τήν ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, τή νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων, τό σύμφωνο συμβίωσης ἑτεροφύλων καί ὁμοφυλοφίλων κλπ. Συνεπῶς ἀπό τό γεγονός αὐτό ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι ἀπολύτως διακριτοί καί βρίσκονται στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἑπομένως ἡ ἰδεοληψία περί δῆθεν θεοκρατίας πηγάζει μόνο ἀπό σκοτεινή ἐμπάθεια καί νομική ἄγνοια ἤ μίσθαρνη στράτευση.
Στό σύγχρονο Εὐρωπαϊκό πολιτισμό δέν εἶναι μόνο ἡ Ἑλλάδα πού ἀναγνωρίζει ἐπισήμως συγκεκριμένη θρησκευτική κοινωνία, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ἄλλες χῶρες πολιτισμοῦ ὅπως ἡ Μ. Βρετανία καί ἡ Δανία ἀναγνωρίζουν θρησκευτικές κοινωνίες καί μάλιστα στή Μ. Βρετανία ὁ ἀνώτατος ἄρχων εἶναι ἀρχηγός τῆς Ἀγγλικανικῆς κοινωνίας καί τῆς Πρεσβυτεριανῆς «Ἐκκλησίας» τῆς Σκωτίας καί συνεπῶς ὁ συντακτικός νομοθέτης πού θέσπισε ὅτι «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» δέν εἰσήγαγε πολιτιστική ἤ νομική καινοτομία. Ἁπλῶς δήλωσε τόν σεβασμό του στήν μακρά παράδοση καί τήν θρησκευτική συνείδηση τῆς συντριπτικῆς πλειονοψηφίας τοῦ λαοῦ πού συγκροτεῖ τή συντεταγμένη Πολιτεία. Ταυτοχρόνως ὅμως τό ἰσχῦον Σύνταγμα θεσπίζει τό ἀπαραβίαστο καί τό ἐλεύθερο τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης μέ διάταξη τῆς παραγρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13 πού δέν ἀναθεωρεῖται ἐπειδή ἀφορᾶ στόν σκληρό πυρῆνα τῆς συνταγματικῆς τάξης, ἐν ἀντιθέσει μέ τό ἄρθρο 3 πού ὁρίζει τίς «σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» καί πού μπορεῖ νά ἀναθεωρηθῆ ἄν δέν ληφθῆ ὑπ’ ὄψι ὅτι μέ τήν τυχόν ἀναθεώρησή του ἀνατρέπονται οἱ νομικές σχέσεις τῶν Νομικῶν Προσώπων τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Κράτος, παύει ἡ Συνταγματική προστασία τῶν Καταστατικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Τόμου ἀνακηρύξεως Αὐτοκεφαλίας τοῦ 1850 καί τῆς Πράξεως τοῦ 1928 καί βέβαια τοῦ ἰσχύοντος Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977) μέ ὅτι αὐτό μπορεῖ νά σημαίνει γιά τήν εὐστάθεια  καί τήν κοινωνική συνοχή τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀνατροπή αὐτή ἀναπόδραστα θά πρέπει νά συμπαρασύρει γιά λόγους ἰσότητος καί τήν νομική σχέση μέ τήν Ἑλληνική Πολιτεία τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου (Κ.Ι.Σ.) καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων πού ἀποτελοῦν Ν.Π.Δ.Δ. μέ δικαιοδοτικές ἁρμοδιότητες διά τῶν Ραββινικῶν Συμβουλίων στήν ἔννομη τάξη τῆς Ἑλλάδος, καθώς καί τῶν Μουσουλμανικῶν Μουφτειῶν πού ἀποτελοῦν Δημόσιες Ὑπηρεσίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, μέ ὡσαύτως δικαιοδοτική ἁρμοδιότητα.
Τό πρόταγμα τοῦ λεγομένου χωρισμοῦ ἐπαναλαμβάνεται ἀπό προφανῶς ἀμοίρους νομικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι μέ ἐφαλτήριο τό λεγόμενο «θράσος τῆς ἀγνοίας τους», θέτουν πρός κατεδάφισι ὅ,τι συνιστᾶ τό κράτος δικαίου πού ἐπί 200 σχεδόν χρόνια πύργωσε ὁ λαός μας μέ αἷμα καί ἱδρώτα. 
Μιλοῦν γιά διακριτότερους ρόλους Ἐκκλησίας καί Κράτους, διάβαζε Ἔθνους ἐπικαλούμενοι δῆθεν προοδευτικά συνθήματα. Οἱ ἀντιλήψεις ὅμως περί χωρισμοῦ εἶναι τοῦ περασμένου αἰώνα πού γεννήθηκαν κάτω ἀπό μισαλόδοξο ἀντιθρησκευτικό καί ἀντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεῦμα πού δέν συμβιβάζεται μέ τίς σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές καί θρησκευτικές ἀντιλήψεις καί πού ἀναπτύχθηκε σέ προτεσταντικές καί παπικές χῶρες πού δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν πολιτισμό καί τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τό πρότυπο τῶν δυτικῶν Κοινωνιῶν ἀλλά καί τοῦ ἀθεϊστικοῦ ἀνατολικοῦ μπλόκ πού ἱστορικά κατέρρευσε παταγωδῶς, μέ τό θρησκευτικό συγκρητισμό καί μέ τόν χωρισμό, παράγει μόνο διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα καί ἐπιτρέπει τήν ἅλωση τῶν κοινωνιῶν ἀπό τήν παραθρησκεία,τίς καταστροφικές λατρείες, τήν εἰδωλολατρεία, τόν σατανισμό καί τά ἐγκληματικά φαινόμενα. Οἱ ἀντιλήψεις περί χωρισμοῦ δέν συμβιβάζονται μέ τά ἑλληνικά ἰδεώδη καί τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη πού πότισε τίς ρίζες τοῦ Ἔθνους μας.
Οἱ ἀντίθετοι, οἱ ἔξω τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀντιπαρέρχονται μία παγκόσμια πραγματικότητα, τήν πραγματικότητα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου ἀπό τόν Χριστιανισμό. Δέν μιλᾶμε γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μιλᾶμε γιά τήν κοινωνική πραγματικότητα, γιά τήν κοινωνική διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ πού ἐκπολίτισε τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα στήν χώρα μας, μᾶς διαφύλαξε διά νά μήν εἴμαστε τό ὑπόλοιπο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας σήμερα, ἐξισλαμισμένοι καί Τουρκοποιημένοι.
Ὁ Χριστιανισμός συνεπῶς κρινόμενος μόνο μέ κοσμικά κριτήρια εἶναι μιά παγκόσμια θρησκεία πού δέν μπορεῖ νά τεθεῖ στό κοινωνικό περιθώριο, οὔτε νά ἀγνοηθεῖ καί ἀσφαλῶς δέν εἶναι δυνατό νά καταπολεμηθεῖ γιατί εἶναι θεοσύστατος ὀργανισμός, ὅπως ἀπέδειξαν τά δύο χιλιάδες χρόνια τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του καί τά πολυεκατομμύρια τῶν μαρτύρων Του.
Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι μιά ὁμόδοξη κοινωνία ζυμωμένη μέ τό χριστιανικό πνεῦμα. Ἡ προστατευομένη ἀπό τό Σύνταγμα ἔννοια τοῦ Ἔθνους σύγκειται ἀπό τό ὁμόθρησκον, τό ὅμαιμον, τό ὁμόγλωσσον καί τό ὁμότροπον. (Ἡρόδοτος)
Ἡ πρόταση τῆς ἀναθεωρήσεως τῶν σχέσεων, περνᾶ καί ἀπό τήν θύρα τῆς εἰδικῆς ἐπιστήμης τῆς κοινωνιολογίας. Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς «ἡ θρησκεία εἶναι μία ἰδιωτική ὑπόθεση» κατέληξε πάντοτε στήν καταδίωξη καί καταπίεση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως. Ἄμεσες συνέπειες τῆς τακτικῆς αὐτῆς εἶναι ὁ προοδευτικός ἐκφυλισμός τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ἠθικῆς, ἡ σχετικοποίηση τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως καί ἡ εἰσβολή ξένων ἰδεολογιῶν μέ ἐπικίνδυνο γιά τήν ἐθνική ἐπιβίωση περιεχόμενο. Ἡ συλλειτουργία τῶν θεσμῶν τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία μας, ἔχει ὡς συνέπεια νά εἶναι ἀδύνατον νά αὐτονομηθοῦν οἱ θεσμοί αὐτοί καί νά παύσουν νά συλλειτουργοῦν χωρίς τό ἄμεσο ἐνδεχόμενο ἀρνητικῶν συνεπειῶν στήν ἐθνική πορεία καί ἐπιβίωση. Ὁ ὁμ. Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε ἐναργέστατα τήν θεωρία τοῦ φονξιοναλισμοῦ (fonctionnalisme) δηλ. τῆς συλλειτουργίας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν. Ὅταν στήν ἀθεϊστική Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» ἀμοιβαιοτήτων πού ὁδήγησαν προοδευτικά στά διατάγματα 91/1955, 654/1968 καί 1024/1983 μέ τά ὁποῖα οὐσιαστικά ἡ ἐθνική Ρωμαιοκαθολική «Ἐκκλησία» τῆς Γαλλίας ἐπέστρεψε στά ἐπίπεδα συλλειτουργίας μέ τούς πολιτικούς θεσμούς καί ὅταν ἐπίσης στήν ἄλλοτε κραταιά Σοβιετική Ἕνωση τό διάταγμα τῆς 5/2/1918 μέ τό ὁποῖο ἐπεβλήθη ὁ χωρισμός Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀντικατεστάθη μέ μιά σειρά διαταγμάτων ὅπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 καί μέ τήν γνωστή ἡμισυνταγματική ἀναθεώρηση τοῦ 1972 μέ τά ὁποῖα ἀναγνωρίστηκε ὡς «ἀνεπίσημη θρησκευτική ἐπισημότητα» ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ ἤ ὄχι ἀνεπίτρεπτη συνθηματολογία τό δῆθεν προοδευτικό πρόταγμα στήν Ἑλλάδα, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ συστατικό τοῦ Ἔθνους;
Τά κόμματα πού μιλᾶνε γιά ἐπαναδιατύπωση τῶν σχέσεων στήν οὐσία στοχεύουν στόν θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῶν Ἑλλήνων, θέλουν νά πάψουν οἱ πολίτες νά εἶναι θρησκεύοντα μέλη τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι εἶναι ἀντίθετοι πρός τήν χριστιανική πίστη. Τήν ἀπουσία ὅμως τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου ἀπό τόν πολίτη θά τήν ὑποκαταστήσει ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἔχει καί αὐτό θρησκευτικό χαρακτῆρα, γιατί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο κατά τόν θεωρητικό τῶν Σοβιέτς Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δέν μπορεῖς νά ἀφαιρέσης τήν ἐλευθερία, τήν ἰδιοκτησία καί τήν μεταφυσική ἀγωνία» καί αὐτό τό στοιχεῖο ὀνομάζεται ἀντιχριστιανός ἤ ἀντιθρησκευτικός πολίτης ἤ ἄθεος πού στρατεύτεται στήν «θρησκεία» τῆς ἀθεΐας. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο τοῦ πολίτου αὐτῶν πού θέλουν καί προβάλλουν τόν λεγόμενο χωρισμό. Τόν ἀποκαλοῦν μέ πολλά ὀνόματα, φιλικό ἤ ἔντιμο χωρισμό ἤ βελούδινο διαζύγιο ἤ ἀναθεώρηση σχέσεων ἤ ἀναστοχασμό ἤ ἐπαναπλαισίωση, ἤ διακριτότητα δέν ἔχει σημασία. Μέ αὐτόν τόν τρόπο λένε ὅτι τό κράτος θά εἶναι οὐδέτερο πρός τήν θρησκεία καί αὐτό θά εἶναι δῆθεν καλύτερο γιά τήν κοινωνία. Τεχνητός ὅμως χωρισμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας στήν κοινωνική της διάσταση καί λειτουργία μπορεῖ νά εἶναι ἀπό νομοθετικῆς πλευρᾶς δυνατός, θά ἀποτελεῖ ὅμως κατ’ οὐσίαν κατασκευή ἑνός «ἀνθρωπίνου τέρατος», ἑνός «κοινωνικοῦ θηρίου». Οἱ κοινωνίες δέν ὀργανώνονται μόνο μέ Νόμους ἤ Συντάγματα, ὀργανώνονται καί μέ ἐξωνομικούς κανόνες πού ἀπό πλευρᾶς ἀξίας καί πρακτικοῦ κοινωνικοῦ ἀποτελέσματος εἶναι οἱ σημαντικότεροι.
Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι ὀργανωμένη μέ τέτοιους κανόνες, πού εἶναι οἱ χριστιανικοί κανόνες καί ἑπομένως εἶναι λάθος ἡ πολιτική βούληση πού θέλει νά ὁδηγήσει σέ θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τήν ἑλληνική κοινωνία στό ὄνομα τῆς δῆθεν προόδου, γιατί στήν ἑλληνική κοινωνία οἱ θεσμοί συλλειτουργοῦν ἐπειδή συλλειτουργοῦν οἱ ἀνθρώπινες προσωπικότητες. Βέβαια στίς κοινωνίες ὑπάρχουν πολίτες μέ θρησκευτική συνείδηση καί πολίτες χωρίς αὐτήν ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἐπιλογή καί ἀνάγεται σέ ἀτομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Ἡ καθιέρωση ὅμως πολιτειακά τοῦ χωρισμοῦ τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν εἶναι τραγικά ἀγεφύρωτη ἔκπτωση.
Ὁ λεγόμενος χωρισμός χωρίς νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ἡ συλλειτουργία τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἡ ἰδιομορφία τοῦ πολιτιστικοῦ καί Ἐθνικοῦ παρελθόντος, οἱ ἀντιλήψεις καί ἡ ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι μία ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψη.
Τό σύστημα τῆς νόμῳ κρατούσης Πολιτείας πού ἰσχύει σήμερα μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 παράλληλα μέ τόν οὐδετερόθρησκο χαρακτήρα τοῦ Κράτους πού εἰσάγει τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος εἶναι καθεστώς διακριτῶν ρόλων ἀφοῦ Ἐκκλησία καί Πολιτεία εἶναι κοινωνίες διάφορες, συναφεῖς ὅμως καί συνεχόμενες μέ συνεργασία κοινωνικά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη. Ἡ ἱστορική ἐμπειρία ἐφαρμογῆς τοῦ συστήματος τόσο στήν χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο καί τήν ὀθωμανική κατοχή, ὅσον καί στήν περίοδο τοῦ νεωτέρου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νομική αὐτή κατάσταση δέν ἔβλαψε οὔτε τήν Ἑλληνική κοινωνία, οὔτε τά δικαιώματα τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν Κοινοτήτων καί ἐπί τέλους θέτει τό ἐρώτημα, ἡ μετατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ὁποία πολυειδῶς ὀφείλει τό Ἔθνος ἀπό Ν.Π.Δ.Δ. σέ ἁπλό Σωματεῖο ἤ Ἕνωση προσώπων θά συμπαρασύρει καί τό ὑφιστάμενο νομικό καθεστώς τῶν Μουφτειῶν τῆς Μουσουλμανικῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς καί τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων; Γιατί κάτι τέτοιο δέν προαναγγέλεται.
Τό ἄρθρο 110 τοῦ Συντάγματος ἐπιτρέπει ἀποκλειστικῶς καί μόνο τήν ἀναθεώρηση ὄχι ὅλων ἀλλά μόνον ὁρισμένων διατάξεων τοῦ Συντάγματος. Καί μάλιστα μετά παρέλευση πενταετίας ἀπό τῆς τελευταίας. Τί σημαίνει ἡ ρύθμιση αὐτή; Ἁπλούστατα δύο πράγματα:
Α. Ὅτι ὁ Συνταγματικός Νομοθέτης δυσπιστεῖ ὡς πρός τήν εἰλικρίνεια τῶν ἐπιχειρούντων τήν ἀναθεώρηση καί
Β. Ὅτι ἡ ὡς ἄνω συνταγματική διάταξη εἰσάγει «ἐξαιρετικό δίκαιο» οἱ διατάξεις τοῦ ὁποίου ἑρμηνεύονται στενῶς ἀπαγορευομένης κάθε διευρύνσεως τῆς ἐννοίας καί ἐφαρμογῆς του.
Δεύτερο στοιχεῖο τοῦ ἄρθρου 110 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος εἶναι ὅτι ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος καὶ μετὰ τὴν παρέλευση τῆς 5ετίας δὲν ἐπιτρέπεται ἀορίστως καὶ ὁποτεδήποτε, ἀλλὰ μόνο ἐφ’ὅσον διαπιστωθεῖ ἀνάγκη ἀναθεωρήσεως καὶ μάλιστα ὅταν τὸ ἀποφασίσει ἡ Βουλή, τὴν δὲ ἀναθεώρηση θὰ τὴν ἐκτελέση ὄχι ἡ Βουλὴ ποὺ διεπίστωσε τὴν ἀνάγκη ἀλλὰ ἡ ἑπομένη. Τὰ ἴδια ἀκριβῶς γίνονται δεκτὰ καί ἀπό τήν ἀλλοδαπή νομική θεωρία καί ἐάν ἡ ἀρχή αὐτή δέν γίνει σεβαστή ἔχουμε τήν δημιουργία «παρασυντάγματος». Ἐπιπρόσθετο χαρακτηριστικό τῆς δυσπιστίας καὶ τοῦ ἐξαιρετικοῦ δικαίου εἶναι ἡ παρ. 5 τοῦ ἄρθρου 110 τοῦ Συντάγματος ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος ἀφ’ἧς ἀποφασισθῆ καὶ δημοσιευθῆ στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, δὲν τίθεται ἐν ἰσχύι ἀλλὰ ἀπαιτεῖται πρὸς τοῦτο «εἰδικὸ ψήφισμα» τῆς Βουλῆς.
Στὴν Ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη ὅπως ἀναφέραμε ΝΠΔΔ εἶναι δυνάμει τῶν διατάξεων τοῦ Ν. 2345/3.7.1920 (ΦΕΚ 148Α) ὡς τίθεται καί ἰσχύει μέ τόν Νόμο 3069/31.3.1924 (ΦΕΚ  71Α) καί τῶν διατάξεων τοῦ Ν. 1920/4.2.1991 (ΦΕΚ 11Α) οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες οἱ ὁποῖες εἶναι δημόσιες ὑπηρεσίες μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ Ν. 1920/4.2.1991 καί οἱ Μουφτῆδες μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθ. 1 παρ. 7 τοῦ ἴδιου Νόμου διορίζονται καί παύονται μέ Προεδρικό Διάταγμα ἐκδιδόμενο μετά ἀπό πρόταση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καί Θρησκευμάτων καί δυνάμει τῶν ἄρθ. 4 καί 5 τοῦ ἴδιου νόμου «οἱ διοριζόμενοι Μουφτῆδες καί οἱ τοποτηρητές εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, κατέχουν θέση Γενικοῦ Διευθυντή καί λαμβάνουν ἀποδοχές Γενικοῦ Διευθυντή μέ βασικό μισθό τόν προβλεπόμενο γιά τό ἀνώτερο μισθολογικό κλιμάκιο (1ο ) τοῦ Ν. 1505/1984», «Ὁ Μουφτής ἀσκεῖ δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ἑλλήνων πολιτῶν τῆς περιφερείας του ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν, ἐπιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσείας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς ἐφ’ ὅσον οἱ σχέσεις αὐτές διέπονται ἀπό τόν ἱερό μουσουλμανικό νόμο».
Ἴδιες ρυθμίσεις ἰσχύουν στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξη καί γιά τίς Ἰσραηλιτικές κοινότητες μέ τούς Ν. 2456/2.8.1920 (ΦΕΚ 173Α), Ν. 1657/15.1.1951 (ΦΕΚ 20Α) καί Ν. 3817/7.3.1958 (ΦΕΚ 36Α) στούς ὁποίους ὁρίζεται στό ἄρθρο 1 τοῦ Ν. 2456 «Εἰς ἅς πόλεις κατοικοῦσι μονίμως πλείονες τῶν 20 Ἰσραηλιτικῶν οἰκογενειῶν καί λειτουργεῖ Συναγωγή δύναται νά ἱδρυθῆ διά Β. Διατάγματος Ἰσραηλιτική Κοινότης ἀναγνωριζομένη ὡς ΝΠΔΔ», στό ἄρθ. 9 τοῦ ἴδιου Νόμου «Ἑκάστης κοινότητος προΐσταται θρησκευτικῶς εἷς Ἀρχιραβῖνος, διοριζόμενος καί ἀπολυόμενος διά Β. Διατάγματος προτάσει τῆς κοινότητος». Στό ἄρθ. 12 διαλαμβάνεται «Θρησκευτικό Δικαστήριο φέρον τόν τίτλον Μπεθ-ντίν» καί διοριζόμενον ὑπό τοῦ Ραββινικοῦ Συμβουλίου ἀποφαίνεται ἐπί...τῶν περιπτώσεων τῆς συστάσεως καί διαλύσεως τοῦ γάμου μεταξύ Ἰσραηλιτῶν, τῶν προσωπικῶν σχέσεων τῶν συζύγων συνεστῶτος τοῦ γάμου, περί διατροφῆς συζύγων καί τέκνων, περί ἀποδόσεως τῆς προικός καί τῶν παραφέρνων συνεπείᾳ διαζυγίου ἐφ’ ὅσον αἱ σχετικαί ἀξιώσεις ἀπορρέουν ἐκ τοῦ ἱεροῦ Ἰουδαϊκοῦ νόμου».
Στόν Α.Ν. 367/7.6.1945 (ΦΕΚ 143Α) στά ἄρθ. 5 καί 6 «συνιστᾶται Κεντρικόν Ἰσραηλιτικόν Συμβούλιον τοῦ ὁποίου τά μέλη διορίζονται δι’ ἀποφάσεως τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων καί Παιδείας» καί στόν Ν. 1657/1951 διαλαμβάνεται στό ἄρθ. 3 παρ. 2 «Ὁ γενικός Ἀρχιραββῖνος Ἑλλάδος ... διορίζεται καί ἀπολύεται προτάσει τοῦ ἄνω συνεδρίου διά Β.Δ. προκαλουμένου ὑπό τοῦ Ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων καί Ἐθνικῆς Παιδείας».
Μέ τόν Ν. 590/16.3.1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (ΦΕΚ 146Α) στό ἄρθ. 1 ἐδ. 4 διαλαμβάνεται «Κατά τάς νομικάς αὐτῶν σχέσεις ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, αἱ Μητροπόλεις, αἱ Ἐνορίαι μετά τῶν Ἐνοριακῶν αὐτῶν Ναῶν, αἱ Μοναί, ἡ Ἀποστολική Διακονία, ὁ ΟΔΕΠ, τό ΤΑΚΕ, τό Διορθόδοξο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ΝΠΔΔ», στό ἄρθ. 26 ὁρίζεται στήν παρ. 1 διά τούς Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅτι «Μετά τήν πρός τό Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων γνωστοποίηση ὑπό τῆς ΙΣΙ τῆς ἐκλογῆς, τῆς τελέσεως τοῦ μηνύματος καί τῆς χειροτονίας τοῦ ἐκλεγέντος...ἐκδίδεται ἐντός 10 ἡμερῶν προτάσει τοῦ ἀσκοῦντος μόνον ἔλεγχον νομιμότητος Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων Προεδρικόν Διάταγμα περί ἀναγνωρίσεως καί καταστάσεως τοῦ ἐκλεγέντος δημοσιευόμενον διά τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως». Μέ τόν Ν. 4301/7.10.2014 (ΦΕΚ 223Α) παρέχεται ἡ Νομική Προσωπικότης Θρησκευτικοῦ Προσώπου σέ ὅλες τίς γνωστές ἐν Ἑλλάδι Θρησκευτικές Κοινότητες.
Ἀπό τίς ἀνωτέρω παρατιθέμενες διατάξεις ἀποδεικνύονται οἱ ὑφιστάμενοι διακριτοί ρόλοι Ἐκκλησίας Πολιτείας καί τό οὐδετερόθρησκο τοῦ Κράτους.
Μέ τό ἄρθρο 13 παρ. 1 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος ἔχει κατοχυρωθεῖ θεσμικῶς ἡ ἐλευθερία θρησκευτικῆς συνειδήσεως κάθε Ἕλληνος πολίτου καί ἡ ἀπρόσκοπτος λατρεία τῶν γνωστῶν θρησκειῶν (τῶν μή ἐχόντων κρύφια δόγματα καί λατρεία ἀντικειμένη στά χρηστά ἤθη καί τήν ἔννομη τάξη).
Ὡσαύτως μέ τίς παραπάνω παρατιθέμενες νομικές διατάξεις καί οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες-δημόσιες ὑπηρεσίες καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες-ΝΠΔΔ ἀσκοῦν δικαιοδοτική ἁρμοδιότητα τοῦ Κράτους ἐπί Ἑλλήνων πολιτῶν Μουσουλμανικῆς ἤ Ἑβραϊκῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς. Τό δικαίωμα αὐτό δέν ἀναγνωρίζεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία καί δέν τό διεκδικεῖ.
Ἡ Ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, πού διέπει τόν θεμελιώδη Νόμο τοῦ Κράτους, τό Σύνταγμά μας (ἀρ. 13) πηγάζει ὄχι μόνο ἀπό τήν ἰδιοπροσωπεία μας ἀλλά κυρίως ἀπό τήν θρησκευτική μας πίστη καί τίς Εὐαγγελικές Ἀρχές τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσφαλῶς ἀπό τήν αἰώνια διακήρυξη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Μαρκ. 8, 34). Ἡ εὐλογημένη χώρα μας εἶναι μία χώρα στήν ὁποία οἱ πάντες ἀπολαμβάνουν τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος οὐδέν πλεονέκτημα ἔχει πέραν τῆς διά τούς γνωστούς ἱστορικούς λόγους ἀναγνωρίσεως ὅτι τά Νομικά Αὐτῆς Πρόσωπα κατά τάς νομικάς των σχέσεις εἶναι εἰδικά Ν.Π.Δ.Δ. (ἄρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) πού συνεπιφέρει ὅμως καί τήν ἐποπτεία καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχο ὑπό τῶν ἐλεγκτικῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους! Ὅπως εὐστόχως ἀναφέρει ἡ αἰτιολογική ἔκθεση ὑπό τό ἄρθρ. 68 παρ. 1 παρ. 3 τοῦ Ν. 435/2014 : «Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει ἀποσαφηνίσει καί σέ Ἑλληνική ὑπόθεση (ΕΔΔΑ Holy Monasteries c Greece) καί σέ ὑποθέσεις μεταξύ ἄλλων εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν καί Ἐκκλησιῶν μέ νομική μορφή Ν.Π.Δ.Δ., ὅτι, παρότι στά κράτη αὐτά οἱ Ἐκκλησίες εἶναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εἶναι «μή κυβερνητικοί ὀργανισμοί» καί ἔχουν πλήρως δικαίωμα αὐτοδιοίκησης τῶν ὑποθέσεων τους ἔναντι τοῦ Κράτους μέ ἀποφάσεις τῶν διοικητικῶν ὀργάνων τους (ΕΔΔΑ Holy Synod of  the Bulgarian Orthodox Church c. Bulgaria, ΕΔΔΑ Siebenhaar c. Allemagne, ΕΔΔΑ Reuter c. Allemagne, ΕΔΔΑ Muller c. Allemagne, ΕΔΔΑ Fernandez Martinez v. Spain, ΕΔΔΑ Schuth c. Allemagne, ΕΔΔΑ  Obst c.  Allemagne). Ἔτσι, εἰσάγεται  μία  γενική ρύθμιση γιά αὐτά τά εἰδικά νομικά πρόσωπα, ἦτοι τά νομικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Δωδεκανήσου καί Ἐξαρχίας Πάτμου, τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων, τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου, τοῦ Ὀργανισμοῦ Περιθάλψεως καί Ἀποκαταστάσεως Ἰσραηλιτῶν Ἑλλάδος, προκειμένου νά διευκρινιστεῖ ότι αυτά δεν ταυτίζονται με τα κρατικά ν.π.δ.δ. και δεν ὑπάγονται στίς διατάξεις δημοσίου δικαίου, που ἀφοροῦν τή Γενική Κυβέρνηση καί τό δημόσιο τομέα -στενό ἤ εὐρύτερο- ἐκτός ἐάν τό ὁρίζει ρητά κάποια συγκεκριμένη διάταξη. Ὡστόσο, συνεχίζουν νά ἰσχύουν οἱ τυχόν μέχρι σήμερα ἐφαρμοζόμενες σ'  αὐτά διατάξεις, ποῦ ἀφοροῦν στήν ἐποπτεία τους καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχό τους καθώς καί τήν πρόσληψη καί τήν κατάσταση τοῦ προσωπικοῦ τους (π.χ. τό ἄρθρο 45 παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 γιά τόν διαχειριστικό ἔλεγχο τοῦ κράτους στίς ἐκκλησιαστικές διαχειρίσειςτό ἄρθρο 1 τοῦ ν. 3812/2009 γιά τήν πρόσληψη ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων μέσω Α.Σ.Ε.Π.). Διευκρινίζεται ἐπίσης ὅτι σέ ὅσες περιπτώσεις τά παραπάνω θρησκευτικά νομικά πρόσωπα λαμβάνουν ἐπιχορηγήσεις καί κάθε εἴδους χρηματοδοτήσεις ἀπό τό Κράτος ἤ εὐρωπαϊκούς πόρους ὑποχρεοῦνται νά ἀκολουθοῦν τήν κείμενη νομοθεσία δημοσίου δικαίου κατά τήν διαχείριση αὐτῶν τῶν χρηματικῶν ποσῶν (π.χ, ἀνάθεση συμβάσεων ἔργων) καί ὅτι ὑπάγονται στόν ἴδιο δημοσιονομικό ἔλεγχο, ποῦ ὑπάγονται καί τά ἐπιχορηγούμενα κρατικά Ν.Π.Δ.Δ.». Τήν αὐτή ὅμως νομική προσωπικότητα μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πάλι δι’ ἱστορικούς λόγους ἔχουν ὅπως προαναφέραμε καί τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40) ἐνῶ οἱ 3 Μουσουλμανικές Μουφτεῖες Ξάνθης, Κομοτηνῆς καί Διδυμοτείχου εἶναι «δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους». Κατά ταῦτα μέ ποῖο νόμιμο τρόπο θά ὑποβιβασθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέ Νομικό Πρόσωπο ἰδιωτικοῦ δικαίου ἤ ἰδίου δικαίου (Θρησκευτικό Πρόσωπο) τοῦ Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/17.1.2014) τήν στιγμή πού θά παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες; Καί μέ ποῖο νομικό τρόπο κατ’ ἐπιταγή τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητος τοῦ Συντάγματος θά ὑποβιβασθοῦν οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες σέ Ν.Π.Ι.Δ. καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες γιά νά παρακολουθήσουν τήν ὑποβάθμιση τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Κι ἀκόμη  ὑφίσταται σήμερα πολιτική δυνατότης ὑποβαθμίσεως τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῶν Μουφτειῶν τῆς Ἑλλάδος ὅταν ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ὅτι τότε ἡ Μουσουλμανική  μειονότητα δικαίως θά διεκδικήση τήν ἐκλογή ἀπό αὐτήν ἀντί τοῦ διορισμοῦ ἀπό τό κράτος τῶν Μουφτήδων; Σήμερα τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀντιμετωπίζει διεθνῶς τό πολύ εὐαίσθητο νομικό θέμα τοῦ διορισμοῦ ἀντί τῆς ἐκλογῆς ἀπό τήν Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στό γεγονός ὅτι οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους καί ἔχει τό Δημόσιο τήν ἁρμοδιότητα τοῦ διορισμοῦ τῶν ἀσκούντων τήν σχετική δικαιοδοσία. Ἐάν ἡ Κυβέρνηση δέν ἔχει πρόβλημα μέ τήν «ἐκλογή» τῶν Μουφτήδων ἀπό τό Τουρκικό Προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς ἡ «Κοσοβοποίηση» τῆς Θράκης θά εἶναι θέμα ὀλίγων μηνῶν.
Μέ τήν πρόταση ἀναθεωρήσεως τῶν σχέσεων μέ ἕνα λόγο ἐπιδιώκεται ἡ περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία γιά τούς ἐπιθυμοῦντας τόν λεγόμενο χωρισμό εἶναι ἄχρηστη μέσα στήν κοινωνία καί συνεπῶς ἕνας χωρισμός θά ὑποκρύπτει «κρυφό διωγμό» καί θά συνδράμει μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ὁδηγηθῆ κατά τή γνώμη τους σέ μαρασμό. Οἱ «καλοί» ὅμως αὐτοί «πόθοι» στεροῦνται σοβαρότητος γιατί ἀγνοοῦν τό πασίδηλο γεγονός ὅτι οἱ πολίτες εἶναι συγχρόνως καί θρησκευτικές προσωπικότητες καί δέν μποροῦν νά χωρισθοῦν στά δύο ὥστε τό Κράτος νά πάρει τόν «πολίτη» καί ἡ θρησκεία τόν «θρησκευτικό πολίτη».
Τό αἴτημα τοῦ λεγομένου χωρισμοῦ χωρίς νά λαμβάνεται ἐπιπροσθέτως ὑπ’ ὄψι ἡ ὀργάνωση τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, τά μεγάλα γεωστρατηγικά καί γεωπολιτικά προβλήματα τῆς περιοχῆς μας, ὁ τρομακτικός φονταμενταλισμός τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι τελικά ὅπως εἴπαμε μιά ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψι. Τό μεγάλο ἐκσυγχρονιστικό καί μεταρρυθμιστικό θέμα τῆς Πολιτείας δέν εἶναι ὁ χωρισμός τοῦ Ἔθνους ἀπό τήν Ἐκκλησία γιατί ὅπως προαναφέραμε μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 ἔχουν καθορισθῆ οἱ διακριτότατοι ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἀλλά ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ τέρατος τῆς Γραφειοκρατίας, τῆς ἀσυνέχειας τοῦ Κράτους, τῆς εὐνοιοκρατίας καί κομματοκρατίας καί τῆς σοβούσης ἠθικῆς σήψεως καί διαφθορᾶς.
Ἀδαῶς φερόμενοι οἱ θέτοντες τό λελυμένο αὐτό ζήτημα ἐδῶ καί 43 χρόνια ἀπό τό ἰσχῦον Σύνταγμα ἐπιζητοῦντες τόν χωρισμό ἰσχυρίζονται ὅτι θά ἀπαλλαγῆ δι’ αὐτοῦ ἡ Πολιτεία καί ἀπό τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί θά ἰδιοποιηθῆ τήν Ἐκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, λησμονοῦν ὅμως ἀπαράδεκτα ὅτι ἀκόμη ἡ Ἑλλάδα ἀποτελεῖ Κράτος Δικαίου καί ὅτι τήν ἀπάντησι στούς «εὐσεβεῖς πόθους» τους ἔδωσε τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) πού ὑποχρέωσε τήν Ἑλληνική Πολιτεία νά ἄρει τίς συνέπειες τῶν Νόμων 1700/1987 καί 1811/1988. Μέ τήν ἀπόφασι 10/1993/305/483-484/9.12.1994 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐπιλύεται ὁριστικά ἡ νομική θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέσα στήν Ἑλληνική Πολιτεία καί ἀναγνωρίζεται ἡ δικαιϊκή ἀρχή τοὺ ἄρθρου 51 τοῦ εἰσαγωγικοῦ νόμου τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος «Ἡ ἀπόκτηση κυριότητας ἤ ἄλλου ἐμπράγματου δικαιώματος πρίν ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα κρίνεται κατά τό δίκαιο πού ἴσχυε ὅταν ἔγιναν τά πραγματικά περιστατικά γιά τήν ἀπόκτησή τους» καί δι’ αὐτῶν οὐσίᾳ ἡ Σύμβασις τοῦ ἔτους 1952 μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ἑπομένως μέ τόν τυχόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐφ’ ὅσον ἡ χώρα ἐπιθυμεῖ νά βρίσκεται ἐντός τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί νά εἶναι ὑποκείμενο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ νομικοῦ πολιτισμοῦ καί Δικαίου θά πρέπει νά συνεχισθῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου κατά τίς συμβατικές ὑποχρεώσεις τῆς Χώρας ὡς ἀντίδοσι γιά τό 96% τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού κατά καιρούς ἀπό τοῦ ἔτους 1833 μέ διαφόρους τρόπους προσέλαβε, ἤ νά διακοπῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί νά ἐπιστραφῆ τό σύνολο τῆς περιουσίαςἀπό τοῦ ἔτους 1833, διά τήν νομικήν καί ἱστορικήν κατοχύρωσιν ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ Ἱερώνυμος μέ τό περισπούδαστο Ἱστορικό πόνημά Του «Ἡ ἀπάντησι τῆς Ἐκκλησίας στά μυθεύματα τοῦ Ἀντικληρικαλιστικοῦ Λαϊκισμοῦ» (Ἀθήνα 2016) ἀπέδειξε τήν ἀλήθεια, ἤ νά ἀποζημιωθῆ δι’ αὐτήν ἡ Ἐκκλησία. Συνεπῶς ὁμιλοῦμε γιά τρισεκατομμύρια Εὐρώ πού καθιστᾶ τό γεγονός τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου ἐν συνδυασμῷ πρός τήν οἰκονομική πραγματικότητα, πλήρως ἀνεδαφικό καί ἀνόητο.
Παρεμπιπτόντως ἡ συγκεκριμένη ἀπόφασι τοῦ Ε.Δ.Α.Δ. ἀποτελεῖ νομολογία καί πρόκριμα γιά ὁμοειδεῖς ὑποθέσεις στό μέλλον, διότι τό Ε.Δ.Α.Δ. εἶναι τό μόνο ἁρμόδιο νά κρίνη γιά τήν παραβίαση τῆς συμβάσεως τῆς Ρώμης καί ὑπερτερεῖ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί τοῦ Ἀρείου Πάγου, τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων τῆς Ἑλληνικῆς ἐννόμου τάξεως. Μέ τήν ἀπόφασι αὐτή ἐκρίθη ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τό κεφάλαιο τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό συστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἕως σήμερα.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ἱερές Μητροπόλεις μέ τά ἐκκλησιαστικά τους ἱδρύματα, οἱ Ἱερές Μονές καί οἱ Ἐνορίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ξεχωριστά μεταξύ τους νομικά πρόσωπα, καταβάλλουν κάθε χρόνο στίς κατά τόπους Δ.Ο.Υ. τίς παρακάτω νομοθετημένες φορολογικές ὑποχρεώσεις τους:
·       Φόρο ἐπί τῶν κατ’ ἔτος μισθωμάτων, πού εἰσπράττουν ἀπό ἀκίνητα, μέ συντελεστή 20% ἐπί τῆς ἀξίας τους,
·       Συμπληρωματικό φόρο ἐπί τῶν εἰσοδημάτων τους ἀπό οἰκοδομές καί ἐκμισθώσεις γαιῶν μέ συντελεστή 3%,
·       Προκαταβολή τοῦ φόρου (γιά τό ἑπόμενο ἔτος) μέ συντελεστή 55% ἐπί τῆς ἀξίας τοῦ παραπάνω συμπληρωματικοῦ φόρου,
·       Φόρο ἐπί τῆς ἀκινήτης περιουσίας τους μέ συντελεστή 3‰ ἐπί τῆς ἀντικειμενικῆς ἀξίας τους (ἐκτός ἐάν πρόκειται γιά οἰκοδομήματα λατρευτικῆς, ἐκπαιδευτικῆς, θρησκευτικῆς ἤ κοινωφελοῦς χρήσεως π.χ. Ἱ. Ναοί, γηροκομεῖα, χῶροι συσσιτίων),
·       Φόρο ἐπί τῶν κληρονομιῶν καί δωρεῶν μέ συντελεστή 0,5% ἐπί τῆς ἀξίας τους,
·       Τέλος χαρτοσήμου καί δικαιώματα ΟΓΑ συνολικοῦ ποσοστοῦ 2,40% ἐπί κάθε χρηματικῆς παροχῆς πιστῶν πρός τούς Ἱ. Ναούς λόγῳ ἱεροπραξιῶν.

Ἐπίσης τά παραπάνω νομικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας παρακρατοῦν καί ἀποδίδουν στίς Δ.Ο.Υ. τά παρακάτω φορολογικά ἔσοδα :
·       Φόρο μισθωτῶν ὑπηρεσιῶν γιά τούς ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους καί συνεργάτες τους, πού ἀμείβονται ἀπό τόν προϋπολογισμό τους,
·       Φ.Π.Α. μέ τούς προβλεπομένους συντελεστές γιά ὑπηρεσίες καί ἀγαθά,
·       Φόρο εἰσοδήματος μέ συντελεστή 8% σέ ὅλα τά τιμολόγια παροχῆς ὑπηρεσιῶν,
·       Φόρο εἰσοδήματος μέ συντελεστή 4% σέ ὅλα τά δελτία ἀποστολῆς ἀγαθῶν καί μέ συντελεστή 1% γιά τά ὑγρά καύσιμα.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέ δήλωσή Της τόνισε ὅτι ἀφ’ ἑνός  ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρο ἀκινήτης περιουσίας γιά τά ἀκίνητα λατρευτικῆς, θρησκευτικῆς καί κοινωφελοῦς χρήσεως ἰσχύει ἀπό τό ἔτος 2008 γιά ὅλα τά θρησκεύματα καί δόγματα, πού ἔχουν ἀκίνητη περιουσία ἐντός Ἑλλάδος καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι, παρότι τά ἔσοδά Της προέρχονται μέχρι σήμερα ἀπό τό ὑστέρημα πιστῶν καί χρησιμοποιοῦνται γιά τήν συντήρηση τῶν θρησκευτικῶν καί κοινωφελῶν Της ἱδρυμάτων, οὐδέποτε ζήτησε κάποια ἄνιση φορολογική μεταχειρίση σέ σχέση μέ τούς ὑπολοίπους φορολογούμενους μή κερδοσκοπικούς ὀργανισμούς τῆς Χώρας.
Αὐτό πού χρησιμοποιεῖται ὡς πολιτική «καραμέλα» τῆς δῆθεν ἀναγκαιότητος ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος γιάνά συνάδει δῆθεν μέ τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 13 καθώς καί ἡ κατάργηση τοῦ προοιμίου, σκοπίμως καί ἐπικινδύνως καί ἀντεθνικῶς παραβλέπει τήν πρόδηλη causa τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 3 γιά τήν διακράτηση καί διασφάλιση της κοινωνικῆς συνοχῆς ἀπό σχισματικές καταστάσεις πού ἀναπόδραστα θά ἀπομειώσουν τήν ἐθνική ἑνότητα. Ὁ συνταγματικός νομοθέτης μέ τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 3 περιβάλλει μέ συνταγματικό κῦρος τά καταστατικά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Τόμο Αὐτοκεφαλίας 1850 καί τήν Πράξη παραχωρήσεως ἐπιτροπικῶς τῆς διοικήσεως τῶν Νέων Χωρῶν τοῦ 1928, ἀναγνωρίζοντάς την κανονιστικῶς καί διαπιστωτικῶς ὡς ἐπικρατοῦσα Θρησκεία καί ἀπαγορεύοντας τήν ἀλλοίωση τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά νά διασφαλίση τήν κοινωνική συνοχή καί ἑνότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, πού εἶναι ὁμοιογενές θρησκευτικά σέ μεγάλη πλειονοψηφία. Ὅσον ἀφορᾶ στό προοίμιο τοῦ Συντάγματος πού ἀναφέρεται σέ ὅλα τά Συντάγματα τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος, ἐκτός τοῦ Συντάγματος τοῦ 1927 ἀποτελεῖ συμπεριλαμβανόμενο στό Σύνταγμα τῆς Χώρας καί τό σχετικό ΦΕΚ τήν σφραγίδα ἑνότητος τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους καί τήν αἰώνια ἱστορική διακήρυξη της παλιγγενεσίας του μετά ἀπό τέσσερις αἰῶνες ἀφορήτου δουλείας.   
Μετά τά ἀνωτέρῳ καί ἡ δῆθεν νομιμοποίησις τοῦ «χωρισμοῦ» μέσῳ «συμβουλευτικοῦ» δημοψηφίσματος πού δέν προβλέπει βεβαίως τό Σύνταγμα θά πρέπει νά ἐξηγήσῃ στούς ἀδαεῖς τί ἀκριβῶς νομικά ὑποδηλώνει ὁ πολλά (!!) ψευδοϋποσχόμενος αὐτός ὅρος, ὅτι δηλαδή χωρισμός σημαίνει τήν μετατροπή οὐσίᾳ τοῦ νομικοῦ χαρακτῆρος τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων ἀπό Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σέ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου τήν ἴδια στιγμή πού οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι Δημόσιες Ὑπηρεσίες καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες Ν.Π.Δ.Δ.
Τίθεται δέ τό ἐρώτημα στούς δημοσιολογούντας γιά τό ζήτημα, ἐάν ἔχουν σκεφθεῖ σοβαρῶς τήν μεταλλαγή τῶν Κληρικῶν μέ τόν λεγόμενο «χωρισμό», σέ ἁπλούς ἰδιῶτες πού ἀποκτοῦν τό δικαίωμα καί τοῦ ἐκλέγεσθαι, πού σήμερα τό στεροῦνται, ἕνεκεν τῆς ἰδιότητός των ὡς προεχόντως θρησκευτικῶν λειτουργῶν, θρησκευτικῆς ὀντότητος πού ἀναγνωρίζεται ὡς ΝΠΔΔ, ἐάν θά εἶναι δυσχερές διά τούς 82 Μητροπολίτας τῆς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά ἐπιτύχουν τήν ἐκλογή τους μέ ὁποιαδήποτε κόμματα στό Κοινοβούλιο καί νά συγκροτοῦν μία ἄτυπη ὁμάδα 82 Βουλευτῶν ἀπό τούς 300 στό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο; Τότε ἀσφαλῶς θά δικαιοῦνται νά ὁμιλοῦν γιά θεοκρατική Πολιτεία. Καί μήν ἐπικαλεσθεῖ κάποιος τίς γνωστές διατάξεις τοῦ 7ο Κανόνος τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἀπαγορεύουν τήν ἐμπλοκή σέ κοσμικά ἀξιώματα, γιατί θά κατισχύσει ἡ ἀρχή lex suprimus salviae Ecclesiae.


+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ


Δεν υπάρχουν σχόλια: