ΠΑΣΧΑ: Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ἀνάμεσα στούς κρίκους τῆς ἁλυσίδος τοῦ ἑορτολογίου ξεχωριστήν καί ὅλως ἐξέχουσαν θέσιν κατέχει ὁ ἀναστάσιμος κρίκος τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Τό γεγονός ὅτι ὁ ἑορτασμός συμπίπτει μέ τήν ἐποχήν τῆς ἀνοίξεως, περιόδου ζωοποιοῦ σκιρτήματος καί ἀναστάσεως τῆς φύσεως κατά τήν ὁποίαν τά πάντα «πεπλήρωται χαρᾶς» καί ἐμφανίζονται μέ τήν ἑορταστικήν στολήν τους, μαρτυρεῖ πὼς θά πρέπη νά εἶναι κανείς πολύ μοχθηρός ἤ τουλάχιστον νά εὑρίσκεται εἰς συναισθηματικήν νάρκην, διά νά ἀρνηθῆ τήν συμμετοχήν του εἰς τήν πανανθρώπινον ἐκδήλωσιν τῆς χαρᾶς, τήν ὁποίαν σκορπίζει ὁ ἐρχομός τῆς ἑορτῆς αὐτῆς. Δι᾽ αὐτό οἱ ὑμνωδοί τήν ἀπεκάλεσαν «Βασιλίδα τῶν ἑορτῶν» καί πανήγυριν πανηγύρεων, κατά τήν ὁποίαν «τά ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, τά δέ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ». Ἡ στρατευομένη καί ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή καί οἱ Ἄγγελοι συναντῶνται κατά τήν ἡμέραν αὐτήν εἰς μίαν ἐγκάρδιον καί πανηγυρικήν συναναστροφήν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνισταμένη μίας ἀνεκλαλήτου χαρᾶς, τήν ὁποίαν μετά δυσκολίας θά ἠδύνατο κάποιος νά περιγράψη μέ ἀνθρωπίνας λέξεις καί φράσεις.
Ἐκεῖνο ὅμως, τό ὁποῖον ἱκανοποιεῖ τούς βαθυτέρους πόθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί ἐξασφαλίζει τήν ὑπεροχήν τῆς ἀναστασίμου αὐτῆς ἑορτῆς, ἔναντι τῶν ἄλλων ἑορτῶν τοῦ ἔτους, εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀθανασίας καί ἡ ἰδέα τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς ἐναντίον τῆς ἀπουσίας μορφῆς τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργημένος νά ζήση αἰωνίως καί προορισμένος νά θεοποιηθῆ ἐψαλίδισεν ὁ ἴδιος τά πτερά τῆς ζωῆς του, κατεδίκασεν ὁ ἴδιος τόν ἑαυτόν του καί ὑπεχρεώθη νά καταδυθῆ εἰς τό ὑγρόν ὑπόγειον τοῦ τάφου. Ὅμως τό πέρασμα τῶν αἰώνων δέν κατώρθωσε νά ἐξαλείψη ἀπό τήν ἀνθρωπίνην μνήμην τήν νοσταλγίαν τῆς ἀθανασίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν σφοδράν ἐπιθυμίαν τῶν ἀτόμων καί τό βαθύτερον πανανθρώπινον ἐνδιαφέρον τῶν λαῶν. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κοινοί θνητοί καί βασιλεῖς, δοῦλοι καί ἐλεύθεροι, πλούσιοι καί πτωχοί δέν ἐπιθυμοῦν καί δέν ὀνειρεύονται τίποτε ἄλλο παρά τό πῶς θά δυνηθοῦν νά ξεφύγουν ἀπό τούς ὄνυχας τοῦ θανάτου, διά νά φτερουγίσουν πρός τήν αἰώνιον ζωήν, μέ τήν ὁποίαν θέλουν νά ἐπανασυνδεθοῦν. Εἰς ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς, τήν ἱστορίαν, τήν ποίησιν, τήν τέχνην, τό δημοτικόν τραγούδι ἀλλά καί εἰς τό μοιρολόγι, δέν βλέπει κανείς καί δέν ἀκούει τίποτα ἄλλο παρά τήν παγκόσμιον ἔκκλησιν τῶν θνητῶν πρός τήν αἰωνιότητα καί τήν ἀθανασίαν. Τοῦτο ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τό παγκόσμιον αἴτημα καί προσδοκία τῶν λαῶν διά μίαν ζωήν ἀτελείωτον καί ἀτερμάτιστον. Εἰς τό αἴτημα αὐτό δίδει τήν ἀπάντησιν ὁ Κύριός μας, μέ τό σταυρικόν του θάνατον καί τήν τριήμερον ταφήν καί τήν ἀνάστασίν του. Ἐκεῖνος «κατέλυσε τῷ Σταυρῷ Του τόν θάνατον», κατεπάτησε διά τοῦ θανάτου τόν θάνατον «χαρισάμενος ζωήν τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι» ἀνοίξας ταυτοχρόνως τήν ὁδόν πρός τήν αἰωνιότητα καί γεφυρώσας τό χάσμα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἔκτοτε ὁ θάνατος δέν ἀποτελεῖ τό τρομερόν προχριστιανικόν γεγονός, οὔτε ὁ τάφος τό ἀνήλιον καί σκοτεινόν ὑπόγειον, ἀλλά ἀποτελοῦν τήν παρένθεσιν τῆς ζωῆς. Ἀποτελοῦν τό τοῦνελ ἐκεῖνο εἰς τό ὁποῖον θά καταδυθῆ μέν ὁ ἄνθρωπος ὄχι διά νά παραμείνη ἐντός αὐτοῦ, ἀλλά διά νά ἐξέλθη δι᾽ αὐτοῦ εἰς μίαν παραδεισιακήν κοιλάδα, ὅπου ἡ ζωή συνεχίζεται πολύ καλύτερα καί ἀνώτερα. Δικαίως, λοιπόν, οἱ πιστοί κατά τήν νύκταν τῆς Ἀναστάσεως, ἀναφωνοῦν ὅτι «ὁ Ἅδης ἐπικράνθη» καί «ποῦ σοῦ θάνατε τό κέντρον, ποῦ σοῦ ἅδη τό νῖκος;». Δικαίως οἱ ἄνθρωποι περιμένουν μέ κάποιαν ἀνυπομονησίαν τόν ἐρχομόν τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, διότι κατά τήν ἡμέραν αὐτήν ἔγινε «ἡ ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων» καί ἐδόθη εἰς τό ἀνθρώπινον γένος ἡ μεγάλη ὑπόσχεσις τῆς συμμετοχῆς του εἰς τήν αἰώνιον ζωήν καί τήν μακαριότητα.


Γ.ΖΕΡΒΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: