Ἔχει λεχθῆ καί γραφῆ πολλάκις, ἀλλ’ ἀνακριβῶς,
ὅτι τό 1924 οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί (Ο.Χ.) δέν ἐγνώριζον δῆθεν ὅτι ὁ λόγος τῆς
εἰσαγωγῆς τοῦ νέου ἑορτολογίου (ν.ἑ.) ἦτο ἡ προώθησις τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Συνεπῶς, συμπεραίνουν αὐτοί πού χρησιμοποιοῦν αὐτήν τήν ἐπιχειρηματολογίαν,
ὅσοι ἀπετειχίσθησαν τότε ἀπό τήν καινοτομήσασαν Ἐκκλησίαν, ἐπικαλούμενοι τόν
15ον Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου καί γενικώτερον τήν Πατερικήν Διδασκαλίαν καί Παράδοσιν,
ἔσφαλον, διότι δῆθεν δέν ὑφίστατο δογματικός λόγος πού νά δικαιολογῇ τήν ἀποτείχισιν,
ἐνῷ ὅσοι ἀπεδέχθησαν τό ν.ἑ. δέν ὑπέπεσαν εἰς δογματικόν σφάλμα.
Σκοπός τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶναι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι
ὁ ὡς ἄνω ἰσχυρισμός εἶναι ἐσφαλμένος, παραθέτοντας κείμενα πού εἶδον τό φῶς τῆς
δημοσιότητος πρό τοῦ 1924 καί πού ἀποδεικνύουν ὅτι ἀπό τό 1582 καί ἐντεῦθεν
εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ παπικοί καί οἱ ἑνωτικοί «ὀρθόδοξοι» (οἱ σημερινοί
Οἰκουμενισταί, δηλαδή) ἐπεδίωκον τήν ἐπιβολήν τοῦ ν.ἑ. εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν,
ὡς τό «πρῶτον βῆμα» διά τήν εἰς τόν Παπισμόν ὑποταγήν της, πού ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν
ὡς τό πρῶτον στάδιον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.