Kατά
τήν διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνος ἐκδηλώθηκε μία μεγάλη αἵρεσις εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ἡ
αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ὑπάρξουν δύο ἀποτειχίσεις,
ἡ μία ἡ λεγομένη τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου καί ἡ δευτέρα ἐντός τοῦ ἁγ. Ὄρους ἀπό
τούς μοναχούς, κατά τά ἔτη 1970-1973. Ἄν θά θέλαμε νά ἀξιολογήσωμε τήν αἵρεσι
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐν σχέσει μέ τίς παλαιότερες αἱρέσεις καί εἴμεθα εἰλικρινεῖς
μέ τούς ἑαυτούς μας, θά ἔπρεπε νά ὁμολογήσωμε ὅτι αὐτή ἔχει προξενήσει τήν
μεγαλυτέρα ζημία στήν Ὀρθοδοξία, ὄχι
τόσο
διότι ἔχει μεταφέρει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέ ἄλλες αἱρέσεις καί σέ ἄλλα
στρατόπεδα, ἀλλά κυρίως διότι ἔχει μεταλλάξει ριζικῶς τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων,
σέ σημεῖο πού νά μήν γνωρίζωμε πλέον τά ὅρια τῆς Ὀρθοδοξίας καί
τῆς
Ἐκκλησίας, τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, τά καθήκοντα τῶν Ὀρθοδόξων
ἀπέναντι στήν αἵρεσι πού ἐκδηλώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία, τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς
πρός τούς ποιμένας ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί, κυρίως, νά μήν γνωρίζωμε
τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ καθενός ἀπό
τούς Ὀρθοδόξους, ὡς πρός τήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί τό κόστος τό ὁποῖο
ἀπαιτεῖται νά καταβάληὁ καθένας, προκειμένου νά κατασταλῆ ἡ αἱρετική πυρκαϊά.
Διά
νά κατανοήσωμε τήν ριζική αὐτή ἀλλαγή τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία ἐπῆλθε
διά τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ θά ἀναφέρωμε ἕνα παράδειγμα ἀπό τήν Βυζαντινή περίοδο καί
μάλιστά λίγο πρίν γίνη ἡ ἅλωσις τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Στήν
σελίδα 211 παρουσιάσαμε ἀπό τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Συρόπουλου τήν λιτανεία κατά
τήν ἐνθρόνισι τοῦ
λατινόφρονος Πατριάρχου Μητροφάνους μετά τήν ἐπάνοδο ἀπό τήν Σύνοδο τῆς
Φλωρεντίας. Κατ’ αὐτήν
περιγράφει
ὁ Συρόπουλος τό γεγονός ὅτι καί μόνο πού ἔβλεπε ὁ λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τόν Καρδινάλιο ἀντιπρόσωπο
τοῦ Πάπα στήν λιτανεία πλησίον τοῦ Πατριάρχου, καταλάβαινε ὅτι ὁ Πατριάρχης ἦτο
λατινόφρων καί,
ὅπως
ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος, οὔτε τήν εὐλογία του δέν ἤθελε νά δεχθῆ. Ἐπίσης ἀναφέρει,
ὅτι τόν ἱερέα ὁ ὁποῖος ἀπό
περιέργεια ἠθέλησε νά ἰδῆ πῶς γίνεται αὐτή ἡ ἐνθρόνισις τοῦ Πατριάρχου, χωρίς κἄν
νά συμμετέχη σ’ αὐτήν, οἱ
ἐνορίτες του ἀμέσως τόν ἐθεώρησαν λατινόφρονα καί προδότη τῆς πίστεως καί ἀμέσως
ἀπετειχίσθησαν ἀπό αὐτόν,
μέχρις ὅτου ἐκεῖνος ἔδωσε ἔνορκες ὑποσχέσεις ἐνώπιον τῶν ἐνοριτῶν του, ὅτι
δέν θά ξαναπλησιάση τούς
λατινόφρονες. Αὐτό ἦτο τό φρόνημα τοῦ λαοῦ καί τό ἔνστικτο τῆς Ὀρθοδοξίας,
λίγο πρίν τήν ἅλωσι τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Στίς ἡμέρες μας, ἀντιθέτως,
βλέπομε στήν τηλεόρασι ὄχι
κάποιον Καρδινάλιο σέ λιτανεία, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Πάπα νά χοροστατῆ στόν
θρόνο τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, νά ἀπαγγέλη τό «Πάτερ ἡμῶν»
κατά
τήν Θεία Λειτουργία τῆς θρονικῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγ. Ἀνδρέου, νά δίδη τόν ἀδελφικό
ἀσπασμό εἰς τό «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους» μέ τόν Πατριάρχη, νά παίρνουν τή εὐλογία του προκειμένου νά
μεταλάβουν οἱ Ὀρθόδοξοι,νά τοῦ ψάλλουν τροπάρια καί νά τόν ὑμνοῦν
οἱ ψάλτες, καί ὅλα αὐτά
ὁ ὀρθόδοξος λαός νά τά ἀντιμετωπίζη μέ τέτοια ἀπάθεια καί ἀδιαφορία,
λές καί εἶναι γεγονότα πού συμβάνουν ὄχι στό σπίτι του, ἀλλά σέ ἄλλο
πλανήτη. Τό ὀδυνηρώτερο βεβαίως
ὅλων εἶναι ὅτι καί οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἐντάσσονται ἐκκλησιαστικά
στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἀντιμετωπίζουν κατά τόν ἴδιο τρόπο τόν ἐκκλησιαστικό αὐτόν
συναγελασμό. Αὐτή
ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀλλοίωσις τοῦ φρονήματος πού ἔχει ἐπέλθει στούς Ὀρθοδόξους
καί πού ἡ αἰτία της εἶναι ἡ
αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι Οἰκουμενισμός, βασικά, σημαίνει τήν ριζική ἀλλαγή
ὄχι μόνο τῶν ὁρίων τῆς
πίστεως
τά ὁποῖα ἔθεσαν οἱ Πατέρες, ὄχι μόνο τῶν ὁρίων πού ἔθεσαν ἡ Ἁγ. Γραφή καί
οἱ ἱεροί Κανόνες, ὄχι μόνο τήν
ριζική ἀλλαγή τῆς Παραδόσεως πού ἀναφέρεται στήν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν,
ἀλλά καί τήν ριζική ἀλλαγή στό
φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι πρέπει, ὅλα αὐτά πού προαναφέρθησαν, νά
μάθουν νά τά ἀντιμετωπίζουν ὡς
ἀγκυλώσεις μεσαιωνικές, ὡς σκοταδισμό ἀρχαῖο, ὡς ἔλλειψι ἀγάπης καί
διακρίσεως καί ὡς μία νοοτροπία τοῦ
παρελθόντος, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀλλάξη, διότι δέν συμβαδίζει μέ τό κοινωνικό
γίγνεσθαι καί τίς σύγχρονες ἀπαιτήσεις
τῆς Νέας Ἐποχῆς. Καί
βεβαίως πρέπει νά ὁμολογήσωμε ὅτι, ἐλλείψει
Ὀρθοδόξων,
ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει ἐπιτύχει πλήρως τόν σκοπόν του. Διότι τό ἔργο αὐτό
τῆς ριζικῆς ἀλλοιώσεως τοῦ
φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων τό ἔχουν ἀναλάβει οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες καί δή οἱ
Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι πλέον ἔχουν τόν
ρόλο πού εἶχαν κάποτε οἱ Οὐνίτες καί οἱ ἱεραπόστολοι Μισσιονάριοι τῶν Προτεσταντῶν.
Ὁ λαός δέ πρέπει νά καθοδηγηθῆ
νά μή διαστέλλη μεταξύ βεβήλου καί ὁσίου, ἀλλά νά θεωρῆ ἅπαντα κοινά. Ἡ αἵρεσις λοιπόν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
συνίσταται στήν ἄρσι
τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας καί στή σταδιακή προσέγγισι,σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, ὅλων τῶν αἱρετικῶν
καί στήν
ἀλληλοπεριχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς. Αὐτό
δηλαδή
πού ἐπολεμοῦσαν οἱ Πατέρες, ἐμεῖς πρέπει νά τό ἀγαπήσωμε, αὐτό πού αὐτοί ἀπέφευγαν, ἐμεῖς
πρέπει νά τό ἀγκαλιάσωμε,
αὐτό πού ἀνεθεμάτισαν ἐμεῖς πρέπει νά τό ἀναγνωρίσωμε, αὐτό πού ἐκεῖνοι
ἀπέκοψαν, ἐμεῖς πρέπει νά
τό συρράψωμε καί αὐτό πού κατεδίκασαν, ἐμεῖς πρέπει νά τό ἀθωώσωμε. Δι’ αὐτό
λέγομε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός δέν
εἶναι αἵρεσις ἡ ὁποία προσβάλλει ἤ ἀλλοιώνει ἕνα
συγκεκριμένο
δόγμα τῆς πίστεως, ἀλλά εἶναι αἵρεσις ἡ ὁποία ἰσοπεδώνει τά πάντα,
μεταβάλλει δέ τήν Ἐκκλησία σταδιακά,
διά τῆς ἐκριζώσεως καί καταργήσεως, ἀπό Παράδεισο σέ σεληνιακό τοπίο. Τό ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός
σήμερα προχωρεῖ εἰς τήν κατάργησιν τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πίστεως
σταδιακά καί
μεθοδικά, αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τόν ὀργανωμένο πόλεμο κατά τῆς ἀληθείας
καί τῆς ἀληθινῆς
πίστεως καί ἀπό
τό ὅτι, ὅλα ἐνεργοῦνται βάσει προκαθορισμένου σχεδίου, προκειμένου νά τά χωνέψη
ὁ λαός καί εἰδικά οἱ μοναχοί.
Τό
ὅτι, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ὁ Οἰκουμενισμός παρουσιάζεται σάν νά μήν καταργῆ τίποτε ἀπό
τήν πίστι καί τήν
Παράδοσι, οἱ δέ ποιμένες καί δή οἱ Ἐπίσκοποι, νά
καμαρώνουν
καί νά αὐτοπροβάλλωνται ὡς φύλακες τῆς πίστεως καί προστάτες τοῦ
ποιμνίου, αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι
ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ ὑπουλώτερη ἐξ ὅλων τῶν αἱρέσεων · ἡ αἵρεσις πού ἐνεργεῖ
σάν τήν σουπιά, ἡ ὁποία μέ
τό μελάνι της θολώνει τά νερά καί παίρνει τό χρῶμα τοῦ περιβάλλοντος · ἡ αἵρεσις
τῶν ἐσχάτων καιρῶν κατά τούς
ὁποίους ὁ διάβολος θά προσπαθήση νά πλανήση καί τούς ἐκλεκτούς.