Mακαριστός π. Αθανάσιος Μυτιληναίος : Δευτέρα Παρουσία - Αντίχριστος


2ον
Από τους Μακαρισμούς της Αποκαλύψεως

Μακάριοι
Οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ' άρτι. Ναι, λέγει το Πνεύμα, ίνα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ΄αυτών (Αποκ. ιδ΄ 13).

Συνήθως οι άνθρωποι ευτυχίζουν τους ζωντανούς και εύχονται πάντοτε η ζωή να είναι μακρά.
Πώς, λοιπόν, εδώ ο λόγος του Θεού μακαρίζει τους νεκρούς;
Η Αγία Γραφή μας αναφέρει πολλές περιπτώσεις νεκρώσεων.

Η πρώτη νέκρωσις, είναι εκείνη που γράφει το Βιβλίον της Γενέσεως: «Αδάμ έζησε τριάκοντα και εννακόσια έτη, και απέθανεν» (ε΄ 5).

Αυτός ο θάνατος είναι κοινή των ανθρώπων κατάληξις και δεν είναι δυνατόν να μακαρίζεται, εφ' όσον είναι γέννημα της παρακοής των πρωτοπλάστων. Τον θάνατον αυτόν δεν πρέπει πλέον να τον φοβώμαστε γιατί τον νίκησε ο Χριστός με την ανάστασί Του, δίδοντας και σε μας την ανάστασι του σώματος κατά την δευτέρα Του Παρουσία.

Η δεύτερη νέκρωσις, είναι της ψυχής η νέκρωσι, εκείνη η ψυχή που αιώνια αποχωρίζεται από το Θεό. «Ψυχή η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται» (Ιεζεκ. ιη΄ 4). Αυτός ο θάνατος είναι φοβερός. Είναι ο «δεύτερος θάνατος», ο αιώνιος της κολάσεως θάνατος (Αποκ. κα΄
 8).

Η τρίτη νέκρωσις, είναι εκείνη που αναφέρεται ως προς την αμαρτία: «ο γαρ απέθανεν τη αμαρτία απέθανεν» (Ρωμ.
s΄ 10). Μια τέτοια νέκρωσι είναι μακαριστή, γιατί εκφράζει την εγκατάστασι της αρετής στον άνθρωπο που πέθανε ως προς την αμαρτία.

Τέλος, υπάρχει και μια τέταρτη νέκρωσι, που αναφέρεται στη βιαία αφαίρεσι της ζωής και που είναι το μαρτύριο. Ο Κύριος, έναν τέτοιο θάνατο ολότελα τον μακαρίζει: «ο φιλών την ψυχήν αυτού, απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν (ζωήν) αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιωαν. ιβ΄ 25).

Ο Μακαρισμός της Αποκαλύψεως αναφέρεται στους δυο τελευταίους θανάτους. Ωραία το εκφράζει αυτό ο Καισαρείας Ανδρέας: «Η εκ του ουρανού φωνή ου πάντας μακαρίζει τους νεκρούς, αλλά τους εν Κυρίω αποθνήσκοντας, τους νεκρωθέντας τω κόσμω και την νέκρωσιν του Ιησού εν τω σώματι περιφέροντας και Χριστώ συμπάσχοντας».

Ας αναλύσωμε τους δυο αυτούς θανάτους.

Η εν Κυρίω νέκρωσις του σώματος αναφέρεται στην αμαρτία: «Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρεία» (Κολ. γ΄ 5). Και ολοκληρώνει ο Απ. Παύλος: «ει πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. η΄ 13).

Ο αληθινά πιστός, πράγματι έχει πεθάνει για την αμαρτία. Είναι αδύνατον να εισέλθωμε στη Βασιλεία του Θεού αν προηγουμένως δεν έχωμε πεθάνει ως προς την αμαρτία.

Οταν ο αληθινός Χριστιανός καλλιέργησε αυτόν τον θάνατο, που έχει ηθική διάστασι, τότε είναι έτοιμος να δεχθή και τον άλλον, τον μαρτυρικό θάνατο, που είναι για την δόξα του Θεού.

Ο Απ. Παύλος γράφει χαρακτηριστικά: «πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες... αεί γαρ ημείς οι ζώντες εις θάνατον παραδιδόμεθα δια Ιησούν» και ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν» (Β΄ Κορ. δ΄ 10, 11, 16, Ρωμ. η΄ 36).

Η νέκρωσις ως προς την αμαρτία, είναι η βασική προϋπόθεσι της πνευματικής ζωής. Η νέκρωσι της ζωής για την αγάπη του Χριστού, είναι ο καρπός της πρώτης.

Την προσφορά της ζωής για την αγάπη του Χριστού, μας την αποκαλύπτουν οι επιτύμβιες πλάκες των Μαρτύρων.

Να μερικές:
«Χαρά υμών εν Θεώ».
(Χαρά σας, τώρα που βρίσκεσθε μέσα στην μακαριότητα του Θεού).
«Κείται Βίκτωρ Κατηχούμενος, ετών είκοσι, παρθένος, δούλος του Κυρίου Ιησού».
«Επιθυμητόν μοι πεδίν, βλέπε, μη οργισθής τούτου χάριν, ότι σε έδειραν».
(Η ανορθόγραφη αυτή επιγραφή δείχνει την πίστι και την ανεξικακία των γονέων του μικρού αυτού παιδιού που μαρτύρησε με ραβδισμούς).
«Οι πρεσβύτεροι οι πάσης μνήμης άξιοι, Ασκλήπις και Ελπίζων και Ασκλήπις δεύτερος, και Αγαλλίασις διάκονος, και Ευτυχία παρθενεύουσα, και Κλαυδία παρθενεύουσα, και Ευτυχία η τούτων μήτηρ ένθα κείνται...».

(Μαρτύριον ολοκλήρου οικογενείας από την Κατακόμβη της Μήλου).

«Ιουλία, μάρτυς, παρθένος, απλή ψυχή».
Τι δύναμις ζωής, ξεπηδά, αλήθεια, μέσα απ' αυτές τις ταφόπετρες!
Ακόμη, «οι αποθνήσκοντες εν Κυρίω», γεύονται πραγματικά του Κυρίου από τούτη ακόμη τη ζωή και ενισχυόμενοι από την γεύσι αυτή, προχωρούν στην προσφορά της ζωής τους.
Τα «οράματα» του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (Πράξ. ζ΄ 55, 56), της Περπετούης, του Αγίου Πολυκάρπου και άλλων πολλών, το βεβαιώνουν.
(Ιδε Ι. Κοτσώνη, Το ενθουσιαστικόν στοιχείον εις την Εκκλησίαν των Μαρτύρων, σελ. 56 κ.ε.).

Αληθινά, ο Μακαρισμός αυτός της Αποκαλύψεως γεννά τον ενθουσιασμό και το θάρρος για το Μαρτύριο.

Εκείνο που πρέπει σε κάθε στιγμή να ζη ο πιστός, είναι η λαχτάρα του να μείνη πιστός μέχρι τέλους.
 

Ο Κύριος είπε: «γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. β΄ 10) και «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ 22).

Και η Εκκλησία μας εύχεται «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών... και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού».

Ζηλεύομε μια τέτοια προσφορά;

Ας ατενίσωμε στους Μάρτυρες.

Αν όμως ισχυρισθούμε ότι σήμερα δεν υπάρχουν ευκαιρίες μαρτυρίου, ας ακούσωμε τι λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, και με την γνώμη του αυτή, να κλείσωμε:

«Εάν κάποιος θέλη να επαινέση τους Μάρτυρες, ας τους μιμηθή.

Αν κάποιος θέλη να εγκωμιάση τους αθλητάς της ευσεβείας, ας ζηλέψη τους αγώνες τους...

Και πως είναι δυνατόν, θα πη κανείς, στη σημερινή εποχή, να μιμηθής τους μάρτυρες;

Γιατί ασφαλώς τώρα, δεν έχομε διωγμούς.

Το ξέρω κι εγώ πως τώρα δεν είναι καιρός διωγμού, μα καιρός μαρτυρίου είναι.

Αγωνίσματα, σαν τα τοτινά των Μαρτύρων δεν είναι, αλλά ο καιρός των στεφάνων είναι.

Δεν διώχνουν άνθρωποι, αλλ' αυτοί οι δαίμονες. Δεν κυνηγά ο τύραννος, αλλά κυνηγά ο διάβολος, που είναι χειρότερος απ' όλους τους τυράννους. Δεν βλέπεις μπροστά σου αναμμένα κάρβουνα, μα βλέπεις αναμμένη την φλόγα της κακής επιθυμίας. Καταπάτησαν εκείνοι τη φωτιά, καταπάτησε συ τη φλόγα της αμαρτωλής σου φύσεως.

Πάλαιψαν εκείνοι με θηρία, χαλιναγώγησε συ το ανήμερο και ατίθασο θηρίο του θυμού σου.
Ηλθαν εκείνοι αντιμέτωποι με αφόρητους πόνους, νίκησε συ τους άτοπους και πονηρούς λογισμούς που είναι γεμάτη η καρδιά σου.

Καταφρόνησαν εκείνοι τη ζωή, καταφρόνησε συ, την τρυφή.

Ερριξαν εκείνοι τα σώματά τους στη φωτιά, ρύξε συ τώρα τα χρήματά σου στα χέρια των πτωχών.

Με τον τρόπο αυτό, θα έχης μιμηθή τους Μάρτυρες και τον θάνατό τους».

Συνεχίζεται.

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.


Ἡ ἐγκύκλιος αὐτή ἐπιστολή ἦτο, κατά τόν Ἀρσένιο Τύρου (ἀντιπρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας τότε στήν Κωνστατινούπολι,σύμφωνα μέ τήν Θ.Η.Ε., τόμ.3,σ.241)
προϊόν καί ἀποτέλεσμα Συνόδου.«Ὁ πρῶτος τόμος ἤ ἀντίτομος ἤ λόγος εἶναιἐγκύκλιος ἐπιστολή, δι’ ἧς ὁ πατριάρχης ἀποκηρύσσει καί ἀποκόπτει τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ, συμφώνως πρός ἀπόφασιν τῆς “ Ἐκκλησίας”. Ὁ Ἀρσένιος Τύρου βεβαιοῖ ὅτι ὁ λόγος οὗτος εἶναι προϊόν συνόδου · “συναγαγών τοίνυν ὁ πατριάρχης
τήν ὑπ’ αὐτόν θείαν καί ἱεράν σύνοδον θριαμβεύει τε τά τούτου (Παλαμᾶ) ληρήματα καί ἀφορισμῷ καί τελείῳ παραπέμπει ἀναθέματι σύν πᾶσι τοῖς αὐτοῦ γε ὁμόφροσι καί τόμον ἐκτίθησι τούτου ἕνεκεν, ἐν ᾧ ἀποφαντικῶς οὕτω διαλαμβάνεται”» (ΕΠΕ 3, Εἰσαγωγή, σελ. 487).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα,διέκοψε τό μνημόσυνό του πρό συνοδικς κρίσεως.
Αὐτό ἦτο μία ἀπό τίς αἰτίες πού ἐξεδόθη ἐναντίον του ὁ ἀναθεματισμός «...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου...». Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι,
τότε πού ὁ ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τήν μνημόνευσι τοῦ Πατριάρχου, ὁ Καλέκας δέν εἶχε καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ὁ δέ Ἅγιος δέν εἶχε χειροτονηθῆ Ἐπίσκοπος, ἀλλά ἦτο
ἁπλός ἱερομόναχος τοῦ ἁγ. Ὄρους. Φαίνεται πώς τήν ἀπόφασι αὐτή τοῦ ἀναθεματισμοῦ τοῦ ἁγίου τήν ὑπέγραψαν καί ἄλλοι Ἐπίσκοποι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Πατριάρχης
Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, ὁ δέ ἅγιος δέν τήν ἐτήρησε, ἀλλά κατ’ ἰδίαν συνέχισε νά λειτουργῆ. Διαβάζουμε στήν Ἐγκύκλιο τοῦ Καλέκα: «Ὁ δέ γε ἀρχηγός καί προστάτης τῶν βλασφη-
μιῶν Παλαμᾶς, τά ἴσα καί αὐτός μετά τῆς ἑταιρείας αὐτοῦ καταψηφισθείς (οὔτε γάρ τῆς ἐνστάσεως ἐνεδίδου, οὐθ’ ὁπωσοῦν καθυφίει τῆς ἀλόγου ἀδολεσχίας), ἐκκήρυκτος καί Ἐκκλησίας Θεοῦ καί ἱερωσύνης γίνεται, ὥς γε διέξεισι τά κατ’ αὐτόν ὑπομνήματα, σεσημασμένα ὑπό τε τοῦ τότε πατριαρχοῦντος τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, ὑπό τε τοῦ
Θεουπόλεως Ἀντιοχείας, καί τῶν καθ’ ἕκαστον ἀρχιερέων, τῶν τε νῦν ἐνθάδε παρόντων, καί τῶν εἰς τάς λαχούσας ἰόντων. Γίνεται μέν οὕτως ἡ τούτων ἐπίσχεσις καί ἀργία, εἰ καί, μηδέν ἡγησάμενοι τήν ἐπιτίμησιν, ἀντείχοντο τῆς ἱερωσύνης, τολμηρῶς ἀναφέροντες τάς μυστικάς θυσίας ἐν ἀποκρύφῳ» (P.G. 150, 880D).



Mακαριστός π. Αθανάσιος Μυτιληναίος : Δευτέρα Παρουσία - Αντίχριστος


 Aπό τους Μακαρισμούς της Αποκαλύψεως


Μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα, ο γαρ καιρός εγγύς (Αποκ. Α΄ 3).
Ανάμεσα στις τρομακτικές εικόνες του Προφητικού Βιβλίου της Αποκαλύψεως που είναι και το τελευταίο Βιβλίο της Καινής Διαθήκης, γραμμένο από το χέρι του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού, όταν ήταν εξόριστος στην νήσο Πάτμο κατά την περίοδο που ο Δομετιανός είχε εξαπολύσει διωγμό κατά της Εκκλησίας, οι επτά Μακαρισμοί αποτελούν μικρές οάσεις που αναπαύουν τον πιστό αγωνιστή στην κονίστρα του κόσμου τούτου και τον παρηγορούν για τα επικείμενα δεινά που απειλούν τον αποστατημένο από το Θεό, κόσμο.

Ο Πρώτος Μακαρισμός τοποθετείται στην εισαγωγική επιγραφή του όλου Βιβλίου της Αποκαλύψεως που καλύπτει τους τρεις πρώτους στίχους.

Μπορεί κανείς να πη, ότι το Βιβλίον αυτό αρχίζει και τελειώνει με έναν ευτυχισμό.
Ευτυχίζει τον άνθρωπο εκείνον που μελετά τον λόγον του Θεού και τον εφαρμόζει μέσα στην αποστατημένη εποχή του, για να φτάση στο τέρμα που είναι η επικράτησι της Βασιλείας του Θεού και για την οποία η ψυχή εύχεται: «Ναι έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκ. κβ' 20).

Ο Μακαρισμός αυτός που αναφέρεται στη μελέτη και εφαρμογή του Νόμου του Θεού, μας θυμίζει έναν άλλον μακαρισμό που αντιφωνώντας ο Χριστός τον ευτυχισμό που του απέδιδε μια γυναίκα του λαού, είπε: «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. ια' 28).

Το Βιβλίον της Αποκαλύψεως είναι ένα προφητικό βιβλίο. Όταν όμως λέμε προφητικό βιβλίο, δεν εννοούμε ότι εξαγγέλλει μόνον μελλοντικά γεγονότα, άλλα όπως τα προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, περιέχει θεόπνευστες παραινέσεις, έλεγχο, παρηγορία, διδασκαλία.

Ο σκοπός για τον οποίον εγράφη, είναι, συνεπώς:
α΄ Να ενισχύση τους πιστούς για τα επικείμενα γεγονότα μέχρι της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας.

β΄ Να συμμορφωθούν οι πιστοί με το περιεχόμενο του Βιβλίου εν όψει της Δευτέρας Παρουσίας και μελλούσης Κρίσεως.

γ΄ Να υπενθυμίση ότι «ο καιρός εγγύς».

Ο γαρ καιρός εγγύς
Για τον ερχομό του Μεσσίου στην Π. Διαθήκη, ο χρόνος ήταν αόριστος. Αντίθετα, στην Κ. Διαθήκη ο ερχομός της Β' Παρουσίας του Χριστού, είναι «εγγύς», είναι πολύ κοντά.
Ο Απ. Παύλος γράφει σχετικά: «Τούτο φημί, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστιν» (Α΄ Κορ. ζ΄ 29), και ο Απ. Πέτρος προσθέτει: «Πάντων το τέλος ήγγικε» (Α΄ Πέτρ. δ΄ 7).

Η φράσις του Ευαγγ. Ιωάννου «ο γαρ καιρός εγγύς» που φανερώνει μιά βιασύνη, ένα λαχάνιασμα για το επερχόμενο τέλος, κάνει ώστε να νομίζη κανείς ότι ήδη ακούει τους καλπασμούς του χρόνου.

Θέλοντας ο Κύριος να αισθητοποιήση αυτό το «εγγύς», ανεφέρθη στο παράδειγμα της συκιάς που το μπουμπούκιασμα των φύλλων της πάνω στα κλαδιά της προαναγγέλει το πλησίασμα του καλοκαιριού (Ματθ. κδ΄ 32).

Πολύ φυσικό, λοιπόν, ήταν να ερωτηθή ο Κύριος από τους Μαθητάς του, για τα «σημεία» εκείνα που θα προανήγγειλαν τον δεύτερο ερχομό του. «Ειπέ ημίν, πότε ταύτα έσται και τι το σημείον της σης παρουσίας και της συντελείας του αιώνος;» (Ματθ. κδ΄ 3).

Ποία, δηλαδή, είναι τα «σημεία των καιρών»;.

Και ως προς τον χρόνο της Δευτέρας του Κυρίου παρουσίας, διατηρείται απόλυτη σιωπή.

Ο χρόνος αυτός είναι ολότελα άγνωστος και στους ανθρώπους και στους αγγέλους (Ματθ. κδ΄ 36, Πραξ. α΄ 7).

Αντίθετα, ως προς τα «σημεία» εκείνα που θα προηγηθούν της Μεγάλης εκείνης του Κυρίου Ημέρας, ο ίδιος ο Κύριος τα διεσάφισε.

Και είναι τα εξής:
α΄ Η κήρυξις του Ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο.

«Και κηρυχθήσεται τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι και τότε ήξει το τέλος» (Ματθ. κδ΄ 14). Φυσικά, η εξάπλωσις του Ευαγγελίου σε μια παγκόσμια κλίμακα, δεν σημαίνει και αποδοχή του απ' όλους τους ανθρώπους. Αυτό το «εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι» υπονοεί την απιστία πολλών που θα μείνουν αναπολόγητοι κατά την κρίσι.

β΄ Η επιστροφή του Ισραήλ εις την χριστιανική πίστι.

Ο Απ. Παύλος μας αποκαλύπτει στην προς Ρωμαίους επιστολή του ότι όταν «το πλήρωμα των εθνών εισέλθη» δηλ. μετά από τον καθωρισμένο αριθμό των εθνικών που θα εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού, τότε, «πας Ισραήλ σωθήσεται» (Ρωμ. ια΄ 25-32). Ενας υπαινιγμός του Κυρίου πάνω σ' αυτό το σημείο είναι το Λουκ. ιγ΄ 36.

γ΄ Τις παραμονές της Δευτέρας Παρουσίας θα σημειωθή μεγάλη αποστασία που θα την προκαλέσουν ψευδοπροφήται που «πολλούς πλανήσουσιν» (Ματθ. κδ' 4, 5).

Το ίδιο σημειώνει και ο Απ. Παύλος, ότι δεν θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου «εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον» (Β΄ Θεσ. β΄ 3). Και ο Κύριος συμπληρώνει: «Και δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών» (Ματθ. κδ΄ 12).
Τις ημέρες εκείνες θα έχη πλεονάσει η αμαρτία και η ιδιοτέλεια.

δ΄ Η εμφάνισις του Αντιχρίστου.

Αυτή θα είναι το αποκορύφωμα της αποστασίας και ηθικής αθλιότητος. Μετά την αποστασία, σημειώνει ο Απ. Παύλος, θα «αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού ως θεόν καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι εστί Θεός... ου εστιν η παρουσία κατ' ενέργειαν του Σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους...» (Β΄ Θεσ. β΄ 3-12).

Οι πατέρες της Εκκλησίας μας παρατηρούν τον Αντίχριστον «ως λόγιόν τινα και συνετόν σωφροσύνην τε και φιλανθρωπίαν υποκρινόμενον, άνθρωπόν τινα την φύσιν, πάσαν εν εαυτώ του διαβόλου δεχόμενον την ενέργειαν. Και ώσπερ ο Θεός και Σωτήρ ανθρωπείαν φύσιν αναλαβών την ημετέραν επραγματεύσατο σωτηρίαν, ούτω και ο σατανάς άνθρωπον εκλεξάμενος πάσαν αυτού δέξασθαι δυνάμενον την ενέργειαν δι΄αυτού πάντας εξαπατήσαι τους ανθρώπους πειράσεται»... «Ουκ αυτός τοίνυν ο διάβολος γίνεται άνθρωπος κατά την του Κυρίου ενανθρώπησιν» αλλά κατοικεί σε άνθρωπο που θα είναι εξόχως διεφθαρμένος και θα καταστή τέλειο όργανό του και θρόνος του.

Θα είναι τόση η αποστασία και η πλάνη τότε, ώστε ερωτά ο Ιεροσολύμων Κύριλλος: «Τίς άρα μακάριος ο υπέρ Χριστού μετ' ευσεβείας μαρτυρών τότε; Υπέρ γαρ πάντας μάρτυρας εγώ φημι είναι τους τότε μάρτυρας... οι μέν προ τούτου μόνοις ανθρώποις επάλαισαν, οι δε επί του Αντιχρίστου, αυτώ τω Σατανά αυτοπροσώπως πολεμήσουσι». Τελικά όμως, αυτός «ο Κύριος αναλώσει τον άνομον τω πνεύματι του στόματος αυτού» (Β΄ Θεσ. β΄ 8).

ε΄ Παγκόσμιες ακαταστασίες, διωγμοί των Χριστιανών.

Και σημειώνει ο Κύριος: «Μελλήσετε δε ακούειν πολέμους και ακοάς πολέμων... και έσονται λιμοί και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους, πάντα δε ταύτα αρχή ωδίνων. Τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν και αποκτενούσιν υμάς, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών δια το όνομά μου...» (Ματθ. κδ΄ 6-10).

Ο πρώτος Μακαρισμός της Αποκαλύψεως μας υπενθυμίζει ότι «ο Κύριος εγγύς» και συνεπώς να μη αφιστάμεθα της μελέτης και εφαρμογής του Νόμου του Θεού. Πρέπει ακόμη να διακρίνωμε τα «σημεία των καιρών». Πρέπει να αισθανώμαστε ότι «το μυστήριον της ανομίας ήδη ενεργείται» (Β΄ Θεσ. β΄ 7) και ότι «εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν, όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν» (Α΄ Ιωάν. β΄ 18).

Κάποτε ο Κύριος επέπληξε τους Φαρισαίους που τα μεν μετεωρολογικά σημεία μπορούν να ξεχωρίζουν, τα δε σημεία των καιρών, αδυνατούν (Ματθ. κδ΄ 3, Λουκ. ιβ΄ 54-56).

Πρέπει να νιώσουμε ότι έχομε να παλαίψωμε σκληρά. Ότι λίγοι είναι εκείνοι που θα σωθούν.

Καιρός να αντιληφθούμε ότι το τέρμα του κόσμου φθάνει με καλπασμό...
Μπροστά σε όλα αυτά τα ενεστώτα και μέλλοντα γεγονότα, που αναφέρει ο λόγος του Θεού, ποιος θα έμενε αδιάφορος;

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"


Συνεχίζεται.

Α΄ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ.



Ήτον μία κόρη, το όνομά της Μαρία. Ο πατέρας της ήτον χριστιανός και εγύρευε να την υπανδρεύση. Εκείνη δεν ήθελε, θέλοντας να φυλάξη παρθενίαν. Την έβαλεν εις ένα μοναστήρι γυναίκειο, την επαράδωσε της ηγουμένης να την έχη ως παιδί της. Απέθανεν ο πατέρας της, έγινεν άλλος αυθέντης εις την χώραν εκείνην, εβγήκεν μίαν ημέραν να σιργιανίση. Επήγεν εις το μοναστήρι οπού ήτον η Μαρία, εβγήκαν οι καλογριές να τον καρτερέσουν. Εβγήκε και η Μαρία μαζί με τις άλλες. Ευθύς οπού την είδε ο πασιάς ετρώθη η καρδία του εις έρωτα σατανικόν. Γυρίζοντας εις το σπίτι του έστειλε γράμματα εις την ηγουμένην και της γράφει: Ευθύς οπού να ιδής τα γράμματά μου να μου στείλης την Μαρία, διατί την είδα και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα. Διαβάζει την γραφήν η ηγουμένη, κράζει την Μαρία και της λέγει: Παιδί μου, τι είδες του πασιά καλό και τον ετήραξες με αγάπην; Τήραξε τι μου γράφει εδώ. Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτες. Εγώ τον ετήραξα με άλλον σκοπόν και είπα: Άρα, Θεέ μου, ετούτην την δόξαν οπού έχει εδώ ετούτος ο πασιάς να την έχει και εις τον άλλον κόσμον; Και αυτός με ετήραξε με σκοπόν διαβολικόν. Εγώ, ωσάν ήθελα πανδριά, με επάνδρευε ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανόν και δεν με χρειάζεται τώρα να υπανδρευθώ. Έτσι γράφει η ηγουμένη εις τον πασιά: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου παρά την Μαρίαν. Στέλνει πάλιν ο πασιάς και μηνά της ηγουμένης: Ή να μου στείλης την Μαρία εδώ ή έρχομαι και καίω το μοναστήρι και την παίρνω με το στανιό. Το ήκουσε η Μαρία πως θε να καύση το μοναστήρι και λέγει της ηγουμένης: Στείλε τους πασαλήδες εις το κελλί μου και εγώ τους αποκρίνομαι. Ήλθαν οι πασαλήδες εις το κελλί της Μαρίας, τους ερώτησε τι θέλουν, της είπαν: Μας έστειλεν ο πασιάς να σε πάρωμε, διατί είδε τα μάτια σου και τα ορέχθηκε. Τους είπε να καρτερέσουν να πηγαίνη εις την εκκλησίαν και ύστερα μισεύουν. Τότε παίρνει η Μαρία ένα μαχαίρι και ένα πιάτο και πηγαίνει εμπρός εις την εικόνα του Ιησού Χριστού και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωσες τούτα τα μάτια τα αισθητά, δια να πηγαίνω εις τον καλόν δρόμον και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου εις το κακόν; Δεν είναι πρέπον. Μα επειδή ετούτα τα αισθητά μάτια θε να μου εβγάλουν τα νοητά, ιδού οπού αποφασίζω να τα εβγάλω δια την αγάπην σου, να φύγω από τον βόρβορον της αμαρτίας. Και έτσι μπήγει το μαχαίρι μέσα εις το μάτι της και το έβγαλε και το βάνει μέσα εις το πιάτο. Επήγε και έμπροσθεν εις την εικόνα της Παναγίας και έβγαλε και το άλλο της μάτι και το βάνει και αυτό με το άλλο της. Κράζει τότε τους πασαλήδες και τους τα έδωσε τα μάτια της λέγοντάς τους να τα δώσουν του πασιά και τα επήγαν. Καθώς βλέπει ο πασιάς τα μάτια της Μαρίας, εγύρισε πάραυτα ο σατανικός έρωτας οπού δι΄ αυτήν είχε εις κατάνυξιν. Και λοιπόν πηγαίνει μοναχός του εις το μοναστήριον και παρακαλώντας την ηγουμένην και άλλες καλογραίες να πηγαίνουν να κάνουν δέησιν εις τον Θεόν να ιατρευθή η Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα όλες μαζί με τον πασιά και πέφτουνε πρίμυτα και παρακαλούντες τον Κύριον και την Θεοτόκον Μαρίαν, την μητέρα Του, να δώση το φως της Μαρίας. Εφάνη τότε η Δέσποινα Θεοτόκος ωσάν αστραπή εις την Μαρίαν και της λέγει: Χαίρου, Μαρία, δούλη μου. Επειδή και επρόκρινες τα μάτια σου να τα εβγάλης δια την αγάπην του Υιού μου και την εδικήν μου, ιδού πάλιν έχε τα μάτια σου καθώς και πρώτον και πλέον πειρασμός να μη σου συνέβη. Βλέποντες το θαύμα της Θεοτόκου εδόξασαν τον Θεόν και εχάρησαν κατά πολλά. Έπειτα ο πασιάς αφιέρωσε πολύ χρυσίον εις το μοναστήριον και επήρε συγχώρησιν από την ηγουμένην και καλογραίες και ανεχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη. Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν η Μαρία με την δύναμιν της Παναγίας; Δια τούτο πρέπει πάντοτε και ημείς να τιμώμεν την Παναγίαν. Τούτο σας λέγω τώρα εις το τέλος: να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε χιλιάδες φορές πως αξιωθήκατε και είσθε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί και να κλαίετε και να θρηνήτε δια τους ασεβείς, απίστους και αιρετικούς, οπού περιπατούν εις το σκότος, εις τας χείρας του Διαβόλου.