Βλέπομε λοιπόν ἐδῶ τόν ἴδιο ἅγιο νά εἶναι αὐστηρώτατος, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες. Ὡς ἐκ τούτου γίνεται κατανοητό ὅτι, ἐκεῖ ὅπου δέν ὑφίσταται θέμα πίστεως, ἀπαγορεύεται τό σχίσμα καί εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα, ἐνῶ, ὅταν εἶναι αἱρετικός ὁ ποιμένας, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτόν εἶναι θέμα σωτηρίας καί, φυσικά τότε, δέν ὑφίσταται σχίσμα, ἐπειδή αὐτός ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ἀλήθεια, ἔχει ἀλλάξει πορεία καί ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν, ἀνήκουν και αὐτοί στήν ἴδια κατηγορία. Ἐδῶ ταυτίζεται ὁ ἅγιος μέ το δεύτερο τμῆμα τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί δι’ αὐτό ἀπαιτεῖ τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό τόν αἱρετικό ποιμένα. Δι’ αὐτό ἀναφέραμε ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες κατέγραψαν τήν ἤδη ὑπάρχουσα καί βιουμένη κατάστασι και ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή καί ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ ἐν λόγῳ Κανών, πάλι ἴδια θά ἔπρεπε νά ἦταν ἡ στάσις τοῦ κάθε συνειδητοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἔναντι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, διότι αὐτό ἀπαιτοῦσε ἀνέκαθεν ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις. Ἄλλο θέμα εἶναι ἄν ἐμεῖς σήμερα ὑποβιβάσαμε τά θέματα τῆς πίστεως στή θέσι τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων ἤ καί ἀκόμη χαμηλότερα, καί ἔτσι θεωροῦμε σχίσμα κάθε ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ἡ τελευταία πρότασις τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος «ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι» μᾶς δίδει τήν πνευματικήν διάστασι τοῦ σχίσματος, ὅταν δηλαδή ὑπάρχει αἵρεσις κηρυττομένη δημοσίως ἐπ’ Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ὁ ἱερός Κανών ἀναφέρει σαφέστατα ὅτι σχίσμα δημιουργοῦν οἱ ἀφιστάμενοι τῆς ἀληθείας, ἐνῶ οἱ ἀπομακρυνόμενοι ἀπό αὐτούς ἀπαλλάσσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τό σχίσμα. Πῶς ὅμως τήν ἀπαλλάσσουν; Διά νά γίνη κατανοητό αὐτό, πρέπει νά ἰδοῦμε τήν Ἐκκλησία καί το σχίσμα ὄχι χρονικά, ἀλλά διαχρονικά. Ἐφ’ ὅσον, ὅπως προαναφέραμε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι
Χριστοκεντρική καί ὁριοθετεῖται μέ βάσι τήν ὀρθόδοξο πίστι, ὅσοι κατά καιρούς ἐξέπεσαν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως και ἐξετράπησαν σέ αἱρέσεις, ἀπεσχίσθησαν καί ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐξαιτίας καί μόνον τῆς ἐκπτώσεώς των ἀπό τήν πίστι, χωρίς συνοδικές κρίσεις καί ἀποφάσεις. Ὅσοι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἐκράτησαν καί διεφύλαξαν τήν ὀρθόδοξο πίστι καί ἀπεμακρύνθησαν διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς
αἱρετικούς, αὐτοί διαχρονικά ἀνήκουν εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί ἔγιναν αἰτία νά συνεχίση νά ὑπάρχη ἡ Ἐκκλησία «ρυομένη» ἀπό τά σχίσματα, τά ὁποῖα εἶναι ἡ ἀπόσχισις διά τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν ὀρθόδοξο πίστι. Αὐτό μᾶς τό ἑρμηνεύει θαυμάσια ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του στόν μοναχό Βασίλειο. Λέγει ὁ ὅσιος τά ἑξῆς: «...Tό γάρ μή ἔχειν σπῖλον ἤ ρυτίδα (ἡ Ἐκκλησία), ἵνα καί πάλιν εἴπωμεν, οὕτω νοείτω · τό μή προσιεμένην τά τε ἀσεβῆ δόγματα καί τά ἀκανόνιστα ἐγχειρήματα. Οὐ μήν ἀλλά καί τά ἐν τοῖς αὐτουργοῦσι τά ἀπηγορευμένα συμφρονήματα, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Βασίλειος · πρός ἅ Παῦλος ὁ μέγας, οὐδέ συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις παραχωρεῖ. Ἐπεί ἀπό τῶν ἀποστόλων καί κατόπιν, πολλαχῶς πολλαί αἱρέσεις προσερράγησαν αὐτῇ · καί ρυπάσματα ἄθεσμα καί ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν, ὥσπερ καί τό νῦν · (ἐννοεῖται ἡ μοιχειανική αἵρεσις) ἀλλά μήν αὐτή τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καί ἀμώμητος διαμεμένηκε, καί διαμενεῖ
ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καί ἀποπεμπομένων ἀπ’ αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἤ πραξάντων · ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καί παραλίου πέτρας τά προσρήσσοντα κύματα» (Φατοῦρος 28, 123,79 καί P.G. 99, 1001D). Δέν θά ὑπῆρχε ἴσως ὡραιότερη εἰκόνα διά νά ἀποτυπώση ὁ ὅσιος αὐτή τήν μεγάλη ἀλήθεια, ἡ παράλιος δηλαδή πέτρα (Ἐκκλησία) καί τά ἀφρίζοντα κύματα (οἱ αἱρέσεις). Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, ἀναφέρει, παραμένει ἄσχιστος καί ἀμώμητος καί θά διαμένη αἰωνίως ἔτσι, ἐπειδή ἀποπέμπονται
πάραυτα ἀπό αὐτήν οἱ κακῶς φρονοῦντες καί πράττοντες κατά τήν πίστιν, ὅπως ἀκριβῶς ἀπομακρύνονται ἀπό την παράλιο πέτρα τά ἀφρίζοντα κύματα. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν δημοσίως κηρύττοντα αἵρεσιν, αὐτή εἶναι ἡ ἀποφυγή τοῦ σχίσματος, αὐτή εἶναι ἡ ἑνότης τῆς πίστεως καί ἡ διατήρησις τοῦ ἀσπίλου καί ἀμώμου τῆς Ἐκκλησίας. Κατανοεῖ λοιπόν κάποιος ὅτι διά τά θέματα τῆς πίστεως ἐνεργοῦμε ἐμπειρικά, προκειμένου νά διατηρήσωμε τό ἄσπιλο καί ἀμώμητο τῆς Ἐκκλησίας καί νά
διατηρηθοῦμε καί ἐμεῖς ἐνσωματωμένοι εἰς αὐτήν. Ὅλα αὐτά ὅμως πρέπει νά τά καταδείξωμε ἐν συνεχείᾳ μέσα στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ κάνωμε ἕνα συσχετισμό καί μία σύγκρισι τοῦ παρόντος Κανόνος μέ ἄλλους διά νά δείξωμε τήν ὑποχρεωτική ἐφαρμογή του στήν Ἐκκλησία καί ὄχι τήν προαιρετική (δυνητική).
Συνεχίζεται.