Στὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς στρέφει τὴν προσοχή µας
τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσµα τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς (Τίτ. 3, 8-15). Πολλὲς ἑρµηνεῖες
ἔχει λάβει ὁ Ὅρος «αἱρετικὸς» ἀπὸ τοὺς ἑρµηνευτές, καὶ µάλιστα τοὺς νεωτέρους,
στὸ χῶρο τῆς Κ. ∆ιαθήκης.
Ὑπάρχει ὅµως καὶ ἡ συγκεκριµένη σηµασία, ποὺ ἔλαβε ὁ Ὅρος
στὴ γλώσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων, στὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιὰ τοὺς ἁγίους
Πατέρας µας «αἱρετικὸς» σηµαίνει: διαστρεβλωτὴς τῆς πίστεως, τῆς ἀποκεκαλυµµένης
Ἀληθείας, τοῦ θεόθεν δεδοµένου τρόπου σωτηρίας. Αἵρεση δέ, εἶναι ἀλλοτριωµένη ἐκδοχὴ
τοῦ Προσώπου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ δὲν µπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, στὴ
θέωση, τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὸ κακὸ τὸν κόσµο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν
Χαλκηδόνι ∆´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου (451), ποὺ τιµᾶ τὴν προσεχῆ Κυριακὴ ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία σ᾽ ὅλο τὸν κόσµο, αὐτὴ τὴ σηµασία τοῦ ὅρου ἐπιβάλλουν νὰ κρατήσουµε καὶ
µεῖς στὶς παρακάτω σκέψεις.