«Δέν είμαι βέβαιος ότι, αν απόψε με καλέσει ο Θεός καί εκδημήσω ἀπ’ αυτή τή ζωή, δέν ξέρω αν θά βρώ δικαιολογία μπροστά στούς Αγίους, στούς Ομολογητάς, τους μάρτυρας, γι’ αυτήν τήν στάση τήν οποία κρατούμε όλοι τώρα. Η αίρεση ξεχειλίζει, οι λατινόφρονες και οι φιλο-Οικουμενιστές είναι όλοι ανάμεσά μας προβατόσχημοι λύκοι, κι εμείς κάνουμε διακρίσεις καί οικονομούμε. Προσπαθώ νά βρώ μιά δικαιολογία γιά τόν εαυτό μου...
Το ταξίδι στη “Μάλτα” -- Του Αλεξάνδρου Καλόμοιρου(1931-1990)
Επειδή δεν μπορούμε να είμαστε χριστιανοί σαν άτομα αλλά μόνον σαν Εκκλησία σημασία καίρια έχει όχι μόνον η δική μας πίστη να είναι αληθινή αλλά και αυτή των αδελφών και των πατέρων μας. Το ποικιλόπιστο άθροισμα δεν έχει σχέση με την Εκκλησία του Χριστού που είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Στην Εκκλησία υπάρχει μία πίστη, η αληθινή, και συμφωνία όλων στην Ορθοδοξία και ομόνοια. Δεν το νοιώθουν, άραγε, αυτό οι ευσεβείς και καλοπροαίρετες ορθόδοξες ψυχές; Αλλά τότε τι είναι αυτό που τις συγκρατεί μέσα σ΄ αυτό το όζον σύμπλεγμα της ψευτιάς; Είναι το ότι δεν βλέπουν που να πάνε. Γιατί δυστυχώς καμιά οργανωμένη Εκκλησία σήμερα δεν έχει εχέγγυα πιστότητας στη γνήσια Πατερική Ορθοδοξία, αφού φυσικά Ορθοδοξία δεν είναι μόνον η τήρηση του ακενοτόμητου εορτολογίου.
Στρατηγός Μακρυγιάννης :
«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12).
Mητροπολίτης Φιλάρετος της Εκκλησίας των Ρώσων της Διασποράς:
Αὐτὸ τὸ ὁποῖο προηγουμένως ἦταν ἰδίωμα τῶν ξεπεσμένων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες, στὴν ἐνάσκησι τοῦ ἐπαισχύντου ἐπαγγέλματός τους ἐνεδύοντο προκλητικὰ γιὰ νὰ προκαλέσουν αἰσθησιακὰ τοὺς ἄνδρες, ἔχει πλέον γίνει ἡ μόδα καὶ κανόνας ἀκόμη καὶ γιὰ σεμνές γυναίκες, οἱ ὁποῖες σὲ πολλὲς περιπτώσεις δὲν λαμβάνουν κἄν ὑπ᾿ ὄψιν τους τὸ νόημα καὶ τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς μόδας ποὺ τὶς ἐσκλάβωσε.῎Αν ἡ ἐλαχιστοποίησις τοῦ μάκρους τοῦ φορέματος ἤ ὁ ἰδιαίτερος τονισμὸς τῶν «γραμμῶν» τοῦ σώματος ἀντιτίθενται πρὸς τὴν σεμνότητα, ἡ ὁποία θὰ πρέπει γενικὰ νὰ στολίζη τὶς Χριστιανὲς γυναῖκες, τότε ἀκόμη πιὸ ἀκατάλληλη εἶναι ἡ ἐμφάνισίς τους μὲ τέτοιου εἴδους ἐνδυμασία στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ.