Ἄν ἐπίσης μελετήσωμε ὅλους αὐτούς τούς ἱερούς Κανόνες οἱ
ὁποῖοι ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς, θά διαπιστώσωμε
ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί ἐπιβάλλουν στούς Ὀρθοδόξους νά ἐξετάζουν τό φρόνημα
ἐκείνων μέ τούς ὁποίους προτίθενται νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά καί ἄν αὐτό
εἶναι ὀρθόδοξο, τότε καί μόνο τότε νά ἔχουν μέ αὐτούς ἐκκλησιαστικές σχέσεις.
Πῶς τώρα εἶναι δυνατόν μέ ὅλους αὐτούς πού
διαπιστώσαμε ὅτι δέν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα οἱ Κανόνες νά ἐπιβάλλουν
ὑποχρεωτικά ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι καί ἀπεναντίας με τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος «δημοσίως γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» κηρύττει αἵρεσι, ὁ ὑπό
ἐξέτασι ἱερός Κανών να ἀφήνη πλήρη ἐλευθερία ἐπιλογῆς (αὐτό σημαίνει δυνητική
ἑρμηνεία) εἰς τό ἄν θά ἀποτειχισθῆ κάποιος ἀπό αὐτόν, ἤ ἄν θά ἐπιλέξη νά ἔχη
πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, καί μάλιστα ἀναμένοντας ἡσύχως καί ἐν
ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου; Καί ἄν τελικῶς ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου εἶναι
ὑπέρ τῆς αἱρέσεως καί ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας (ὅπως
πολλάκις συνέβη) τότε ὑποχρεοῦται ὁ πιστός, βάσει τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ
κανόνος, να ὑποταχθῆ ἐκκλησιαστικῶς στήν αἵρεσι καί νά διακόψη την ἐπικοινωνία
μέ ὅσους παραμένουν πιστοί στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτά
λοιπόν ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἐναντιώνεται
στήν κοινή λογική καί φυσικά, ἔρχεται σε πλήρη ἀντίθεσι μέ ὅλους τούς
σχετικούς μέ αὐτόν ἱερούς Κανόνες, καί ἐπί πλέον ὁδηγεῖ σέ τραγικά ἀδιέξοδα
τούς θιασῶτες τῆς ἑρμηνείας αὐτῆς, τά ὁποῖα ὁπωσδήποτε εἶναι εἰς βάρος τῆς
Ὀρθοδοξίας καί ὑπέρ τῆς αἱρέσεως.
Εις τα ζητήματα της πίστεως δεν χωρούν ανθρώπινοι συναισθηματισμοί. Αείποτε η Εκκλησία του Χριστού «δια τους λόγους των χειλέων Του εφύλαξεν οδούς σκληράς». Μέσος όρος δεν υπάρχει. Ή πιστεύομεν ή δεν πιστεύομεν. Ή ο από δέκα αιώνων Καθολικισμός περιέπεσεν εις αιρέσεις, οπότε πρέπει να τας αποβάλη και κατόπιν να έλθη προς ένωσιν Δογματικήν και Εκκλησιαστικήν ή δεν έχει αιρέσεις οπότε η Εκκλησία μας πλανάται επί δέκα αιώνας. Και όχι μόνον δέκα αιώνας, αλλά πλανάται μεθ’ όλων των Οικουμενικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων, και τα πάντα γίνονται άνω κάτω. Και κατά συνέπειαν πρέπει να διορθώσωμεν Ιερούς Κανόνας, να συμπληρώσωμεν το Σύμβολον της Πίστεως, να διασκευάσωμεν τα λειτουργικά μας βιβλία, να χρίσωμεν με ασβέστη τους τοιχογραφημένους αγίους Πατέρας μας και να καύσωμεν τας φορητάς εικόνας των, αφού επλανήθησαν και πλανούν και ημάς τόσους αιώνας…
Πρέπει να παύσωμεν του λοιπού να λέγωμεν εις τας προσευχάς μας «δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών». Πρέπει να κλαύσωμεν δια τα πλήθη των Ομολογητών, που εμαρτύρησαν ματαίως και προ του σχίσματος και μετά το σχίσμα. Και πρέπει να σβήσωμεν πλέον και την ιεράν κανδήλαν, που καίει ακοίμητα εις την είσοδον του Ναού του Πρωτάτου, επάνω εις τα άγια λείψανα των Αγιορειτών Πατέρων, που εμαρτύρησαν από τους Ενωτικούς του 13ου αιώνος, διότι δεν εδέχθησαν το μνημόσυνον του Πάπα. Εάν δεν είναι αιρετική η παπική Εκκλησία, τότε τα θαύματα των αγίων Ομολογητών της Ορθοδοξίας είναι δαιμονικαί απάται. Εάν δεν είναι οι Λατίνοι αιρετικοί, πρέπει να καύσωμεν όλους τους αντιλατινικούς λόγους του Μ. Φωτίου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Καβάσιλα, Ιωσήφ Βρυεννίου, Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Γενναδίου του Σχολαρίου και τόσων ιερωτάτων θεολόγων μέχρι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ως και τας Συνοδικάς αποφάσεις. Τότε τι χρειάζονται το «Πηδάλιον», το «Ωρολόγιον», το «Τριώδιον»; Να τα ρίψωμεν εις το πυρ και να ομολογήσωμεν ότι επλανήθημεν!