Ἀπὸ ἀξιόπιστο γνωστό μου, πιστὸ χριστιανό, πληροφορήθηκα ἕνα
θαυμαστὸ γεγονὸς, ποὺ ἔλαβε χώρα πρὸτινος στὰ βόρεια προάστεια
τῶν Ἀθηνῶν σὲ παλαιό, παραδοσιακὸ φαρμακεῖο.
Ὅταν ὁ φαρμακοποιὸς συμπλήρωσε τὸ χρόνο τῆς ἐπαγγελματικῆς
σταδιοδρομίας του καὶ ἐπρόκειτο νὰ συνταξιοδοτηθεῖ, παρέδωσε τὸ
φαρμακεῖο στὸ γιό του, ἐπίσης φαρμακοποιό. Ἐκεῖνος ἀνακοίνωσε
στὸν πατέρα του ὅτι θὰ τὸ ἀνακαινίσει, γεγονὸς ποὺ ἔγινε
πραγματικότητα. Στὴν ἀνακαίνισή του ὅμως συμπεριέλαβε καὶ μία
ἀσεβῆ πράξη. Ἀποκαθήλωσε ἀπὸ τὴν περίοπτη θέση τὴν εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ, ποὺ εὐλαβικὰ εἶχε τοποθετήσει ὁ πατέρας του, καὶ τὴν
ἔβαλε σὲ ἕνα συρτάρι τοῦ φαρμακείου. Ὅταν τελείωσε ἡ ἀνακαίνιση,
ὁ «προοδευτικός», νέος φαρμακοποιός, δὲν θεώρησε σκόπιμο νὰ
ἐπανατοποθετήσει τὴν εἰκόνα ἐκεῖ πού, πρίν δεκαετίες, τήν εἶχε βάλει
τὸ πατέρας του, ἀλλὰ τὴν ἄφησε κρυμμένη στὸ συρτάρι. Συνέβη ὅμως
κάποια νύχτα διανυκτέρευσης τοῦ φαρμακείου του ἕνα ἔκτακτο, δυσάρεστο
περιστατικό, νὰ τοῦ θυμίσει τὴν ἀσεβῆ πράξη του πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ, ποὺ εἶχε ἀποκαθηλώσει. Μία νεαρή, σὲ προχωρημένη νυχτερινὴ
ὥρα, χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ φαρμακείου. Ὁ φαρμακοποιὸς ἄνοιξε μία
μικρὴ θυρίδα, πού ἔχει στὴ θύρα εἰσόδου, γιὰ λόγους ἀσφαλείας καὶ τὴ
ρώτησε τί θέλει. Ἐκείνη τοῦ εἶπε:
– Παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε κάποιο καταπραϋντικὸ φάρμακο, γιὰ τὴ μητέρα
μου, ποὺ ἔχει ταραχὴ καὶ σπασμοὺς, γιὰ νὰ ἠρεμήσει. Ὁ φαρμακοποιὸς
νυσταγμένος τῆς ἔδωσε ἕνα φιαλίδιο μὲ φάρμακο καὶ πῆγε νὰ καθίσει.
Ξαφνικὰ ὅμως σηκώθηκε ταραγμένος, γιατί κατάλαβε ὅτι ἀπρόσεκτα εἶχε
Κάνει ἐγκληματικὸ λάθος. Τῆς εἶχε δώσει δηλητήριο ἀντὶ καταπραϋντικοῦ.
Μὲ τρόμο καὶ κρύο ἱδρώτα ἄνοιξε τὴν πόρτα κοιτάζοντας δεξιὰ ἀριστερὰ
μήπως δεῖ τὴν πελάτισσά του καὶ προλάβει τὸ κακό, ἀλλὰ μάταια, ἐκείνη
εἶχε χαθεῖ μέσα στὴν ἐρημιὰ τῆς νύχτας. Ἔνοιωσε τότε νὰ λυγίζουν τὰ
γόνατά του ἀπὸ ἀγωνία καὶ φόβο γιὰ τὰ δεινὰ ἐπακόλουθα τοῦ
θανάσιμου λάθους του. Ἀπελπισμένος ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ μὲ μεγάλη
ταραχὴ ἄνοιξε τὸ συρτάρι, ποὺ εἶχε καταχωνιάσει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ
καὶ τὴν ἔστησε ὄρθια μπροστά του, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμά.
Ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξης νὰ κάνει τὸ θαῦμα του, ὥστε νὰ μὴ γίνει
ἔνοχος ἀπώλειας μίας ζωῆς. Γεμάτος τύψεις καὶ ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀσεβῆ
πράξη του, νὰ ἀποκαθηλώσει τὴν εἰκόνα, ζητοῦσε συγγνώμη ἀπὸ τὸ Θεὸ
καὶ κοίταζε τὴ θέση, ποὺ ἔμενε γυμνὴ ἀπὸ τὴ θεία παρουσία της. Ξαφνικὰ
ὅμως ἡ πόρτα τοῦ φαρμακείου ξαναχτύπησε. Σηκώθηκε νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι,
ἀνοίγοντας τὴ γνωστὴ θυρίδα. Καὶ ἔκπληκτος, ὢ τοῦ θαύματος (!) βλέπει τὴ
νεαρὴ πελάτισσά του, ποὺ εἶχε φύγει πρὶν λίγα λεπτά, νὰ τοῦ λέει:
– Μὲ συγχωρεῖτε ἀλλὰ γλίστρησα καὶ ἔπεσα. Τὸ μπουκαλάκι μὲ τὸ φάρμακο,
πού μοῦ δώσατε ἔσπασε. Παρακαλῶ νὰ μοῦ τὸ ξαναδώσετε!
Ὁ φαρμακοποιὸς σταυροκοπήθηκε καὶ ἀναφώνησε:
Δοξασμένο τὸ ὄνομά Σου Χριστέ μου. Σὲ εὐχαριστῶ. Καὶ ἔσπευσε νὰ
ἐξυπηρετήσει τὴ νεαρὴ, ποὺ τοῦ εἶχε φέρει τὸ θεῖο μήνυμα τοῦ θαύματος τοῦ
Κυρίου, στὴν εἰκόνα τοῦ ὁποίου θερμά, ὁλόψυχα καὶ ἐν μετάνοιᾳ εἶχε
προσευχηθεῖ. Ὁ Θεός, ποὺ θέλει, «πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν
ἀληθείας ἐλθεῖν», ἐπέτρεψε νὰ γίνει τὸ θαῦμα Του, διότι ὁ νέος φαρμακοποιὸς
δὲν εἶχε κακὴ προαίρεση, ἀλλὰ ἦταν θῦμα τῆς ἀσεβοῦς «ἐξέλιξης» καί τοῦ
εἰκονομαχικοῦ πνεύματος τῶν καιρῶν μας. Μετὰ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός,
ὁ φαρμακοποιὸς τοποθέτησε εὐλαβικὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὴ
θέση της, ὅπου καί στολίζει πλέον, μὲ τὴν ἱερὴ λαμπρότητα τοῦ θείου
προσώπου της, τὸ φαρμακεῖο τῶν βορείων προαστείων.
«Τὴν ἄχραντον εἰκόνα Σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ...»,
«Βασιλεῦ τῆς δόξης»!