Ο Εκλαμπρότατος Αρχιεπίσκοπος των εν Τήνω, Νάξω και Αιγαίω Ρωμαιοκαθολικών κ. Νικόλαος στις 12/3/2012 εξέδωκε «ανοικτήν επιστολήν προς κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως» όπως την επιγράφει, με την οποία ευγενώς μας επικρίνει όχι με θεολογικά επιχειρήματα όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά με συναισθηματικές προσεγγίσεις επιδιδόμενος σε ένα κήρυγμα αγαπισμού και αποπειρώμενος να θεμελιώσει το συγκρητιστικό οικουμενισμό εν τη πράξει με ευγενείς ωραιολογίες, που «κνήθουν» τα ώτα των ακουόντων, αλλά που απέχουν παρασάγκας από την αλήθεια.
Είναι πασίδηλον ότι οι οικουμενιστικοί κύκλοι κατακρεουργούν τα Κυριακά λόγια της Αρχιερατικής προσευχής εις το 17ο κεφ. του κατά Ιωάννην ευαγγελίου στ. 21-25 «ίνα πάντες εν ώσι» αποσιωπώντες δολίως την όλην πρότασιν του Κυρίου ως και τα του ιδίου περιεχομένου επόμενα χωρία που απευθύνει ο Σωτήρ του κόσμου στον Αρχίφωτο Πατέρα Του λέγων: «Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευσόντων δια του λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας. και εγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμεν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ ἐμοῦ, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου.»
Αποσιωπούν και αποκρύπτουν τα ανωτέρω Κυριακά λόγια απομομώνοντες εξ αυτών τέσσερις λέξεις για να στηρίξουν την κακοδοξία των και δι’ αυτής την νόθευσιν της αληθούς πίστεως διότι ο Κύριος της Εκκλησίας προσεύχεται υπέρ της ενότητος των παιδιών Του με πρότυπον όμως τον Τριαδικό τρόπο υπάρξεως του αιωνίου Θεού, δηλ. εν αληθεία, αληλοπεριχωρήσει και πιστότητι και όχι ασφαλώς εν αιρέσει, διαστρεβλώσει της Θείας Αποκαλύψεως, εν πλάνη και απομειώσει των δογματισθέντων υπό του Παναγίου Πνεύματος.
Ο ιερός Μάρκος ο Ευγενικός εις την επιστολή του «τοις απανταχού της γης» γράφει: «Προ χρόνων πολλών απεσχίσθη της Δυτικής Εκκλησίας, της Ρώμης φαμέν, το περιώνυμον άθροισμα εκ της των ετέρων τεσσάρων αγιωτάτων Πατριαρχών κοινωνίας, αποσχοινισθέν εις έθη και δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων αλλότρια» και συνεχίζει «Πόθεν ουν ημίν ανεφάνησαν όντες ορθόδοξοι οι δια τοσούτων χρόνων και τοσούτων πατέρων και διδασκάλων κριθέντες αιρετικοί;»
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν έχει την αποστολική πίστη εφ’ όσον το filioque, η κτιστή χάρις, το πρωτείο ως προνόμιο παγκοσμίου δικαιοδοσίας, τα υπέρτακτα έργα, το καθαρτήριο αποτελούν βασικά και αδιαπραγμάτευτα δόγματά του.
Δεν έχει έγκυρα εισαγωγικά μυστήρια, ιερωσύνη και ευχαριστία, διότι έχει αποσχισθεί από την Καθολική Εκκλησία του Χριστού και ισχύει δι’αυτόν ο επικυρωμένος από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο Α Κανών του Μ. Βασιλείου ορίζων «οι της Εκκλησίας αποστάντες ουκ έτι έσχον την Χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν... απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο Χάριν Πνεύματος Αγίου παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι».
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός κατά τον Αγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο δεν έχει αποστολική διαδοχή διότι η Ορθοδοξία του φρονήματος βεβαιώνει την Αποστολική διαδοχή και η κακοδοξία του φρονήματος την καταλύει: «Το μεν γαρ ομόγνωμον και ομόθρονον, το δε αντίδοξον και αντίθρονον· και η μεν προσηγορίαν, η δε αλήθειαν έχει διαδοχής», Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου (Εις τον Μ. Αθανάσιον η , PG, 1089).
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν μπορεί να αποβάλη τον παποκεντρισμό του, παλαιότερο και νεώτερο γιατί τον έχει επισφραγίσει δια των αποφάσεων δέκα τριών δικών του «Οικουμενικών» Συνόδων.
Θυμίζουμε τις διακηρύξεις του «αγιοποιηθέντος» από τον Ρωμαιοκαθολικισμό Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ με την Εγκύκλιο Ut Unum Sint (1995) (10): «Η Καθολική Εκκλησία έχει την πεποίθηση ότι διατήρησε τη διακονία του διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου, του Επισκόπου Ρώμης, που ο Θεός ίδρυσε “ως παντοτεινή και ορατή αρχή και θεμέλιό της ενότητας”» (παράγρ. 88).
Και, «Είμαι πεπεισμένος ότι έχω στο σημείο αυτό μία ιδιαίτερη ευθύνη... να βρίσκω μία μορφή άσκησης του πρωτείου, το οποίο, χωρίς ν’ αποποιηθώ με κανένα τρόπο την ουσία της αποστολής του, ν’ ανοίγεται σε μία νέα κατάσταση» (παράγρ. 95). Ταυτόσημη άλλωστε είναι και η διακήρυξις του παπικού Πρωτείου από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ στό Φανάρι το 2006 και υπενθυμίζομε την οδηγία του Βατικανού του Ιουλίου 2007 με τις γνωστές «Απαντήσεις» με τις οποίες ο νυν Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ χαρακτήρισε «ελλειματικές» τις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες επειδή δεν έχουν κοινωνία με τον δήθεν διάδοχο του Πέτρου.
Ο όσιος πατήρ ημών Ιουστίνος Πόποβιτς γράφει: «Το ορθόδοξο δόγμα, μάλλον δε το παν-δόγμα περί της Εκκλησίας, απερρίφθη και αντικατεστάθη δια του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα, δηλαδή του ανθρώπου. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως εγεννήθησαν και γεννώνται συνεχώς άλλαι αιρέσεις: το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιον των περισσών έργων...».
Οι προυποθέσεις που τίθενται βιβλικώς από τον Θεό Λόγο για την ενότητα και κοινωνία των εις Χριστό πιστευόντων κατά τα ανωτέρω, είναι η κοινή και αΐδιος δόξα του Τριαδικού Θεού. Εν άλλοις λόγοις η ενότητα του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό Λόγο πραγματοποιείται μόνο με την άκτιστη θεοποιό ενέργεια και δόξα του Τριαδικού Θεού. Αλλ’ αυτή η θεοποιός δόξα παρέχεται δια του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι, αποκλειστικά και μόνο στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός απορρίπτει δογματικώς τον άκτιστο χαρακτήρα της θεοποιού χάριτος και επομένως η οποιαδήποτε κοινωνία μαζί του θα είναι και θα παραμένει μόνο σε ανθρώπινο κτιστό επίπεδο. Οι Ρωμαιοκαθολικοί κάνουν σύγχυση θεολογίας και οικονομίας στον Τριαδικό Θεό, ορατός καρπός της οποίας είναι το filioque.
Συγκεκριμένα αποκλείοντας την εμπειρία της άκτιστης Θείας Χάριτος και της Θεοποιού άκτιστης Δόξας αρνούνται ουσιατικά την κοινωνία κτιστού και ακτίστου, αρνούνται δηλαδή το μυστήριο της πραγματικής κοινωνίας Θεού και ανθρώπου, ως εκκλησιαστικό γεγονός. Αρνούνται στην πράξη την ίδια την έννοια της Εκκλησίας.
Όλα τα παραπάνω συνδέονται αρρήκτως με το filioque για την αποδοχή του οποίου ιδιαίτερα συγχέουν οι Ρωμαιοκαθολικοί τα υποστατικά με τα φυσικά προσόντα του Θεού και ειδικώτερα συγχέουν την αΐδια εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος, ως Θείου Προσώπου με την φανέρωση του Αγίου Πνεύματος ως κοινής άκτιστης ενέργειας του Τριαδικού Θεού.
Σύμφωνα όμως, με την Αγιοπνευματική και δογματική εμπειρία της Εκκλησίας κατά τους δέκα (10) πρώτους αιώνες η έκφανση, ως οικονομία του Αγ. Πνεύματος, που φανερώνεται και λειτουργεί «εκ Πατρός δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι» είναι εκείνη που μας ενοποιεί ακτίστως με τον Τριαδικό Θεό.
Κατά συνέπεια εφ’ όσον ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν αποδέχεται την περί ακτίστου χάριτος θεολογία, πράγμα που εκφράζεται θεσμικά και με το filioque δεν είναι εφικτή καμμία θεολογική Εκκλησιολογική και Αγιοπνευματική ενότητα μαζί του.
Δράττομαι της ευκαιρίας απαντώντας γενικά στον κ. Νικόλαο, να απαντήσω και στον γνωστό δίγαμο, τον προσφυώς αποκαλούμενο «Καρδινάλιο Φραντζολίνι», που αυτόκλητα άνευ πανεπιστημιακής καθέδρας, έχει αναλάβει ρόλο τιμητού των Εκκλησιαστικών προσώπων και πραγμάτων, λέγων ότι η Αγία μας Χώρα δεν είναι προτεκτοράτο των Η.Π.Α., αλλά κράτος δικαίου του οποίου η εν συναλληλία λειτουργούσα Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία, διέπεται υπό των Ι. Κανόνων και των Νόμων του.
Η Ιεραρχία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος δεν αποδέχεται τους εκβιασμούς των Σιωνιστικών διεθνών Κέντρων, όπως απεδέχθη δυστυχώς η Ιεραρχία της αδελφής ομοδόξου Σερβικής Εκκλησίας για την Ισλαμοποίηση του Κοσσόβου, καρατομώντας αδίκως και αντικανονικώς τον Κανονικό Επίσκοπο Ράτσκας και Πριζρένης κ.κ. Αρτέμιο, όπως απεδείχθη πασιδήλως πλέον από την γνωστή Απόφαση 1410/2010 του Στ Ποινικοῦ Τμήματος του Αρείου Πάγου της χώρας μας, που κονιορτοποίησε τα ψεύδη της Σερβικής Ι. Συνόδου και της Σερβικής Πολιτείας κατά του δήθεν «καταχραστού» και όντως αγίου Επισκόπου Ράτσκας και Πριζρένης κ.κ. Αρτεμίου.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ