Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.

στ΄. γιος Μάξιμος μολογητής

ναφερόμενοι στή συνέχεια στήν διαχρονική φαρμογή το 15ου ερο Κανόνος τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου θά παρουσιάσωμε τόν γ. Μάξιμο τόν μολογητή, σύμφωνο πόλυτα καί ατόν μέ τόν ν λόγ Κανόνα. Εναι ξιον προσοχς καί πρέπει νά ναφερθ τι λη σχεδόν ζωή το σίου Μαξίμου το μολογητο το νας συνεχής γνας ναντίον τς αρέσεως το Μονοθελητισμο καί μία διαρκής ποτείχισις πό τούς αρετικούς πισκόπους τς ποχς του. πέθανε δέ στήν ξορία πό τίς κακουχίες καί τά μαρτύρια, ν το εχαν κόψει τό δεξί χέρι καί τήν θεολόγον γλσσαν καί ν τόν εχαν καθαιρέσει καί ναθεματίσει λόγ τς διαλλαξίας του νά μή δεχθ νά πογράψη τόν λεγόμενον «Τύπον», ποος το μία κθεσις πίστεως ποία ενοοσε καί πέθαλπε τήν αρεσι το Μονοθελητισμο. ποτείχισις το σίου καί τό τι δέν θελε καμμία κκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη καί τή Σύνοδο το κάτι πού ξόργιζε τούς κκλησιαστικούς καί πολιτικούς ρχοντες, διότι μέ τήν στάσι του ατή παρέσυρε πολλούς νά τόν μιμηθον καί νά μήν ποταχθον στήν αρεσι καί τοιουτοτρόπως γίνετο δηγός τν ρθοδόξων ν λόγοις καί ργοις. Ατό επώθηκε καθαρά πό τούς ρχοντες στή συζήτησί των μέ τόν σιο προσπαθντας νά τόν πείσουν νά λλάξη γνώμη: « δέ κρις Σέργιος επεν ατ τι πολλάκις λθον ες τό κελλίον σου ες Βέββας καί κροασάμην τς διδασκαλίας σου, καί Χριστός χει βοηθσαί σοι καί μή γωνιάσς. Ες ν δέ μόνον λυπες πάντας, τι πολλούς ποιες χωρισθναι τς κοινωνίας τς νταθα κκλησίας. στι τις λέγων, επεν δολος το Θεο, τι επον, Μή κοινωνήσ τ κκλησί τν Βυζαντίων;
πεκρίθη κρις Σέργιος · ατό τοτο, τό σε μή κοινωνεν, μεγάλη πρός πάντας στί φωνή, μή κοινωνσαι. Καί επεν το Θεο δολος · Οδέν βιαιότερον συνειδότος κατηγοροντος, καί οδέν τούτου συνηγοροντος παρρησιαστικώτερον» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τν Νηπτικν καί σκητικν 15Γ, 96).
Βλέπουμε δ τι μόνη ποτείχισις το σίου το παράδειγμα πρός μίμησι καί χαλινός τς αρέσεως, παρ’ τι διος, πως ναφέρει, δέν τό λεγε μέ τά λόγια.
Σέ λλη συζήτησι προσπαθντας ο ρχοντες νά τόν μεταπείσουν κάνουν μέ τόν σιο τήν ξς συζήτησι:
«Τότε λέγει πρός ατόν παρχος · Κοινωνες τ κκλησί τν δε, ο κοινωνες;
πεκρίθη καί επεν · Ο κοινων.
Λέγει ατ · Διά τί;
πεκρίθη · τι ξω βαλε τάς συνόδους.
Καί επεν · άν ξω βαλε τάς συνόδους, πς ες τά δίπτυχα ναφέρονται;
Καί λέγει · Καί τίς νησις νομάτων, τν δογμάτων κβεβλημένων;
Καί δύνασαι, φη, τοτο δεξαι;
Καί επεν · άν λάβω δεια καί κελεύετε, δειχθναι χω τοτο πάνυ εχερς.
Καί σιωπησάντων ατν, λέγει ατ σακελλάριος ·
Διατί γαπς τούς Ρωμαίους, καί τούς Γραικούς μισες;
ποκριθείς το Θεο δολος, επε · Παραγγελίαν χομεν, το μή μισσαί τινα. γαπ τούς Ρωμαίους ς μοπίστους, τούς δέ Γραικούς ς μογλώσσους.
Καί πάλιν λέγει ατ σακελλάριος · Πόσων τν λέγεις αυτόν;
πεκρίθη: βδομήκοντα πέντε» (Φιλοκαλία 15Γ, 102).
δ γιος ξηγε μέ παρρησία γιατί δέν χει κκλησιαστική πικοινωνία μέ τήν τοπική κκλησία τς Κωνσταντινουπόλεως λλά μέ τς Ρώμης. λόγος λοιπόν το
τι εχε κκλησιαστική κοινωνία μέ σους διατηροσαν τήν ρθόδοξο πίστι. ποτείχισις ατή το σίου γίνετο πρό συνοδικς κρίσεως,δηλαδή πρίν καταδικασθον ο αρετικοί Πατριάρχες καί πίσκοποι πό Σύνοδο. Ο συζητήσεις ατές μέ τούς αρετικούς πού προαναφέραμε γίνοντο ες τά νάκτορα ες τά ποα μετέφερον κάθε τόσο τόν σιο πό τήν φυλακή, μετά δηλαδή τήν πρώτη πάνοδό του πό τήν ξορία. πό τήν ξορία τόν μετέφεραν διά νά δον ν πείσθη νά πακούση στίς βασιλικές καί πατριαρχικές ντολές.

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ. ΠΟΙΗΜΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

 


Ήχος πλ. α'. Τω Σωτήρι Θεώ.

Φωτοδόχε λαμπάς, την ταπεινην μου ψυχήν, έσκοτισμένην πλημμελήμασιν , ως αγαθή τω φωτί σου καταλάμπρυνον ώδήν χαριστήριον όπως βοήσω σοι.

Χαίρε θρόνε Θεού, δεδοξασμένη -αγνή• χαίρε παλάτιον ευρύχωρον, χαίρε σκέπη των πίστει έκζητούντων σε, το άνθος της πίστεως• χαίρε πανθαύμαστε.

Χαίρε στάμνε χρυσή, το θείον Μάννα, φρικτώς, εν ση κοιλία ή χωρήσασα, τον φωτοδότην Παρθένε και λυτρωτήν Ίησούν, τον πάντα έδράσαντα θείω βουλήματι.

Χαίρε Μήτηρ Θεού- χαίρε Παρθένε αγνή• χαίρε το άνθος το της πίστεως•

χαίρε ανύμφευτε Κόρη και απειρόγαμε, ή φως ανατείλασα πάσι τοις πέρασι.

Ωδή γ'. Δυνάμει του Σταυρού σου.

Χαίρε βασιλευόντων στερρόν και θείον όντως τροπαιούχημα• χαίρε ακήρατε Δέσποινα, Παναγία Μητροπάρθενε.

Χαίρε στρατευομένων στερρόν, και θείον θάρσος και κραταίωμα- χαίρε το κλέος των πόθω, και πίστει άδιστάκτω ύμνούντων σε.

Η πάντιμος Αγγέλων χαρά, ευλογημένη χαίρε Πάναγνε-χαίρε της πίστεως εγερσις• και της πλάνης ή καθαίρεσις.

Η πάμφωτος Υψίστου σκηνή, Παρθένε χαίρε υπερένδοξε-χαίρε άνάκτων το καύχημα- και Μαρτύρων το ένίσχυμα.

Ωδή δ'. Είσακήκοα την άκοήν.

Χαίρε πάγχρυσον παλάτιον, του βασιλέως και Θεού- χαίρε Πάναγνε σφραγις των Προφητών χαίρε τίμιον, πάντων Ιερέων αγλάισμα.

Χαίρε σκεύος καθαρώτατον, του των απάντων Ποιητού-χαίρε τείχος ασφαλές των ευσεβών χαίρε άσειστον, πάντων των βροτών περιτείχισμα.

Χαίρε κλίμαξ ή άνάγουσα, τους από γης προς ουρανό, χαίρε πάντων θλιβομένων ή χαρά- χαίρε κράτιστον, των άμαρτανόντων προσφύγιον.

Χαίρε βάτε άκατάφλεκτε, ήνπερ τεθέαται Μωυσής• χαίρε ράβδος ή βλαστήσασα ημίν, άνθος τίμιον. Κόρη τον την γήν ώραίσαντα.

Ωδή ε'. Όρθρίζοντες βοώμέν σοι.

Χαίρε χαράς δοχείον Πανάχραντε, άνωλέθρου, χαίρε ή φωτίσασα, τω τοκετώ σου τα σύμπαντα.

Το όρος το κατάσκιον Πάναγνε, χαίρε μόνη, όπερ εν Πνεύματι, Προφήτης πάλαι τεθέαται.

Αγγέλων άγαλλίαμα πάντιμον, χαίρε μόνη Παναγία Δέσποινα, και των βροτών έγκαλλώπισμα.

Οσίων στολισμός ωραιότατος-και Μαρτύρων κράτος και έδραίωμα- χαίρε πανθαύμαστε Δέσποινα.

Ωδή ς'. Έκύκλωσέ με άβυσσος.

Χαίρε Αδάμ ή έγερσις• και Εύας του θρήνου άναίρεσις, Μαρία Πανάμωμε, παγκόσμιον καύχημα- το κύδος χαίρε, των αληθώς τιμώντων σε.

Χαίρε πιστών το στήριγμα, και θείων Αποστόλων το κήρυγμα, Μαρία Πανύμνητε, άγνείας κειμήλιον ή πάντων χαίρε καταφυγή των δούλων σου.

Χαίρε παρθένων καύχημα, Παρθένε φαιδρόν και παν-θαύμαστον μητέρων αγλάισμα, ώραίον και πάντιμον πιπτόντων χαίρε ετοιμότατη έγερσις.

Χαίρε ή θεία είσοδος, των πίστει ειδότων πανάσπιλε, Θεού σε λοχεύτριαν, πενήτων προμήθεια και δυστυχούντων ελπίς ή ακαταίσχυντος.

Κάθισμα. Ήχος πλ. α'.
Τον συνάναρχον Λόγον.

Χαίρε πάγχρυσε στάμνε ένδον κατέχουσα, το ούράνιον Μάννα αγία τράπεζα-

χαίρε ή φέρουσα ζωής άρτον Πανάμωμε-

χαίρε λυχνία φωτεινή- χαίρε παλάτιον σεπτόν χαίρε ό πύρινος θρόνος, Χριστού του παμβασιλέως- χαίρε ή σκέπη των ψυχών ημών.

Ωδή ζ'. Ό εν καμίνω πυρός.

Χαίρε νεφέλη φωτός• χαίρε τοις μέλπουσι προστάτις-ευλογητός ό Θεός ό των Πατέρων ημών.

Χαίρε χρυσή κιβωτέ- χαίρε το κράτος των βοώντων ευλογητός ό Θεός ό των Πατέρων ημών.

Χαίρε χαρά των πιστώς, άναβοώντων Θεοτόκε, ευλογητός ό Θεός ό των Πατέρων ημών.

Χαίρε βροτών ή ελπίς, και σωτηρία των βοώντων ευλογητός ό Θεός ό των Πατέρων
ημών.

Ωδή η'. Τον εκ Πατρός προ αιώνων.

Ιερωτάταις φωναίς σε, οι πιστοί καταγεραίρομεν, συν τω Άγγέλω, Παρθένε ευχαρίστως άνακράζοντες• χαίρε θεία σκέπη, των σε ύμνολογούντων εις πάντας τους αιώνας.

Ως υπέρ νουν σου το θαύμα, της λοχείας Θεονύμφευτε-Θεόν γαρ τίκτεις άσπόρως, τον κατέχοντα τα πάντα χειρί- δια τούτο πάντες βοώμέν σοι το χαίρε, εις πάντας τους αιώνας.

Από πασών συμφορών με, έξελού και περιστάσεων και από πάσης ανάγκης, και εχθρών των πολεμούντων με- ίνα σε δοξάζω την κεχαριτωμένην εις πάντας τους αιώνας.

Νέον ως βρέφος τεκούσα, έπ' εσχάτων τον προ πάντων Θεόν, καταγηράσαντα ήδη, τοις πολλοίς με άτοπήμασι, νεοποίησόν με, τον σον ύπερυψοϋντα, τόκον εις πάντας τους αιώνας.

Αινούμε. Ό Ειρμός.

«Τον εκ Πατρός προ αιώνων, γεννηθέντα Υιόν και Θεόν, και έπ' εσχάτων των χρόνων, σαρκωθέντα εκ Παρθένου Μητρός, ιερείς υμνείτε, λαός ύπερυψούτε, εις πάντας τούς αιώνας».

'Ωδή θ'. Σε την υπέρ νουν.

Ναός καθαρός, και θρόνος έμψυχος Θεού, συ υπάρχεις πανάσπιλε- διό ευχαρίστως σοι, χαριστήριον αίνον άναπέμπομεν.

Ηύγασας ημίν, αγνή το ανέσπερο φώς, τοις εν σκότει, καθεύδουσι, της πλάνης ανύμφευτε- χαίρε όθεν σοι πάντες άναμέλπομεν.

Συ μου κοπετούς και πόνους και δάκρυα, έναπόσβεσον Δέσποινα- χαράς δε μου πλήρωσον την αθλία καρδία Θεονύμφευτε.

Θρήνον και οργή, λιμόν τε και θάνατον, και φθοράν έξαπόστειλον, Μαρία Παντάνασσα, τοις βεβήλοις έχθροίς μου και άλάστορσιν.

Προσόμοια. Ήχος πλ. α'.
Χαίροις ασκητικών.

Χαίρε Παρθενομήτορ αγνή- δικαιότερα, ή του Αβελ υπάρχουσα- του Σήθ τε, ευσεβεστέρα-εύελπις μάλλον Ένώς- του Ενώχ δε πλέον ή ευάρεστος- το γένος ή σώσασα, υπέρ Νώε τον δίκαιον ή πιστότερα, Αβραάμ και υπήκοος, μάλλον πέλουσα, Ισαάκ και εις δρασιν, πλέον Θεού ή φθάσασα, Ισραήλ και νικήσασα, τον Ιωσήφ σαρκός κάλλει, ή πραότερα Μωσέως τε- Θεού χαίρε Μήτηρ, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος.


Χαίροις ανδρειότερα Σαμψών γενναιοτέρα Ιησού στρατηγήσαντος- Δαβίδ τε βασιλίς μάλλον και του σοφού Σολομών, σοφωτέρα όντως χρηματίζουσα-προφήτας ή απαντάς, Θεοπτία νικήσασα- και Αποστόλους, εν τω θείω κηρύγματι- και τους Μάρτυρας, εν τη βάσει της πίστεως-πάντων Όσιων τάγματα, εν πόνοις ασκήσεως, υπερτερούσα ή πάντων, Ιεραρχών μάλλον ένθεος- Θεού χαίρε Μήτηρ, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος.

Χαίροις των παλαιών γυναικών, δικαιότερα άσυγκρίτως ύπάρξασα- της Σάρρας ή πιστότερα- ωραιότερα Ραχήλ, της Ρεβέκκας μάλλον ή φιλότεκνος-της Λείας το γόνιμο, ή νικήσασα Πάναγνε- ωδικωτέρα, Μαριάμ χρηματίσασα- πλέον φρόνιμος, Άβιγαίας ή πέλουσα- Ίουδήθ ύπεράσασα, ανδρεία Δεβόρραν τε, μάλλον φιλόθεος Αννης, ή της Όλδάς θειοτέρα τε- Χριστού χαίρε Μήτηρ, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος.

Πόνους της ταπεινής μου ψυχής- και ανίατους άλγηδόνας του σώματος- Παρθένε ευλογημένη, προς χαρμονήν αληθή, και τελείαν ρώσιν μεταποίησον φωνήν εκ χειλέων μου, δεξαμενή Πανάμωμε και ευμενώς μου, έπιθείσα τοις τραύμασι, θεία φάρμακα, ταις άγρύπνοις πρεσβείαις σου- αϋγασον ευρωστίας μοι, το φέγγος Θεόνυμφε- συ γάρ ελπίς μου και σκέπη, και κραταιόν καταφύγιον και σου της ταχείας, επισκέψεως Μαρία άχραντε δέομαι.

Η εξέταση της καρδιάς

Σ’ να ρθρο π τ περιοδικ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» (1-11-1956), τ ποο εχε φυλάξει στ ρχεο του είμνηστος Γέροντας, πατρ ρσένιος Κομπούγιας, το συχαστηρίου «Παναγία Γοργοεπήκοος» στ Ναύπακτο, γράφει τ ξς σημαντικ γεγονός:
νας ερες ζηλωτς, μ πλούσια δράση, εδε κάποτε να νειρο.
διος μς τ χει περιγράψει ς ξς:
«Καθόμουνα στν πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι ξαντλημένος π τν ργασία. Τ σμα μου πονοσε π’ τ μεγάλη κόπωση.
Πολλο
στν νορία μου ζητοσαν τν πολύτιμο «Μαργαρίτη». Κα πολλο τν εχαν βρε. νορία μου προόδευε π κάθε ποψη.
ψυχ μου πλημμύριζε π χαρά, λπίδα κα θάρρος. Τ κηρύγματά μου καναν μεγάλη ντύπωση. Πολλο προσήρχοντο στν ξομολόγηση.
κκλησία μου ταν πάντοτε σφυκτικ γεμάτη. Εχα κατορθώσει ν κινητοποιήσω λόκληρη τν νορία.
κανοποιημένος π’ λα, ργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρις ξαντλήσεως. ν σκεπτόμουνα λα ατ, χωρς ν τ καταλάβω, μ πρε πνος.
Τότε συνέβη τ ξς, πο θ σς περιγράψω:
νας ξένος μπκε στ δωμάτιο χωρς ν χτυπήσει τν πόρτα. Τ πρόσωπό του ταν γλυκ κι εχε μεγάλη πνευματικότητα. ταν καλ ντυμένος κα κρατοσε στ χέρι του μερικ ργανα χημικο ργαστηρίου. λη του μφάνιση προκαλοσε παράξενη ντύπωση. ξένος μ πλησίασε. Κι ν μο πλωνε τ χέρι του γι ν μ χαιρετήσει, μ ρώτησε:
ς πάει ζλος σου;
ρώτηση ατ μο προξένησε μεγάλη χαρά. Γιατ μουν πολ κανοποιημένος μ τ ζήλο μου. Κα δν εχα καμία μφιβολία, πς κι ατς ξένος θ ταν πολ χαρούμενος, ν τν γνώριζε.
Τότε, πως θυμμαι π’ τ νειρό μου, γι ν το δείξω πόση ξία χει ζλος μου, σν ν βγαλα π’ τ στθος μου μι συμπαγ μζα, πο κτινοβολοσε σν χρυσάφι. Το τν βαλα στ χέρι κα το λέω:
τς εναι ζλος μου.
κενος τν πρε κα τ ζύγισε προσεκτικ πάνω στ ζυγαρι του:
-Ζυγίζει πενντα κιλά, μο λέει σοβαρά.
γ μόλις πο μποροσα ν συγκρατήσω τ χαρ μου γι τ βάρος ατό. κενος μως μ σοβαρότητα, σημείωσε τ βάρος σ’ να χαρτ κα συνέχισε τν ξέτασή του.
σπασε τ μζα κείνη σ κομμάτια κα τν βαλε μέσα σ’ να χημικ τηγάνι πάνω στ φωτιά. ταν μζα λειωσε κα καθαρίστηκε, τν βγαλε π’ τ φωτιά. Ξεχώρισε τ διάφορα στοιχεα. ταν ατ κρύωσαν, σχηματίσθηκαν διάφορα κομμάτια. Τ γγιζε μ’ να σφυράκι κα ζύγιζε τ βάρος κάθε κομματιο πάνω στ χαρτί.
ταν τελείωσε, μο ριξε μι ματι γεμάτη π συμπόνια κα μο λέει:
χομαι ν σ λυπηθε Θες κα ν σωθες.
Κι μέσως, γκατέλειψε τ δωμάτιο.
Στ χαρτ πο μο φησε στ τραπέζι, ταν γραμμένα τ ξς:
νάλυσις το ζήλου το ερέως Χ.
Συνολικν βάρος: 50 κιλ
προσεκτικ νάλυσις παρουσιάζει τ ξς στοιχεα:
• Φανατισμός: 5 κιλά.
• Προσωπικ φιλοδοξία: 15 κιλά.
• Φιλοχρηματία: 12 κιλά.
• Τάση πρς πιβολ κα κυριαρχία πάνω στς ψυχές: 8 κιλά.
πίδειξις: 10 κιλ παρ 20 γραμμάρια.
γάπη πρς τν Θεό: 10 γραμμάρια.
γάπη πρς τος νθρώπους: 10 γραμμάρια.
Σύνολον: 50 κιλά.
παράξενη συμπεριφορ το ξένου κα ματι μ τν ποία μ ποχαιρέτησε, μο μετέδωσαν κάποια νησυχία. Μ ταν εδα τ ποτέλεσμα τς ξετάσεώς του, νοιωσα τ γόνατά μου ν λυγίζουν.
Θέλησα στν ρχ ν’ μφισβητήσω τν ρθότητα τν ριθμν. Μ κείνη τ στιγμ κουσα ναν ναστεναγμ το ξένου, πο εχε φθάσει στν ξώπορτα. ρέμησα κι ρχισα ν σκέπτομαι πι ψύχραιμα. Μ καθς σκεπτόμουν, σκοτείνιασε μπροστ μου. Δν μποροσα ν διαβάσω τ χαρτί, πο κρατοσα στ χέρια μου. γωνία κα φόβος μ κατέλαβαν. Στ χείλη μου λθε κραυγή:
-Κύριε, σσον με…
ριξα πάλι μι ματι στ χαρτί. Ξαφνικά, μεταμορφώθηκε ατ σ’ ναν λοκάθαρο καθρέπτη, πο καθρέπτιζε τν καρδι μου. νοιωσα κα νεγνώρισα τν κατάστασή μου. Μ δάκρυα στ μάτια παρακαλοσα τν Κύριο ν μ’ λευθερώσει π’ τ ΕΓΩ μου. Τέλος, ξύπνησα μ μι κραυγ γωνίας.
Στ περασμένα χρόνια, παρακαλοσα τν Θε ν μ σώσει π διαφόρους κινδύνους. Μ π τν μέρα κείνη, ρχισα ν παρακαλ τν Θε ν μ’ λευθερώσει π τ δικ μου ΕΓΩ.
Γι πολ καιρ νοιωθα ταραγμένος. Τέλος, στερα π πίμονες προσευχές, νοιωσα τ φς το Κυρίου ν πλημμυρίζει τν καρδι μου κα ν καίει τ’ γκάθια το γωκεντρισμο μου. ταν Κύριος μ καλέσει κοντ Του, θ Τν εχαριστήσω λόθερμα γι τν ποκάλυψη κείνης τς μέρας, γιατ μο φανέρωσε τότε τν ληθιν αυτ μου κα δήγησε τ πόδια μου στν πι στενό, λλ κα πι μορφο δρόμο. π τότε κάθε μέρα νανέωνα τς ποφάσεις μου.
κείνη πίσκεψη πο μο κανε κενος πο «τάζει καρδίας κα νεφρούς» (πρβλ. Ψαλμ. 7:10), μ κανε λλον νθρωπο κα φέλησε πολ τν ργασία μου».