4ον
Έμεινα εκεί. Θα πρέπει να με μπέρδεψαν με τις πέτρες έτσι
όπως ήμουν κουλουριασμένη γιατί κανένας δε με ενόχλησε.
Ήμουν εκεί όταν ζήτησε μονολεκτικά κάτι να δροσίσει τα
χείλη του. Η ξινή μυρωδιά του ξιδιού έφτασε ως τα ρουθούνια μου.
Ήμουν εκεί όταν έδωσε στη μάνα του έναν καινούργιο γιο
για να χει να αγαπάει.
Ήμουν εκεί σαν φώναξε το τρομερό εκείνο “Τετέλεσται”.
Ήταν λυγμικό και θριαμβικό μαζί. Είχε κάτι από ρωμαϊκό
θρίαμβο και από την ήσυχη καληνύχτα ενός ανθρώπου που κουράστηκε και κλείνει τα
βλέφαρα.
Ήμουν εκεί, ακίνητη, να ρουφώ κάθε λόγο του, να αποτυπώνω
κάθε κίνηση του προσώπου του να ρουφώ την ανάσα του μέχρι τέλους. Ίσως γαντζωμένη
στην ελπίδα ότι κάτι μπορεί να συμβεί στο τέλος.
Ήμουν εκεί σαν παρέδωσε στον Πατέρα του το πνεύμα και
γέρνοντας το κεφάλι ανεχώρησε.