http://agiooros.org/viewtopic.php?f=13&t=9678
Δεδομένη εχθρότης του παπισμού κατά του Ελληνισμού
Ποίος δεν γνωρίζει σήμερον τας επαισχύντους παπικάς
σταυροφορίας εις βάρος του «σχισματικού» Βυζαντίου και την επί δύο αιώνας
φραγκικήν κατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως, που απετέλει την πρώτην άλωσίν της;
Ποίος δεν γνωρίζει σήμερον τον λόγον του πάπα Ευγενίου του Ε’ κατά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως: «Δεν θα εχαιρόμην τόσον πολύ εάν είχωμεν δέκα νίκας κατά των Τούρκων, όσον χαίρομαι σήμερον δια την υποδούλωσιν των “σχισματικών”»!
Ποίος δεν γνωρίζει ότι η καταστροφή τεσσάρων εκατομμυρίων Ορθοδόξου Ελληνικού λαού εις την Μ. Ασίαν, οφείλετο εις τας μηχανορραφίας του παπισμού, φοβουμένου την επανεγκατάστασιν ενός νέου βυζαντινού κέντρου της Ορθοδοξίας, αντιπάλου του παπισμού; «Ήλθαν εις το φως διάφορα έγγραφα, που απεδείκνυον ακλόνητα, ότι το Βατικανόν, όπως και άλλες δυνάμεις, είχε παρακινήσει την Γαλλίαν (και την Ιταλίαν) να βοηθήσει τους Τούρκους, διότι δεν ήθελεν να πάρουν οι Ορθόδοξοι Έλληνες την Κωνσταντινούπολιν. Το Βατικανόν εφοβείτο ότι η ελληνορθόδοξος Εκκλησία θα εγίνετο σοβαρός αντίπαλός του εις περίπτωσιν που θα εδραιώνετο εις το παλαιόν της κέντρον του Ανατολικού Χριστιανισμού…
Ποίος δεν γνωρίζει σήμερον τον λόγον του πάπα Ευγενίου του Ε’ κατά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως: «Δεν θα εχαιρόμην τόσον πολύ εάν είχωμεν δέκα νίκας κατά των Τούρκων, όσον χαίρομαι σήμερον δια την υποδούλωσιν των “σχισματικών”»!
Ποίος δεν γνωρίζει ότι η καταστροφή τεσσάρων εκατομμυρίων Ορθοδόξου Ελληνικού λαού εις την Μ. Ασίαν, οφείλετο εις τας μηχανορραφίας του παπισμού, φοβουμένου την επανεγκατάστασιν ενός νέου βυζαντινού κέντρου της Ορθοδοξίας, αντιπάλου του παπισμού; «Ήλθαν εις το φως διάφορα έγγραφα, που απεδείκνυον ακλόνητα, ότι το Βατικανόν, όπως και άλλες δυνάμεις, είχε παρακινήσει την Γαλλίαν (και την Ιταλίαν) να βοηθήσει τους Τούρκους, διότι δεν ήθελεν να πάρουν οι Ορθόδοξοι Έλληνες την Κωνσταντινούπολιν. Το Βατικανόν εφοβείτο ότι η ελληνορθόδοξος Εκκλησία θα εγίνετο σοβαρός αντίπαλός του εις περίπτωσιν που θα εδραιώνετο εις το παλαιόν της κέντρον του Ανατολικού Χριστιανισμού…
Ποίος δεν γνωρίζει το
συγχαρητήριον τηλεγράφημα του Βατικανού προς τον Κεμάλ κατά την μικρασιατικήν
τραγωδίαν, την ένοχον σιωπήν του εις την αποκληθείσαν δευτέραν άλωσιν της
Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1955, τας μηχανορραφίας του παπισμού στο δράμα της
Κύπρου;
O Συναξαριστής της ημέρας.
Δευτέρα, 23 Ιουνίου 2014
Αγριππίνης μάρτυρος, Αριστοκλέους του πρεσβυτέρου, Δημητρίου του διακόνου, Αθανασίου του αναγνώστου, Ευστοχίου, Δημητριανού και Λολίας των μαρτυρων.
Ἡ
Ἁγία Μάρτυς Ἀγριππίνα ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ περιφανεῖς καὶ
ἰσχυροὺς γονεῖς ποὺ τὴν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Προόδευσε
τόσο στὴν πίστη στὸ Χριστὸ ὥστε ἐπόθησε τὴν παρθενία καὶ τὴν ἁγνότητα. Μὲ τὴν
ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση τῆς χριστιανικῆς
κοινότητας. Συκοφαντήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ὅτι ἀποσπᾶ τὰ νέα κορίτσια
ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ὁδηγεῖ στὸ Χριστό, ὅτι καταφρονεῖ καὶ δὲν ὑπολογίζει τοὺς
νόμους τοῦ βασιλέως, ὅτι δὲν σέβεται τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅτι διακηρύττει δημόσια
πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ δημιουργὸς ὁλόκληρου τοῦ σύμπαντος. Τὴν κατέδωσαν
λοιπὸν στὸν ἄρχοντα καὶ τὴν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, ἐνῶ τὴ συνόδευαν ἡ Βάσσα, ἡ
Παύλα καὶ ἡ ἄριστη Ἀγαθονίκη.
Ἀρνούμενη ἡ Ἀγριππίνα νὰ προδώσει τὴν πίστη της, ἐμαρτύρησε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 253 – 260 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακόμισαν στὴ Σικελία ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καὶ ἡ Ἀγαθονίκη καὶ ἔγινε πρόξενος πολλῶν θαυμάτων.
Ἀρνούμενη ἡ Ἀγριππίνα νὰ προδώσει τὴν πίστη της, ἐμαρτύρησε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 253 – 260 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακόμισαν στὴ Σικελία ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καὶ ἡ Ἀγαθονίκη καὶ ἔγινε πρόξενος πολλῶν θαυμάτων.
Δὲν τολμοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες νὰ ποῦν δημοσίως αὐτὰ ποὺ ἀδιακόπως ψυθυρίζουν μεταξύ τους.
Ορθόδοξος Τύπος (αριθ. φύλλου: 2027)
…Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχασε τὴ φωνή του ἀπέναντι στὶς συγκεκριμένες οἰκουμενιστικὲς πράξεις τοῦ κ.Βαρθολομαίου. Δὲν τολμοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες νὰ ποῦν δημοσίως αὐτὰ ποὺ ἀδιακόπως ψυθυρίζουν μεταξύ τους. Χάθηκε ἀπὸ τοὺς μεγαλόσχημους τῆς
ἁγιορειτικῆς Πολιτείας ἡ παρρησία καὶ αὐξήθηκε ὁ φόβος. Δὲν ἀντισκέκονται πιὰ οἱ Ἁγιορεῖτες.
ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ----- Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΗΣ
Απ' αυτούς που σκέπτονται σωστά, θεωρείται κακότυχος ο πλούσιος και ευγενής,
όταν δεν έχει καλλιέργεια ψυχική και όλες του βίου τις αρετές.
Όπως αντίθετα ο φτωχός και τυχόν δούλος θεωρείται ευτυχής, αν είναι στολισμένος
με παίδευση της ψυχής και με αρετή του βίου.
Όπως περιπλανώνται οι ξένοι στους δρόμους, έτσι καταστρέφονται και χάνονται, πλανεμένοι από τις επιθυμίες και όσοι δεν δείχνουν επιμέλεια για ενάρετη ζωή.
Όπως περιπλανώνται οι ξένοι στους δρόμους, έτσι καταστρέφονται και χάνονται, πλανεμένοι από τις επιθυμίες και όσοι δεν δείχνουν επιμέλεια για ενάρετη ζωή.
Ποιος θα σώσει τώρα την Εκκλησία από την παναίρεση του Οικουμενισμού και την δολιότητα του Παπισμού;
Όταν η πίστης κινδυνεύει, είμαστε όλοι υπεύθυνοι, αν σιωπήσουμε και
δειλιάσουμε, όπως έλεγε ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης. Ιδιαίτερα O μοναχός δεν πρέπει να επιτρέπει την παραμικρή
καινοτομία σε θέματα πίστεως, κατά τον αυτόν “Άγιο Πατέρα και μεγάλο μοναστικό
ηγέτη, οργανωτή του μοναχικού βίου και Γέροντα όλων μας”. Δεν φοβήθηκε τις
απειλές και τους διωγμούς των εικονομάχων αυτοκρατόρων και πατριαρχών αλλά μέσα
στην Κωνσταντινούπολη, στον περίβολο, της Μεγάλης Ιεράς Μονής Στουδίου,
οργάνωσε λιτανεία με λαμπαδηφορία χιλίων μοναχών, που κρατούσαν τις
απαγορευμένες άγιες εικόνες στα χέρια τους. Δέκα χιλιάδες μοναχούς της
Παλαιστίνης συγκέντρωσαν παλαιότερα στα Ιεροσόλυμα οι Άγιοι Σάββας Ηγιασμένος
και Θεοδόσιος Κοινοβιάρχης, και άλλοι μέγιστοι μοναχικοί ηγέτες, και έσωσαν την
Ορθοδοξία από την αίρεση του Μονοφυσιτισμού. Ποιος θα σώσει τώρα την Εκκλησία
από την παναίρεση του
Οικουμενισμού και την δολιότητα του Παπισμού;
Γράμματα ενός ερημίτου
Καθαίροντες τας ψυχικάς
μας δυνάμεις δια των μέσων των ασκητικών, τα οποία υπομνηματίζει η Εκκλησία
μας, θα ακολουθήσει η λάμψις του θείου έρωτος και κατά συνέπειαν, κάθε άλλος
έρως μη εν Χριστώ θα νεκρωθή. Το Πατερικόν ασκητικόν πνεύμα παραλαμβάνει ψυχάς
κυριαρχημένας από την αμαρτίαν, βεβυθισμένας εις τα άτιμα πάθη, εσκοτισμένας
από τας θεωρητικάς πλάνας, επηρμένας από κενάς φιλοσοφικάς ιδέας, υπνωτισμένας
από πολύμορφα σατανικά συστήματα, τας αποκαθαίρει δια πρακτικής αγωγής, αφαιρεί
το δηλητήριον των νεκροποιών ηδονών, φωτίζει το νοητικόν πεδίον δια
προοδευτικής αφυπνίσεώς των, από την νάρκην της πλάνης, τας βοηθεί να
εγκαταλείψουν κατά διάθεσιν όσα δεν είναι αλήθεια και ζωή, τας μετουσιώνει δια
των μυστηρίων της Εκκλησίας και τας ενώνει με τον Χριστόν, ως νύμφας καθαράς
και αγίας, ως θείους νόας, ως αγγελικάς ψυχάς και σεραφεικά πνεύματα. Μόνον με
το Πατερικόν πνεύμα, την άσκησιν, την προσευχήν, την νηστείαν, η ψυχή θα
ελευθερωθή εκ των ολεθρίων παθών της και θα ενωθή καθαρά αυτή με τον καθαρόν
Θεόν. Εάν η Εκκλησία δεν είναι ασκητική, αυτομάτως διασπά την πνευματικήν
παράδοσιν, καταργεί την συμφωνίαν των Πατέρων και αι αλήθειαι της Εκκλησίας
εντεύθεν, λαμβάνουν μίαν αινιγματώδη σημασίαν εις τους αγεύστους της πνευματικής
Πατερικής πείρας. Η καθ’ υπερβολήν εξωστρεφική εποχή μας, τα ποικίλα φιλοσοφικά
ρεύματα, άτινα συγχέουν τον νουν, η έξαρσις της αξίας των ανθρωπίνων
συλλογισμών, πλανούν τας ψυχάς των Χριστιανών και αποσπούν από την απλότητα της
εν Χριστώ ζωής, ήτις συνίσταται εις την παράδοσιν των καρδιών μας εις τον
Σωτήρα Χριστόν, εις την προσευχήν και εις την άσκησιν. Ειρηνικούς, λυτρωμένους,
δυνατούς, φωτεινούς ανθρώπους, απαθείς, αγίους, μόνον η εσωτερική ζωή και η
άσκησις δημιουργούν. Μόνον ούτως ενσωματούμεθα εις την συμφωνίαν των Πατέρων
και όλα ενώπιόν μας αποκτούν καθαρότητα και διαφάνειαν. Αισθανόμεθα εαυτούς ως
κατ’ ενέργειαν τέκνα Θεού. Καθαρώμεν εντεύθεν εν πόθω τα μέλλοντα αγαθά και
προγευόμεθα εκείνης της μακαριότητος, την οποίαν «οφθαλμός ουκ είδεν, ους ουκ
ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Αυτάς τας αρρήτους και θείας ηδονάς
χορηγεί η πάμφωτος Ορθοδοξία μας εις τα πιστά τέκνα της, αφού είναι αληθής
μήτηρ, παράδεισος θειότερος εκείνου του εν Εδέμ, αντί ξύλου τα γνώσεως έχων τον
Χριστόν, εις «ον απόκεινται πάντες οι θησαυροί της σοφίας και γνώσεως απόκρυφοι».
Απάντηση στις αμφιβολίες
Το μοναστήρι του Αγίου Παύλου δεσπόζει μεγαλόπρεπο και επιβλητικό στους
πρόποδες του Άθωνα.
Το έτος 1839 ήταν πολύ σημαντικό για τη μονή: Έγινε η μετατροπή της από ιδιόρρυθμη σε κοινοβιακή . Ακολούθησαν ταραχές και σκάνδαλα . Κάποιος μοναχός αμφέβαλε, αν ήταν ευάρεστη στον Θεό μια τόσο απότομη μετατροπή. Επιπλέον δεν έβλεπε με καλό μάτι τους άλλους μοναχούς να ελεούν απλόχερα τους φτωχούς, τη στιγμή που η μονή είχε μεγάλες ανάγκες και πολλά χρέη.
Η Παναγία όμως θέλησε να διαλύσει τις αμφιβολίες του και να τον πληροφορήσει ότι η κοινοβιοποίηση ήταν θέλημα Θεού και ότι για τις ανάγκες της μονής και των μοναχών προνοεί η Ίδια.
Δεν πέρασε καιρός και ο αδελφός αυτός έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι. Ήρθε τότε σε έκσταση και είδε τον σατανά να μαίνεται και να τρίζει τα δόντια του. Αιτία ήταν η κοινοβιοποίηση της μονής και ο φθόνος του για την ψυχική σωτηρία των μοναχών της. Έστηνε λοιπόν παγίδες και βρόγχους, ετοίμαζε σκάνδαλα και ταραχές, για να ταλαιπωρεί τους μοναχούς και να διαλύσει έτσι το κοινόβιο.
Την 31η Δεκεμβρίου 1844, ημέρα των εγκαινίων του καθολικού της μονής, ο ίδιος μοναχός ήταν πάλι βαριά άρρωστος. Κι ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι του, είδε σε έκσταση πως ήταν παρών στην εορτή. Είδε όμως και κάτι συγκλονιστικό: Μία σεμνοπρεπέστατη Παρθένο να κάθεται στο ιερό σύνθρονο, μέσα στο άγιο βήμα. Κρατούσε στην αγκαλιά Της ένα Βρέφος που έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο και είχε στα χέρια Του βασιλικό σκήπτρο.
Ώρες-ώρες έβγαινε από το άγιο βήμα και στεκόταν πότε στο δεξιό και πότε στον αριστερό χορό για να ρυθμίζει τους ψάλτες και να ενισχύει τους διακονητές. Άλλοτε πάλι περιερχόταν τον ναό, παρατηρούσε ευχαριστημένη τις κολόνες και τα βάθρα τους, και ύστερα τα στερέωνε, ώστε να μείνουν για πάντα σταθερά. Άλλοτε πάλι μέσα στο ιερό ετοίμαζε κι Αυτή μαζί με τον επίσκοπο και τους ιερείς το μύρο και μίγματα των εγκαινίων. Πρωτοστατούσε και διηύθυνε τα πάντα μέσα στον οίκο Της.
Ένα μήνα πριν από την πανήγυρη της μονής, ο μοναχός που προαναφέραμε ήταν πάλι άρρωστος στο κελί του. Έρχεται τότε για τρίτη φορά σε έκσταση και βλέπει πως βρισκόταν στον ναό και παρακολουθούσε την αγρυπνία. Στην κόγχη του ιερού βήματος, στο σύνθρονο, καθόταν πάλι η Παρθένος με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά, στολισμένη με το πορφυρό Της μαφόριο, όπως εικονίζεται στην αγιογραφία. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έβγαλε το λαμπρό Της μαφόριο, το άφησε πάνω στο ιερό σύνθρονο, κι αφού ευτρέπισε τα χέρια Της για υπηρεσία, βγήκε στον κυρίως ναό. Εκεί άρχισε να ευλογεί τους ιερείς και τους διακόνους, να συντονίζει τους ψάλτες, τους κανονάρχες και τους εκκλησιαστικούς, να δίνει εντολές για τι κάθε τι. Την ώρα της λιτανείας βγήκε έξω από τον ναό, προπορεύθηκε από όσους πήραν μέρος σε αυτήν, έψαλλε και ευφραινόταν μαζί τους. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, την περισσότερη ώρα βρισκόταν στο ιερό βήμα με τον επίσκοπο και τους ιερείς.
Αργότερα, στην τράπεζα, επιστατούσε τους διακονητές που σερβίριζαν το φαγητό και υπηρετούσε μαζί τους. Παντού διακονούσε με επιμέλεια και ευλογούσε.
Όταν τελείωσε η τράπεζα και βγήκαν οι μοναχοί, βγήκε και η Παρθένος και πήγε στην πύλη της μονής. Εκεί κάθονταν και περίμεναν ελεημοσύνη οι φτωχοί και ζητιάνοι. Η Δέσποινα τους ελέησε και τους ευλόγησε. Και όταν πλησίαζε τους ενάρετους, είχε όψη ιλαρή, ενώ στους ράθυμους και αμελείς έδειχνε σοβαρή και αυστηρή.
Στο μεταξύ οι τραπεζάρηδες κι οι μάγειροι κάθησαν να φάνε. Ανάμεσά τους είδε και τον εαυτό του ο μοναχός που έβλεπε την οπτασία. Αλλά, να, η Κυρία Θεοτόκος ήρθε για να υπηρετήσει κι αυτούς με αγάπη. Τότε μόνο κατάλαβε ότι η γυναίκα που έβλεπε ήταν η ίδια η Παναγία. Σηκώνεται αμέσως, γονατίζει μπροστά Tης, Tην προσκυνά και Tης λέει:
- Δέσποινα Θεοτόκε, δεν πρέπει Eσύ να διακονείς εμένα, αλλά εγώ Eσένα. Εγώ έχω χρέος, ο αχρείος δούλος σου.
Και λέγοντας αυτά πήρε ένα πιάτο, που από νεύση ίσως της Θεοτόκου βρέθηκε εκεί, έβαλε μέσα δυο ψητά ψάρια και πλησίασε κοντά Tης.
- Δέσποινα, ικέτευε, κάθησε μαζί μου να φας.
- Εγώ δεν τρώγω τέτοια τροφή, ούτε ο Υιός μου, απάντησε Eκείνη . Επειδή όμως με κάλεσαν σε αυτή την πανήγυρη, ενδυνάμωσα όσους κοπίασαν και τους βοήθησα στην περιποίηση των ξένων, γιατί έμαθα από τον Υιό μου να δοξάζω όσους με δοξάζουν, να τιμώ όσους με τιμούν και να τους προσφέρω ό,τι με την προσευχή τους μου ζητούν.
Αυτά είπε η Θεοτόκος νουθετώντας τον μοναχό, κι αφού σήκωσε τα άχραντα χέρια Tης ευχήθηκε κι ευλόγησε τη μονή, τον ηγούμενο και τους μοναχούς. Τότε ένα υπερκόσμιο φως ξεχύθηκε και τους περιέλουσε όλους. Αμέσως η Δέσποινα ανελήφθη στον ουρανό και χάθηκε, αφήνοντας στον μοναχό μια θεία αλλοίωση, χαρά και ευφροσύνη.
Το έτος 1839 ήταν πολύ σημαντικό για τη μονή: Έγινε η μετατροπή της από ιδιόρρυθμη σε κοινοβιακή . Ακολούθησαν ταραχές και σκάνδαλα . Κάποιος μοναχός αμφέβαλε, αν ήταν ευάρεστη στον Θεό μια τόσο απότομη μετατροπή. Επιπλέον δεν έβλεπε με καλό μάτι τους άλλους μοναχούς να ελεούν απλόχερα τους φτωχούς, τη στιγμή που η μονή είχε μεγάλες ανάγκες και πολλά χρέη.
Η Παναγία όμως θέλησε να διαλύσει τις αμφιβολίες του και να τον πληροφορήσει ότι η κοινοβιοποίηση ήταν θέλημα Θεού και ότι για τις ανάγκες της μονής και των μοναχών προνοεί η Ίδια.
Δεν πέρασε καιρός και ο αδελφός αυτός έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι. Ήρθε τότε σε έκσταση και είδε τον σατανά να μαίνεται και να τρίζει τα δόντια του. Αιτία ήταν η κοινοβιοποίηση της μονής και ο φθόνος του για την ψυχική σωτηρία των μοναχών της. Έστηνε λοιπόν παγίδες και βρόγχους, ετοίμαζε σκάνδαλα και ταραχές, για να ταλαιπωρεί τους μοναχούς και να διαλύσει έτσι το κοινόβιο.
Την 31η Δεκεμβρίου 1844, ημέρα των εγκαινίων του καθολικού της μονής, ο ίδιος μοναχός ήταν πάλι βαριά άρρωστος. Κι ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι του, είδε σε έκσταση πως ήταν παρών στην εορτή. Είδε όμως και κάτι συγκλονιστικό: Μία σεμνοπρεπέστατη Παρθένο να κάθεται στο ιερό σύνθρονο, μέσα στο άγιο βήμα. Κρατούσε στην αγκαλιά Της ένα Βρέφος που έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο και είχε στα χέρια Του βασιλικό σκήπτρο.
Ώρες-ώρες έβγαινε από το άγιο βήμα και στεκόταν πότε στο δεξιό και πότε στον αριστερό χορό για να ρυθμίζει τους ψάλτες και να ενισχύει τους διακονητές. Άλλοτε πάλι περιερχόταν τον ναό, παρατηρούσε ευχαριστημένη τις κολόνες και τα βάθρα τους, και ύστερα τα στερέωνε, ώστε να μείνουν για πάντα σταθερά. Άλλοτε πάλι μέσα στο ιερό ετοίμαζε κι Αυτή μαζί με τον επίσκοπο και τους ιερείς το μύρο και μίγματα των εγκαινίων. Πρωτοστατούσε και διηύθυνε τα πάντα μέσα στον οίκο Της.
Ένα μήνα πριν από την πανήγυρη της μονής, ο μοναχός που προαναφέραμε ήταν πάλι άρρωστος στο κελί του. Έρχεται τότε για τρίτη φορά σε έκσταση και βλέπει πως βρισκόταν στον ναό και παρακολουθούσε την αγρυπνία. Στην κόγχη του ιερού βήματος, στο σύνθρονο, καθόταν πάλι η Παρθένος με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά, στολισμένη με το πορφυρό Της μαφόριο, όπως εικονίζεται στην αγιογραφία. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έβγαλε το λαμπρό Της μαφόριο, το άφησε πάνω στο ιερό σύνθρονο, κι αφού ευτρέπισε τα χέρια Της για υπηρεσία, βγήκε στον κυρίως ναό. Εκεί άρχισε να ευλογεί τους ιερείς και τους διακόνους, να συντονίζει τους ψάλτες, τους κανονάρχες και τους εκκλησιαστικούς, να δίνει εντολές για τι κάθε τι. Την ώρα της λιτανείας βγήκε έξω από τον ναό, προπορεύθηκε από όσους πήραν μέρος σε αυτήν, έψαλλε και ευφραινόταν μαζί τους. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, την περισσότερη ώρα βρισκόταν στο ιερό βήμα με τον επίσκοπο και τους ιερείς.
Αργότερα, στην τράπεζα, επιστατούσε τους διακονητές που σερβίριζαν το φαγητό και υπηρετούσε μαζί τους. Παντού διακονούσε με επιμέλεια και ευλογούσε.
Όταν τελείωσε η τράπεζα και βγήκαν οι μοναχοί, βγήκε και η Παρθένος και πήγε στην πύλη της μονής. Εκεί κάθονταν και περίμεναν ελεημοσύνη οι φτωχοί και ζητιάνοι. Η Δέσποινα τους ελέησε και τους ευλόγησε. Και όταν πλησίαζε τους ενάρετους, είχε όψη ιλαρή, ενώ στους ράθυμους και αμελείς έδειχνε σοβαρή και αυστηρή.
Στο μεταξύ οι τραπεζάρηδες κι οι μάγειροι κάθησαν να φάνε. Ανάμεσά τους είδε και τον εαυτό του ο μοναχός που έβλεπε την οπτασία. Αλλά, να, η Κυρία Θεοτόκος ήρθε για να υπηρετήσει κι αυτούς με αγάπη. Τότε μόνο κατάλαβε ότι η γυναίκα που έβλεπε ήταν η ίδια η Παναγία. Σηκώνεται αμέσως, γονατίζει μπροστά Tης, Tην προσκυνά και Tης λέει:
- Δέσποινα Θεοτόκε, δεν πρέπει Eσύ να διακονείς εμένα, αλλά εγώ Eσένα. Εγώ έχω χρέος, ο αχρείος δούλος σου.
Και λέγοντας αυτά πήρε ένα πιάτο, που από νεύση ίσως της Θεοτόκου βρέθηκε εκεί, έβαλε μέσα δυο ψητά ψάρια και πλησίασε κοντά Tης.
- Δέσποινα, ικέτευε, κάθησε μαζί μου να φας.
- Εγώ δεν τρώγω τέτοια τροφή, ούτε ο Υιός μου, απάντησε Eκείνη . Επειδή όμως με κάλεσαν σε αυτή την πανήγυρη, ενδυνάμωσα όσους κοπίασαν και τους βοήθησα στην περιποίηση των ξένων, γιατί έμαθα από τον Υιό μου να δοξάζω όσους με δοξάζουν, να τιμώ όσους με τιμούν και να τους προσφέρω ό,τι με την προσευχή τους μου ζητούν.
Αυτά είπε η Θεοτόκος νουθετώντας τον μοναχό, κι αφού σήκωσε τα άχραντα χέρια Tης ευχήθηκε κι ευλόγησε τη μονή, τον ηγούμενο και τους μοναχούς. Τότε ένα υπερκόσμιο φως ξεχύθηκε και τους περιέλουσε όλους. Αμέσως η Δέσποινα ανελήφθη στον ουρανό και χάθηκε, αφήνοντας στον μοναχό μια θεία αλλοίωση, χαρά και ευφροσύνη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)