«Ἐφηρμοσμένος Σατανισμός» -- Του κ. Δημητρίου Χατζηνικολάου, Ἀν. Καθηγητού Οἰκονομικῶν τοῦ Παν/μίου Ἰωαννίνων
Τη Β΄ (2α) του Ιανουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΥ Πάπα Ρώμης.
Σίλβεστρος ο μακάριος πατήρ ημών ήτο από την μεγαλόπολιν Ρώμην, την ζηλευτήν και περίφημον. Κατά την νεότητά του εχρημάτισε μαθητής Ιερομονάχου τινός και κληρικού της αυτής Μητροπόλεως, όστις εκαλείτο Κυρίων, άνθρωπος θεοφιλής, σοφός, και εις την πίστιν Ορθόδοξος. Παρά τούτου διδαχθείς ο μακάριος Σίλβεστρος εφύλαττε τα ορθά της πίστεως ημών δόγματα, και μιμούμενος τας αρετάς του διδασκάλου του επρόκοπτε καθ’ εκάστην εις την ευσέβειαν, κηρύττων την αλήθειαν, χωρίς ουδόλως να υπολογίζη τον εκ των Ελλήνων φόβον και κίνδυνον. Ήτο δε κατά πολλά φιλόξενος, και υπεδέχετο όσους ξένους έβλεπε να έρχωνται από άλλους τόπους, και τους περιεποιείτο πλουσίως. Μεταξύ των άλλων ξένων ήλθε ποτε και τις Ιερομόναχος, ονόματι Τιμόθεος, όστις ήλθεν από την Αντιόχειαν, και εκήρυττε τον Χριστόν πανταχού ως Απόστολος.
Επιζητούντες πρώτον την Βασιλείαν το Θεού
«Αυτή την ημέρα, την πρώτη του νέου έτους, καλούμεθα όλοι μας, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να κάνουμε, με θάρρος και εντιμότητα, τον πνευματικό μας απολογισμό, να θεραπεύσουμε τα μικρότερα ή μεγαλύτερα ελλείμματά μας, διά της ειλικρινούς μετανοίας και, με τον Θείον φωτισμόν, να ιεραρχήσουμε προς το πραγματικό μας συμφέρον τις προτεραιότητές μας σ' αυτή τη ζωή, επιζητούντες, με λόγους καρδιακής πίστεως και έργα μετανοίας, πρώτον «την Βασιλείαν το Θεού και την Δικαιοσύνην Του», με την βεβαίαν ελπίδα ότι και όλα τα άλλα, τα οποία ως άνθρωποι έχουμε ανάγκη, θα μάς προσφερθούν με αυτάρκειαν από τη φιλόστοργη πρόνοια του Θεού».
Πρωτοχρονιά στη Σιβηρία, στο Εκκλησάκι του π. Ιωνά…! -- Του Φώτη Κόντογλου
Προχτές πήγα να δω τον μπάρμπα – Ηρακλή Γιαβάσογλου, που τον λένε Γιαβάς-Θαλασσινόν από το κοσμογύρισμα που έκανε σ’ όλη τη ζωή του. Καθότανε στη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα και πυρωνότανε. Φορούσε ένα καλπάκι από αστραχάν, κι είχε τρυπωμένα τόνα χέρι του μέσα στο μανίκι τα’ αλλουνού. Μου φάνηκε πως βρισκόμουνα στην καλύβα κανενός Γιακούτου, στις χιονισμένες χώρες, μέσα στην Ασία. Ο μπάρμπα-Ηρακλής είναι πολύ γέρος, ως ενενηνταπέντε χρονών, μα βαστά καλά, γέρος-αγέραστος.
Άμα τον είδα ντυμένον
έτσι, χαμογέλασα. Κι εκείνος μου λέγει: «Ένα μπαίγνιο είναι ο άνθρωπος. Τώρα
που γέρασα κρυώνω με τούτη την τιποτένια ψύχρα. Κείνον τον καιρό που ταξιδεύαμε
στα παγωμένα μέρη με τις καζάκες (έλκυθρα), το κορμί μας άναβε, κι ας κρεπάρανε
οι πέτρες από το τάντανο»
Του λέγω: «Δε μου λές καμιά ιστορία, μπάρμπα-Ηρακλή, από κείνα τα μέρη»;
Προσφυγικὰ κάλαντα, μὲ τὴν φωνὴ τῆς Εἰρήνης Μπογιατζῆ ἀπὸ τὴν Φώκαια τῆς Ἰωνικῆς Δωδεκαπόλεως
Στὴν Πόλη στὴν Ἁγιᾶ
-Σοφιᾶ
θὰ στήσουμε καμπᾶνες,
νὰ βγοῦν τὰ μισοφέγγαρα
νὰ στηριχτοῦν λαμπᾶδες.
Νὰ βγοῦν οἱ τοῦρκοι ἀπ’
τὰ τζαμιᾶ
νὰ φύγουν κι οἱ χοτζᾶδες
να ’ρθοῦν τὰ ἑλληνόπαιδα
μὲ τοὺς Πατριαρχᾶδες,
τότε θὰ ‘χουμε ἐλπίδα
πὼς θὰ πᾶμε στὴν
Πατρίδα.