Αγία Θεοδώρα Βασίλισσα της Άρτας


Πρώτο μέλημα της Αγίας, ήταν η διαφύλαξη της εδαφικής, κυρίως όμως της πνευματικής ακεραιότητας και υποστάσεως του κράτους. Έτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε η διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως, που την εποχή αυτή απειλείτο από τον παπισμό και την λατινική προπαγάνδα, η οποία είχε ως στόχο την «ένωση» των Εκκλησιών. Η Αγία αντιτάχθηκε σ’ αυτή την προοπτική. Το Δεσποτάτο, που από το 1204 είχε δεχθεί ως πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες από την Κωνσταντινούπολη και είχε κρατήσει αυστηρή ορθόδοξη πολιτική επί Θεοδώρου Δούκα και Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννου Απόκαυκου, έγινε τελικά καταφύγιο όλων των ζηλωτών Ορθοδόξων της πρώην ενιαίας Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Σ’ αντίθεση με την φιλενωτική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νίκαιας – και αργότερα της επανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – η πολιτική του Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά και αυστηρά Ορθόδοξη. Όταν δε το έτος 1275 γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο ενωτικός Ιωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275-1282), πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί βρίσκουν προστασία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σαν αντιστάθμισμα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1276 και της καταδίκης όλων των ανθενωτικών, το έτος 1277 γίνεται Σύνοδος στις Νέες Πάτρες (σημερινή Υπάτη), όπου καταδικάζονται και αφορίζονται όλοι οι ενωτικοί και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος

Αριστοτέλης Σ

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος Ὑποκριτικὴ πίστη καὶ ἀνυπόκριτος ἀγάπη

Θαυμαστή ὑπῆρξε, πράγματι, ἡ πίστη τόσο τοῦ παραλυτικοῦ ὅσο καὶ τῶν μεταφορέων του (Ματθ., θ’ 1-8), ὅπως θὰ ἀκούσουμε στὸ Εὐαγγέλιο αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, Στ’ Ματθαίου. Ὁ πρῶτος, ἀδυνατῶντας νὰ βοηθήσῃ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του, λόγῳ τῆς ἀσθενείας του, τὸν ἐμπιστεύεται στὰ χέρια τῶν ἀδελφῶν του καὶ δέχεται μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ τὴν βοήθειά των. Ἐκεῖνοι, πάλι, ἀναλαμβάνουν ὄχι μόνον νὰ τὸν ἐξυπηρετήσουν ἀλλὰ καὶ νὰ ξεπεράσουν τὸ ἀντικειμενικὸ ἐμπόδιο τῆς προσεγγίσεως τοῦ Κυρίου, λόγῳ τοῦ πλήθους, ἐπινοῶντας τὸ χάλασμα τῆς στέγης τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου ἐκήρυττε ὁ Κύριος, προκειμένου νὰ ὁδηγήσουν τὸν πονεμένο ἀδελφό των μπροστά Του. Ἔτσι ὁ Κύριος, «ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν», ἀσθενοῦς καὶ μεταφορέων, δὲν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη, γιὰ νὰ βεβαιωθῆ, ὥστε νὰ κάνῃ πλέον Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι.

Ἐνεργεῖ, λοιπόν, ὄχι μόνον ἕνα ἀλλὰ δύο θαύματα στὸν παραλυτικό: θεραπεύει πρῶτα τὸ αἴτιο τῆς ἀσθενείας, τὴν ἁμαρτία («τέκνονἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι»), καὶ στὴν συνέχεια, προκειμένου τὸ θαῦμα Του νὰ γίνῃ φανερὸ καὶ πιστευτὸ ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, κάνει καλὰ καὶ τὸ παράλυτο σῶμα («ἐγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου. Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν…»), προσφέροντας στὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο ὁλοκληρωμένη ἴαση, «ὡς ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων».

Ἔτσι, ὁ Κύριος ἐπιτελεῖ, κατ’ οὐσίαν, καὶ ἕνα τρίτο «θαῦμα»: προκαλεῖ τὸν θαυμασμὸ τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους, «τῶν ὄχλων», οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν καὶ μάλιστα «ἐδόξασαν τὸν Θεὸ ποὺ ἔδωσε τέτοια ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους» (ὅ. π. 8). Ἡ φράση αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ ὡς ἑξῆς: δόξασαν τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος διὰ τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ Τὸν θεωροῦσαν ἄνθρωπο, ἐνήργησε θαυματουργικά, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, ἢ δόξασαν τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος, διὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔδωσε ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους νὰ θεραπεύουν ἀσθένειες, ὅπως ἔγινε λ.χ. μὲ τοὺς Ἁγίους, τοὺς πρώην κοινοὺς ἀνθρώπους, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλομε στὰ Ἀπολυτίκιά των: «Δόξα τ σὲ δοξάσαντι Χριστ, … δόξα τῶ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα».

Ἕνα μόνον θαῦμα δὲν μπόρεσε νὰ κάνῃ ὁ Χριστός: νὰ πείσῃ τοὺς παρισταμένους γραμματεῖς, προκαλῶντας καὶ τὸν δικό των θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἀναμφισβήτητη θεϊκή του ἐξουσία. Αὐτὸ δὲν ἔγινε, ὄχι γιατὶ δὲν τὸ ἤθελε ὁ Κύριος, ἀλλὰ γιατὶ δὲν τὸ ἐπιθυμοῦσαν οἱ ἴδιοι. Προσκολλημένοι καθὼς ἦσαν στὸ γράμμα τοῦ νόμου ἀδυνατοῦσαν νὰ δεχθοῦν πὼς ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἀνθρώποις ἁμαρτίας» (ὅ. π. 6). Δὲν τὸν παραδέχονταν ὡς Θεό, παρ’ ὅλον ὅτι εἶχαν γίνει μάρτυρες πλήθους θαυμάτων Του. Ὡς γνωστόν, ἄλλωστε, κανένα θαῦμα δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ, χωρὶς τὴν πίστη καὶ τὴν συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἐλευθερία τῶν ὁποίων σέβεται ἀπολύτως ὁ Κύριος.

Ἂς ἀναρωτηθοῦμε καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν σειρά μας! Διαθέτομε πίστη, καὶ ἐὰν ναί, τί λογῆς πίστη διαθέτομε; τὴν γνήσια καὶ ἀνυπόκριτο πίστη τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τῆς περικοπῆς, ποὺ ἔσπευσαν μὲ θαυμασμὸ νὰ ὁμολογήσουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ἢ μήπως τὴν ὑποκριτικὴ πίστη τῶν γραμματέων ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ πιστεύσουν, παρὰ τὶς ἁπτὲς ἀποδείξεις περὶ θεότητος τοῦ Κυρίου, ποὺ διαρκῶς τοὺς προσφέρονταν; Οἱ τελευταῖοι, ἄλλωστε, δὲν διέθεταν οὔτε ταπείνωση ἀπέναντι στὸν Θεὸ οὔτε ἀγάπη πρὸς τὸν πονεμένο συνάνθρωπό των, ὥστε νὰ χαροῦν μὲ τὴν θεραπεία του.

Ἂς κάνωμε, λοιπόν, κατ’ ἀρχάς, μὲ εἰλικρίνεια τὴν αὐτοκριτική μας καὶ ἂς ἀκολουθήσωμε, στὴν συνέχεια, τὴν προτροπὴ τοῦ Παύλου: «ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος, ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρὸν καὶ κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ» (Ῥωμ., ιβ’ 9), προσέχοντες νὰ ἐφαρμόζωμε καὶ τὰ δύο: καὶ τὸ κακὸ νὰ ἀποστρεφώμαστε («ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν»), καὶ μάλιστα τὸν κακό μας ἑαυτό, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀγαθὸ νὰ ἐφαρμόζωμε πιστά, ὥστε νὰ μὴν νικώμεθα ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νὰ νικῶμεν «ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν» (ὅ. π. 21).

Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι, καὶ τὴν προσωπική μας παραλυσία θὰ ξεπερνοῦμε καὶ τὴν γενικὴ παραλυσία θὰ ἀντιμετωπίζωμε, μὲ ἀνυπόκριτη πίστη καὶ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν μεταξύ μας εἰλικρινῆ ἀγάπη καὶ συνεργασία πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ πρὸς σωτηρία πάντων ἡμῶν. Γένοιτο!