Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση.
Οι περισσότεροι ἄνθρωποι
στὴν ἐποχή μας δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὴν πνευματικὴ
ζωὴ ἀπὸ τὴν κοσμική, τὴν ὁποία ἀκολουθοῦν σχεδὸν ὅλοι. Ἀκόμα
καὶ κληρικοὶ δὲν εἶναι
σὲ θέση νὰ δοῦν τὴ μεγάλη διαφορά. Αὐτὸ συμβαίνει, γιατὶ
δὲν τὴν ἔχουν ζήσει οἱ ἴδιοι
οὔτε καὶ τὴν εἶδαν σὲ κάποιους ἄλλους. Εἰδικὰ οἱ κληρικοὶ
μπορεῖ νὰ ἔχουν φορέσει τὸ
ράσο καὶ νὰ τηροῦν τοὺς ἐξωτερικοὺς ἱερατικοὺς τύπους, ὅμως
δὲν προχώρησαν ποτὲ βαθύτερα, δὲν στράφηκαν στὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν εἶδαν ὅτι εἶναι
δοῦλοι τῶν παθῶν
τους. Δὲν ὑποψιάζονται κἂν ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ ξεκινάει
ἀπὸ μέσα πρὸς τὰ ἔξω. Τὰ
θεμέλιά της βρίσκονται στὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἐὰν
δὲν συγκινηθεῖ κανείς,
δὲν πονέσει καὶ δὲν μετανοήσει, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ
γευθεῖ τοὺς καρποὺς τῆς
πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ ἀγωνιστὴς ποὺ ἐπιλέγει τὴν πνευματική
ζωὴ δὲν ἀκολουθεῖ τοὺς
κανόνες τῆς ὑποκρισίας. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ὁ ἔπαινος, οὔτε
ἐπιδιώκει τὴν προβολή.
Τὸ χειροκρότημα τὸν ἐνοχλεῖ καὶ στὶς κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις
δὲν βρίσκει ἀνάπαυση.
Ἀρνητικὸς ἐπίσης εἶναι καὶ στὴν προβολὴ διαφόρων ἀνθρώπων,
οἱ ὁποῖοι διαθέτουν
κάποιο χάρισμα ἢ ἔχουν κάνει κάποιο ἔργο καὶ αὐτὸ γιατὶ
βλέπει ὅτι λείπει ἀπὸ αὐτοὺς
τὸ πνευματικὸ ἄθλημα, ποὺ στοχεύει στὴν κάθαρσή τους ἀπὸ
τὰ πάθη καὶ στὸν
ἐξαγιασμό. Πρόκειται γιὰ προβολή, ποὺ ἱκανοποιεῖ τὸν ἐγωϊσμὸ
καὶ τὶς λοιπὲς προσωπικὲς καὶ ἰδιοτελεῖς δραστηριότητες. Ἡ κοσμικὴ ζωὴ εἶναι ἄρρηκτα
συνδεδεμένη
μὲ τὴν ὑποκρισία. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν, χωρὶς νὰ
ἐγκαταλείπουν τὸν ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς, προσπαθοῦν νὰ ἐντυπωσιάσουν μὲ δῆθεν
σπουδαῖες δραστηριότητες, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι κύμβαλα ἀλαλάζοντα.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἀναφέρει ὅτι «ἐνῶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ
προσπαθεῖ κανεὶς νὰ δεῖ ὅλη τὴ βρωμιά, ποὺ ὑπάρχει μέσα του, στὴν κοσμικὴ ζωὴ
προσπαθοῦν νὰ τὴν καλύψουν μὲ τὸ νὰ θέλουν νὰ φαίνεται καλὸς ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος.
Φτιάχνουν καλούπια ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ποὺ γίνονται μονωτικὸ ὑλικό, τοῖχος
καὶ δὲν ἔρχεται μέσα ἡ θεία χάρη». Τὸ πιὸ ἀνησυχητικὸ εἶναι ὅτι οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι
μὲ τὴν ἐξωτερική τους συμπεριφορά, ἐμποδίζουν τὴ θεία χάρη νὰ τοὺς ἐπηρεάσει καὶ
νὰ τοὺς προκαλέσει τὴν ἱερὴ ἀλλοίωση, προκειμένου νὰ ἀκολουθήσουν τὴν πνευματικὴ
ζωή. Κρύβουν τὴν ἐσωτερική τους ἀθλιότητα καὶ προσπαθοῦν νὰ παραπλανήσουν τὸν
περίγυρό τους πὼς τάχα εἶναι καλοί, κάτι ποὺ ποτὲ δὲν ἐπέλεξαν στὴ ζωή τους. Τοὺς
ἀνθρώπους αὐτοὺς δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς προσεγγίσεις καὶ νὰ ἐπικοινωνήσεις μαζί
τους. Φοβοῦνται μήπως διαπιστώσεις τὴν ὑποκρισία τους καὶ ματαιωθοῦν τὰ ὅποια
σχέδιά τους. Τὰ τείχη ποὺ ὑψώνουν εἶναι πολὺ ἰσχυρά. Γι᾽ αὐτὸ ἀπογοητεύεσαι καὶ ἀναθέτεις στὸν
Κύριο τὴ σωτηρία.
«Ο.Τ.»