Αλέξ. Παπαδιαμάντης:

Νὰ παύσῃ  ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. ῾Η λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας  ἄν θέλῃ νὰ ἐγκληματισθῇ ἐδῶ. Νὰ γίνῃ προστάτις τῶν πατρίων, καὶ ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθῇ καὶ νὰ ἐγκολπωθῇ τὰς ἐθνικὰς παραδόσεις. Νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅτι παλαιόν, ὅτι ἐγχώριον, ὅτι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός ὁ πιθηκισμός ὁ φραγκισμός. Νὰ μὴ νοθεύωνται τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῇ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν Ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. Νὰ μὴ μιμώμεθα οὔτε τοὺς Παπιστὰς καὶ οὔτε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. ῎Ας σταθμήσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των, οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην.

Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἑορτολογίου δέν ἔγινε γιά λόγους ἀστρονομικούς, ἀλλ' ἔγινε γιά τήν «ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν», διό καί ἀποκτᾶ δογματικόν χαρακτῆρα --- Τοῦ Δημητρίου Χατζηνικολάου, Ἀν. Καθηγητοῦ Οἰκονομικῶν τοῦ Παν/μίου Ἰωαννίνων

Ὁ νοῦς πολλῶν εἶναι τόσον ἐσκοτισμένος, ὥστε τούς λέμε 1+1 = 2, ἀλλ' ἐκεῖνοι ἐπιμένουν ὅτι 1+1 = 3! Διά 1000ήν φοράν, λοιπόν, ἡ ἀλλαγή τοῦ ἑορτολογίου δέν ἔγινε γιά λόγους ἀστρονομικούς (ὥστε εἶναι θρησκευτικοί ἀπατεῶνες ὅσοι τό συνδέουν παραπλανητικῶς μέ τήν τήρησιν τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας, τό παραλληλίζουν μέ τόν 4ον ὅρον ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα κ.λπ.), ἀλλ' ἔγινε γιά τήν «ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν», διό καί ἀποκτᾶ δογματικόν χαρακτῆρα, ἐνῷ ἀφ' ἑαυτοῦ δέν εἶναι. Ἐπιπλέον, ὑπάρχουν τρεῖς (3) ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων (1583, 1587, 1593), οἱ ὁποῖες ἀναθεματίζουν τό «Λατινικόν Καλεντάριον» καί ἀπαγορεύουν τήν εἰσαγωγήν του εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Παρά ταῦτα, οἱ Μασσῶνοι τό εἰσήγαγον τό 1924, διά νά δημιουργήσουν σχίσμα, ν' ἀποδυναμώσουν τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί νά τήν ὑποτάξουν εἰς τόν «πάπαν», καθότι ὑπάρχουν πολλά ἱστορικά ντοκουμέντα πού ἐδημοσιεύθησαν πρίν ἀπό τό 1924, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Βασιλικοῦ Διατάγματος τῆς 25-1-1923 (Ἀρ. Φύλλου 24, Τεῦχος Α, παράγραφος 8), καί πού προβλέπουν τήν δημιουργίαν σχίσματος εἰς τήν περίπτωσιν υἱοθετήσεως τοῦ νέου ἡμερολογίου ἀπό μίαν τοπικήν Ἐκκλησίαν, χωρίς Πανορθόδοξον Συμφωνίαν.  σκόπιμος, λοιπόν, δημιουργία σχίσματος, πού προσβάλλει τό δόγμα τῆς ἑνότητος τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, συνιστᾶ δεύτερον λόγον διά τόν ὁποῖον τό ἡμερολογιακόν εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένον μέ τήν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί συνεπῶς ἔχει ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΝ χαρακτῆρα. Οἱ διάφοροι «Νικόλαοι», «Πέτροι», «Ἄνακτες», Κοκκόρηδες, Χριστόδουλοι, Γιαννακουλόπουλοι, Ἀεράκηδες, Τρικαμηνᾶδες κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι ἀερολογοῦν ἐπί τοῦ σοβαρωτάτου αὐτοῦ ζητήματος, ὁμιλοῦντες γιά ἰσημερίες κ.λπ., ἤτοι «ἀφήνοντας τά μῆλα καί πιάνοντας τά φῦλλα», προκειμένουν νά προκαλέσουν σύγχυσιν, εἶναι μεγάλοι αἱρετικοί καί σχισματικοί.

-------------------

Ο/Η Δημήτριος Χατζηνικολάου είπε...

6 Οκτωβρίου 2022 - 8:15 π.μ.

Ἕν ἀπό τά «ἐπιχειρήματα» τῶν καινοτόμον τό 1924 ἦτο ὅτι κατά τό προηγούμενον ἔτος, ὅταν ἡ Πολιτεία ἐχρησιμοποίει τό νέον καί ἡ Ἐκκλησία τό παλαιόν ἡμερολόγιον, ἐδημιουργήθη δῆθεν μεγάλη σύγχυσις. Αὐτό εἶναι ψέμμα! Αὐτό ἔγραψα, ὅτι οὐδέν πρόβλημα θά ἐδημιουργεῖτο ἄν ἡ Ἐκκλησία κρατοῦσε τό παλαιόν. Καλόν θά ἦτο, βεβαίως, νά μήν τό ἄλλαζε οὕτε ἡ Πολιτεία, ἀλλ' αὐτό εἶναι πιθανόν νά δημιουργοῦσε προβλήματα στίς συναλλαγές της μέ τίς ἄλλες χῶρες πού χρησιμοποιοῦσαν τό νέον. Ἐπειδή αὐτό δέν ἔθιγε ἐπ' οὐδενί τό δόγμα, οὐδείς ποτέ, ἐξ ὅσων γνωρίζω, ἐπέκρινε τήν Πολιτείαν διά τήν εἰσαγωγήν τοῦ ν.ἡμ. Τοὐναντίον, ἐπειδή αὐτή μέ τό ΒΔ τῆς 25 Ἰανουαρίου 1923 (παράγραφος 8) κατωχύρωνε τό παλαιόν διά τήν Ἐκκλησίαν καί διά τήν τυχόν ἀλλαγήν ἔθετε ὡς ἀπαραίτητον ὅρον νά γίνῃ κατόπιν συμφωνίας μέ τήν τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, θεωρῶ ὅτι ἔπραξε συνετῶς, Ἐνῷ ἡ τότε ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας ἔπραξεν ἀσυνέτως.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος

Στὸ θέμα τῆς Μασσωνίας ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔλαβε ἐπίσημη θέση καὶ μάλιστα 4 φορές. Κάτ΄ ἀρχὰς ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα αὐτὸ κατὰ τὴ συνεδρία τῆς 7ης Ὀκτωβρίου 1933 καὶ ἐξέδωσε εἰδικὴ «Πράξη» (Ἐκκλησία 48/1933, σέλ.37-39). Τὸ κείμενο αὐτὸ κάνει λόγο περὶ «διεθνοῦς μυητικοῦ ὀργανισμοῦ» καὶ «μυσταγωγικοῦ συστήματος, ὅπερ ὑπομιμνήσκει τάς παλαιὰς ἐθνικὰς μυστηριακὰς θρησκείας ἢ λατρείας, ἀπὸ τῶν ὁποίων κατάγεται καὶ τῶν ὁποίων συνέχειαν καὶ ἀναβίωσιν ἀποτελεῖ». Τὸ κείμενο ἀναφέρεται σὲ μαρτυρίες Μασσωνικῶν κειμένων καὶ κατοχυρώνει τὴ θέση της «ἐκ τῶν ἐν ταῖς μυήσεσι δρωμένων καὶ τελουμένων». Γιὰ τὴ μύηση τοῦ τρίτου βαθμοῦ ἀναφέρεται πὼς ἀποτελεῖ «δραματικὴν ἀφήγησιν τοῦ θανάτου τοῦ πάτρωνος τῆς μασσωνίας χιρὰμ καὶ εἶδος τί μιμητικῆς ἐπαναλήψεως τοῦ θανάτου τούτου. Οὕτως ἡ Μασσωνία ἀποδεδειγμένως τυγχάνει θρησκεία μυστηριακή, ὅλως διάφορος, χωρισμένη καὶ ξένη τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας».

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος κατηγορεῖ τὴ Μασσωνία γιὰ συγκρητισμό, πράγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα εἰδωλολατρικὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἐδέχοντο στὶς μυήσεις τους κάθε λάτρη, ὁποιουδήποτε θεοῦ. Μὲ τὸ νὰ ζητεῖ ἡ Μασσωνία νὰ συμπεριλάβει στοὺς κόλπους της ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, μὲ τὴν ὑπόσχεση πὼς θὰ τῆς προσφέρει «ἠθικοποίησιν καὶ τελειοποίησιν καὶ γνῶσιν τῆς ἀληθείας, ἀνυψοῖ ἀνεπαισθήτως ἑαυτὴν εἰς εἶδος τί ὑπερθρησκείας, θεωροῦσα πάσας τὰς θρησκείας, μηδὲ τῆς Χριστιανικῆς τοιαύτης ἐξαιρουμένης ὡς ὑποδιεστέρας αὐτῆς. Ὑποτρέφει δὲ οὕτω εἰς τοὺς μύστας αὐτῆς τὸ φρόνημα, ὅτι μόνον ἐν τοῖς μασσωνικοῖς ἐργαστηρίοις γίνεται ἡ κατεργασία καὶ λείανσις τοῦ ἀξέστου καὶ ἀκατεργάστου λίθου». Ἡ «Πρᾶξις» τῆς Ἱεραρχίας ἀναφέρεται στὴν καταδικαστικὴ στάση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ μνημονεύει τὴ σχετικὴν ἀναφορὰ τῆς «Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς», ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ χαρακτήρισε τὴ Μασσωνία «ὡς σύστημα ἀντιχριαστιανικὸν καὶ πεπλανημένον». Κατὰ τὴ θέση, ποὺ πῆρε ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἑλλάδος Χρυσόστομος, καὶ ἡ ὁ ποία ὑπογραμμίζεται στὴν «Πρᾶξιν», «κληρικοὶ ποὺ μετέχουν τῆς Μασσωνίας εἶναι ἄξιοι καθαιρέσεως». Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνανεώθηκε μὲ μία νέα, ποὺ ἐλήφθη κατὰ τὴν 28η Νοεμβρίου 1972 καὶ χαρακτηρίσθηκε «αὐθεντικὸ κείμενο αὐτῆς». Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἱεραρχία «ἐμμένει ἀπολύτως εἰς τὰ ἐν τῇ Πράξει ὁριζόμενα περὶ Μασσωνίας. Διακηρύσσει καὶ αὖθις ὅτι ἡ Μασσωνία εἶναι ἀποδεδειγμένως Θρησκεία μυστηριακή, προέκτασις τῶν παλαιῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν, ὅλως ξένη καὶ ἀντίθετος πρὸς τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως σωτηριώδη ἀλήθειαν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας. Διαδηλοῖ κατηγορηματικῶς ὅτι ἡ ἰδιότης τοῦ Μασσώνου ὑπὸ οἱανδήποτε μορφὴν εἶναι ἀσυμβίβαστος πρὸς τὴν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ μέλους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ». Ἡ νέα αὐτὴ ἀπόφαση μνημονεύει καὶ ἐπαινεῖ τὴν ὑπ᾽ ἀριθ. 260/01.12.1969 ἀπόφαση τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν, μὲ τὴν ὁποία

ἡ Μασσωνία κατεδικάσθη «ὡς θρησκεία μυστική, μὴ γνωστή», καθὼς καὶ τὴν ἀνακοίνωση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ποὺ δημοσιεύθηκε στὴ «Φωνὴ Κυρίου» (13/05/1970), ὅπου ἡ Μασσωνία στηλιτεύεται ὡς θρησκεία. Τέλος τὸ 1996, σὲ Διακήρυξη ἁπάντων τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τονίζεται ὅτι, «κατὰ τὴν τακτικὴν Συνέλευσιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας (1-4 Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ.) γενομένου καὶ πάλιν λόγου περὶ τῶν ἀνευθύνων ἰσχυρισμῶν, ὅτι δῆθεν τινὰ τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀποτελοῦν μέλη τῆς Μασσωνίας, ὁμοφώνως καὶ ἐνυπογράφως διακηρύσσομεν:

Α. ἐνστερνιζόμεθα καὶ ἐπιβεβαιοῦμεν τὰς κατὰ τῆς Μασσωνίας, ὡς παγανιστικῆς θρησκείας, ἀσυμβιβάστου πρὸς τὸν Χριστιανισμόν, ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῶν ἐτῶν 1933 καὶ 1972, κατ᾽ ἀκολουθίαν, δέ,

Β. οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν ἔχει οἱανδήποτε σχέσιν μὲ τὸν Μασσωνισμόν, τὸν ὁποῖον ἀνεπιφυλάκτως καὶ πάλιν καταδικάζομεν ὡς ἀντίχριστον σύστημα».

(Περιοδικὸ «Ἐκκλησία», ἔτος ΟΓ΄, 15 Ὀκτωβρίου 1996, ἀρ.15).

(O.T.1771)