Πρέπει, πρίν κλείσομε τήν παρουσίασι τῆς ὁμολογίας καί ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου Μαξίμου, νά ἀναφέρωμε καί τό γεγονός τῆς ἀπολογίας του στήν Κωνσταντινούπολι μετά τήν ἐπάνοδο ἐκ τῆς πρώτης ἐξορίας του. Αὐτό τό περιγράφει ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀναστάσιο:
«Χθές ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ ἁγία Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων · Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ’ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως, ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς. Πρός οὕς εἶπον · Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ’ οἷς αὐτόν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο. Πλήν μάθω τήν ὁμολογίαν, ἐφ’ ἥν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις, καί τοῦ γενομένου καλῶς, οὐκ ἀλλοτριοῦμαι» (Φιλοκαλία, ΕΠΕ 15Β, 450). Ἐδῶ ὁ ἅγιος ὀνομάζει «Καθολική Ἐκκλησία τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν». Συνεπῶς ὅποιος δέν ἔχει αὐτήν τήν ὁμολογία δέν δύναται νά ἀνήκη εἰς τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν.
Ἐδῶ χαρακτηριστικά ἀναφέρουν εἰς τόν ὅσιο τήν ἕνωσι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ὄχι μέ βάσι τήν ὀρθόδοξον πίστι. Ὁ ὅσιος προτιμᾶ
ἀπερίφραστα τήν ὀρθόδοξον πίστι καί ὄχι τήν ἐκκλησιαστική ἕνωσι ἄνευ αὐτῆς τῆς πίστεως. Εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ θέσις τοῦ ὁσίου καί δεικνύει ὅτι ἡ μόνη ἀληθής ἕνωσις συντελεῖται ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει.Ὅλα τά ἄλλα εἶναι τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Τελικῶς οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πατριάρχου τοῦ λέγουν:
«Οὐκοῦν ἄκουσον, ἔφησαν · Ἔδοξε τῷ δεσπότῃ καί τῷ πατριάρχῃ, διά πραικέπτου τοῦ πάππα Ρώμης, ἀναθεματισθῆναί σε μή πειθόμενον, καί τόν ὁριζόμενον αὐτοῖς ἀπενέγκασθαι θάνατον. Τό τῷ Θεῷ πρό παντός αἰῶνος ὁρισθέν ἐν ἐμοί δέξοιτο πέρας, φέρον αὐτῷ δόξαν πρό παντός ἐγνωσμένην αἰῶνος, αὐτοῖς τοῦτο ἀκούσας ἀπεκρινάμην» (ΕΠΕ 15Β, 452). Ὁ ὅσιος λοιπόν, ἀνυποχώρητος στίς θέσεις του, προτιμᾶ τόν ἀναθεματισμό καί τόν μαρτυρικό θάνατο, παρά νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ ὅλα τά Πατριαρχεῖα τά ὁποῖα δέν εἶχαν ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἡ ἀποτείχισις λοιπόν ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ὅσιο ὡς ὁδός σωτηρίας, ἐφ’ ὅσον αὐτή μόνη διεσφάλιζε τήν ἀληθινή πίστι ἀνόθευτον ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι. Πρίν κλείσουμε τήν μικρή ἀναφορά μας εἰς τόν Μέγα ὁμολογητή ὅσιο Μάξιμο, πρέπει νά ἀναφερθοῦμε καί σέ κάποια ἔνστασι ὁρισμένων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀποδέκτες τῆς θεωρίας ὅτι, διά θέματα τῆς πίστεως, πρέπει ἡ Σύνοδος πρωτίστως νά καταδικάση κάποιον Ἐπίσκοπο ὡς αἱρετικό καί κατόπιν νά διακόψωμε τήν μνηνόνευσί του καί τρόπον τινά νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό αὐτόν. Ἴσως αὐτοί θεωροῦν καί ἐξετάζουν τό θέμα νομικῶς καί ὄχι πνευματικῶς.
Κρίνοντας νομικῶς σημαίνει ὅτι πρέπει τό ἁρμόδιο θεσμικό ὄργανο νά ἐπιληφθῆ τοῦ θέματος καί νά ἀποφασίση περί τοῦ πρακτέου. Πνευματικῶς σημαίνει ὅτι, ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι, μολύνει τούς ἔχοντας ὑγιές φρόνημα καί τούς συγκαταριθμεῖ μέ τούς αἱρετικούς. Δι’ αὐτό οἱ Πατέρες ὅλα τά ἄλλα θέματα τά ἀνέθεσαν νά τά ρυθμίζη ἡ ὀρθοδοξοῦσα καί ὀρθοτομοῦσα τόν λόγον τῆς ἀληθείας Σύνοδος, ἐπειδή ἀκριβῶς εἰς αὐτά δέν ὑφίσταται μολυσμός καί συμμετοχή τῶν πιστῶν. Διά τά θέματα ὅμως τῆς πίστεως ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ὑπεύθυνος ἕκαστος πιστός, εἰς τρόπον ὥστε, μέ τήν ὑπαγωγή στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ τήν ἀποτείχισί του, νά ὁμολογῆ τήν πίστι του, νά πολεμᾶ τήν αἵρεσι ἤ νά τήν ἀνέχεται καί ὑποθάλπη καί γενικῶς νά τοποθετῆται αὐτοβούλως καί νά συντάσσεται μέ τήν Ὀρθοδοξία ἤ τήν αἵρεσι. Διά νά καταδείξουν, λοιπόν, σύμφωνο τόν ὅσιο Μάξιμο μέ αὐτήν τή νομική θεώρησι, ἐπικαλοῦνται τό ἐπιχείρημα, ὅτι ὁ ὅσιος δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία καί δέν ἀποτειχίσθηκε ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, πρίν συγκληθῆ στήν Ρώμη Σύνοδος, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό. Δηλαδή πρίν τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ τούςαἱρετικούς καί μετά ἀποτειχίσθηκε. Αὐτό βεβαίως δέν εὐσταθεῖ διά τούς ἑξῆς λόγους:
α) Στίς συζητήσεις μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου,στήν ἐξορία καί στήν Κωντινούπολι, οὐδόλως ἀνέφερε ὁ ὅσιος τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης, ἀλλά πάντοτε προέβαλε τό ὀρθόδοξο δόγμα σέ ἀντιπαράθεσι μέ τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἔλεγε δηλαδή ὅτι, δέν ὑπέγραφε τόν «Τύπον», διά τίς αἱρέσεις πού περιεῖχε καί ὄχι ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε πρός αὐτόν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Οἱ ἀναφορές τοῦ ὁσίου ἐγίνοντο πάντοτε εἰς τήν αἵρεσι καί ὄχι εἰς τήν καταδίκη των ἀπό τήν Ρώμη.
β) Ὅταν τοῦ ἀνέφεραν οἱ ἀπεσταλμένοι ὅτι ὅλα τά Πατριαρχεῖα συμφώνησαν, ἀκόμη καί ἡ Ρώμη, ὁ ὅσιος πάλι δέν ἐδέχθη νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά, ἀλλά προτίμησε νά ὑπερασπισθῆ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἀλήθεια, ἔστω καί μόνος του. Αὐτό εἶναι τρανή ἀπόδειξις, ὅτι δέν ἐνδιαφέρετο διά τίς Συνόδους καί τήν συμφωνία τῶν Πατριαρχῶν, ἀλλά τοποθετοῦσε ἀνεπιφύλακτα τόν ἑαυτόν του μέ τήν ἀληθινή πίστι καί τήν Ὀρθοδοξία.
γ) Ὁ ὅσιος δέν ἐδέχθη νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ Πατριάρχη, ἔστω καί ὅταν τοῦ ἀνέφεραν ὅτι συμφωνοῦν μαζί του στό ὀρθόδοξο δόγμα περί δύο θελήσεων καί ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος ἦτο ὅτι ἐμνημόνευον τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτας στή Θεία Λειτουργία. Καί ἀπό αὐτό συμπεραίνομε ὅτι ὁ ὅσιος εἶχε προσωπικά κριτήρια καί ἐφ’ ὅσον ἔκρινε ὅτι ὑπῆρχε πρόβλημα πίστεως στόν Πατριάρχη, δέν ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μαζί του.
δ) Τέλος, σέ μία τῶν συζητήσεων μετά τῶν ἀντιπροσώπων, τοῦ ἀνέφερον αὐτοί ὑποθετικῶς τά ἑξῆς: «Καί λέγουσιν (οἱ ἀπεσταλμένοι). Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καί εἶπε (ὁ ὅσιος). Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας» (τό Ἅγιον Πνεῦμα δηλαδή ἀναθεματίζει, ὅσους νομοθετοῦν ἀντίθετα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας). Ἀπό ὅλα αὐτά καταδεικνύεται ὅτι τόν ὅσιο δέν τόν ἐνδιέφερε τί θά πράξη ἡ Ρώμη ἤ καί ὅλοι οἱ Πατριάρχες, ἀλλά ἐδήλωνε ἀπερίφραστα καί μετά παρρησίας ὅτι, θά ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μετ’ αὐτῶν, μόνον καί ἐφ’ ὅσον ὁμολογοῦσαν διά λόγων καί ἔργων τήν ἀληθινή πίστι. Ἀκόμη καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό νά τοῦ ἔλεγε κάτι ἀντίθετο δέν θά ἐπείθετο.