Ωδή η΄. Ο
Ειρμός.
Θαύματος υπερφυούς η δροσοβόλος, εξεικόνισε κάμινος τύπον· ου γαρ ους
εδέξατο φλέγει νέους, ως ουδέ πυρ της Θεότητος, Παρθένου ην υπέδου νηδύν· διο
ανυμνούντες αναμέλψωμεν· ευλογείτω η κτίσις πάσα τον Κύριον, και υπερυψούτω,
εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Ευφυέστατα προσαρμόζει εις την εορτήν της Χριστού Γεννήσεως το θαύμα της
Βαβυλωνίας καμίνου ο θεσπέσιος Μελωδός δια του παρόντος Ειρμού· διότι λέγει,
ότι η Βαβυλωνία εκείνη και Χαλδαϊκή κάμινος, ήτις ήτον δροσερά και όχι φλογερά,
επροεικόνιζε τον τύπον της εκ της Παρθένου κατά σάρκα Γεννήσεως του Δεσπότου
Χριστού. Διότι, καθώς η κάμινος εκείνη, αν και ήτον εκκεκαυμένη επταπλασίως με
τόσην ύλην πυρός, δεν κατέκαυσεν όμως τους τρεις νέους παίδας, τους οποίους
εδέχθη μέσα εις τον εαυτόν της· ούτω και το πυρ της Θεότητος του Μονογενούς
Υιού δεν κατέκαυσε την κοιλίαν της Παρθένου Μαρίας, μέσα εις την οποίαν
εισήλθεν, αλλά διεφύλαξεν αυτήν άφλεκτον και αβλαβή. Ο τύπος δε ούτος της
καμίνου είναι αντίστροφος με το πρωτότυπον: ήτοι με την εκ Παρθένου Γέννησιν
του Σωτήρος· εκείνη γαρ η Χαλδαϊκή κάμινος, ήτις προετύπωνε την μήτραν της
Θεοτόκου, έχουσα μέσα το πυρ, δεν έκαυσε τους νέους όπου εδέχθη· εδώ δε ο υπό
της μήτρας της Παρθένου δεχθείς Υιός του Θεού, έχων το πυρ, ή μάλλον ειπείν,
αυτός πυρ αυτόχρημα υπάρχων, δεν κατέκαυσε την δεξαμένην Αυτόν μήτραν· και
πρεπόντως τούτο εποίησεν· διότι επειδή ο Θεός πυρ είναι και λέγεται
καταναλίσκον: «Κύριος, φησίν, ο Θεός σου πυρ καταναλίσκον εστί» (Δευτ. δ: 24)·
διότι καταναλίσκει την μοχθηρίαν και αμαρτίαν, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον· δια
τούτο, πως ήτον δυνατόν να κατακαύση την Παρθένον, εις την οποίαν δεν ευρίσκετο
κανέν ίχνος αμαρτίας ή ρυπαρίας, ούτε προπατορικής (εκαθάρθη γαρ η Παρθένος της
αμαρτίας ταύτης υπό της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος, κατά τον καιρόν του
Ευαγγελισμού, ως η κοινή γνώμη των Ιερών Θεολόγων δογματίζει), αλλ΄ ούτε
προαιρετικής; Καθώς γαρ το πυρ τούτο το διακονούν εις τας χρείας ημών, και δια
τούτο καλούμενον διακονικόν, δεν υπερβαίνει τους όρους και τα μέτρα της
καυστικής του δυνάμεως, τα οποία έλαβε παρά του Δημιουργού· αλλά καίει μεν αυτό
ξύλα και λινάρι και καλάμι, και όλα όσα είναι δεκτικά της εκείνου καύσεως· δεν
καίει δε εκ μεν των ζώων την ψυχροτάτην σαλαμάνδραν, εκ δε των ξύλων το φυτόν
το καλούμενον λάριξ, εκ δε των λίθων την πέτραν την καλουμένην πανταρβήν· εις
ταύτα γαρ εμπεσόν το πυρ λησμονεί, τρόπον τινά, την φυσικήν του καυστικήν
δύναμιν, και αφλεκτα ταύτα διαφυλάττει· τοιουτοτρόπως και ο Θεός, το πυρ το
άϋλον και αναλωτικόν της αμαρτίας, όπου μεν εύρη αμαρτίαν, εκεί ενεργή και
ταύτην κατακαίει· όπου δε αμαρτίαν δεν ευρίσκει, εκεί δεν καίει,αλλά μάλλον
δροσίζει. Ούτω δεν έφλεξε και το άσπιλον και άγιον σώμα της Παρθένου· επειδή
δεν ευρήκεν εις αυτό καμμίαν ύλην και αμαρτίαν, ήτις καίεται υπό του θείου
πυρός. Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός, ότι επειδή ημείς ηξιώθημεν να ιδούμεν
τοιούτον θαυμάσιον, δια τούτο ας υμνήσωμεν αυτό και μελωδήσωμεν λέγοντες:
«Ευλογείτω η κτίσις πάσα τον Κύριον, και υπερυψούτω εις πάντας τους αιώνας»· το
οποίον είναι λόγος χαρακτηριστικός της ογδόης Ωδής.