Εν τη Γαλατία της εν τη Ασία Παφλαγονίας ήτο γεωργός τις, Μέτριος ονομαζόμενος, ζων εν αυταρκεία των του σώματος αγαθών. Ούτος λοιπόν βλέπων τον γείτονά του, ότι είχεν υιούς τους οποίους κατεγίνετο να ευνουχίση και να αποστείλη εις Κωνσταντινούπολιν, όπως γίνωσιν ευνούχοι και αξιωματικοί εις την υπηρεσίαν των κατά καιρούς βασιλέων, ετρώθη υπό του αυτού με εκείνον ζήλου και παρεκάλεσε τον Κύριον λέγων. «Κύριε, εάν και εγώ ο δούλος σου είμαι άξιος, χάρισον και εις εμέ παιδίον άρρεν, ίνα το έχω στήριγμα και βακτηρίαν εις το γήρας μου, και ίνα δοξάσω το όνομά Σου το άγιον». Αφού δε ταύτα προσηυχήθη, επήλθε και η κατ’ έτος γινομένη πανήγυρις εν Παφλαγονία· όθεν βαλών εις το φορτηγόν του αμάξιον όσα ήσαν αναγκαία, απήλθεν εις την πανήγυριν, και άλλα μεν πράγματα πωλήσας, άλλα δε ανταλλάξας, ανεχώρησεν εκ της πανηγύρεως και επορεύθη εις τινα λειμώνα όπου ήτο νερόν, όπως εκεί αναπαύση τους βόας του. Παρατηρών δε κατά γης, ευρίσκει εν βαλάντιον μάλλον παλαιόν ερριμμένον, το οποίον περιείχε χίλια πεντακόσια φλωρία, και λαβών αυτό το έβαλε καθώς ήτο εσφραγισμένον επί του αμαξίου και εξηκολούθησε τον δρόμον του· φθάσας δε εις την οικίαν του απέθεσε το βαλάντιον εις ασφαλή τόπον, χωρίς να εμπιστευθή το πράγμα εις ουδένα, και χωρίς να το ανοίξη ούτε αυτός ο ίδιος, όπως ίδη το εμπεριεχόμενον ποιόν και ποσόν.
Η χώρα μας, είναι βέβαιο, ότι περνά δεινή κρίσι.
Ελάχιστοι μυωπάζοντες ή τυφλοί δεν την βλέπουν. Όλοι οι άλλοι, κι’ ας μη το ομολογούν δημοσία, το πιστεύουν. Γιατί δεν μπορεί να μη δοκιμάζουν στη ζωή και στη συνείδησή των τους τρομακτικούς κραδασμούς των αλυσιδωτών εκρήξεων που ανατινάζουν εκ βάθρων την πατροπαράδοτη δομή της ζωής μας. Μερικοί παρά ταύτα εφησυχάζουν, περιμένοντας μοιρολατρικά τις εξελίξεις. Άλλοι ανησυχούν μεν, αλλά κρύβουν την ανησυχίαν των από καιροσκοπισμό και υστεροβουλία. Άλλοι αγωνιούν, αλλά περιμένουν τον «από μηχανής θεό», που θα φέρει την κάθαρση της τραγωδίας μας. Και ελάχιστοι υψώνουν την φωνή τους και κρούουν τον κώδωνα της αφύπνισης. Αυτούς συνήθως οι … τους περιλούουν με ύβρεις, τους κολλούν ετικέττες, τους απευθύνουν τη μομφή ότι κινδυνολογούν. Στην καλοστημένη αυτή παγίδα έχουν πέσει πολλοί μέχρι σήμερα με τη σιωπή τους. Και αυτό θέλουν οι τερμίτες, για να επιδίδονται ανενόχλητοι στο διαβρωτικό τους έργο. Έτσι όμως κορυφώνεται η αγωνία των σκεπτομένων εμπρός στο χαλασμό που χωρίς τη δέουσα αντίσταση προχωρεί για να λεηλατήσει και ό,τι απέμεινε όρθιο.