2. Ἡ φύσις καί ἡ διδασκαλία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι τέτοια, ὥστε ἀπαιτεῖ τόν συναγελασμό, τήν συνύπαρξι, τόν συμφυρμό καί τήν ἀλληλοπεριχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν. Οἱ αἱρετικοί ὅμως αὐτοί (π.χ. Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες) ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό πλῆθος Συνόδων καί ἁγ. Πατέρων καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι καταδικασμένη καί κάθε ἐπικοινωνία σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ αὐτούς. Δηλαδή κοντολογίς ὁ Οἰκουμενισμός διδάσκει ἐπικοινωνία καί συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς, ἐνῶ οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι διδάσκουν ἀπομάκρυνσι.
3. Ἀναφέρθηκε καί κατά κόρον ἐτονίσθηκε ὅτι ἡ συνοδική καταδίκη μίας αἱρέσεως δέν ἀποτελεῖ τήν ἔναρξι τοῦ ἀγῶνος τῆς ἀποτειχίσεως ἀλλά τό τέλος. Ἔχει δέ τή θέσι της εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι (ἡ συνοδική καταδίκη) μόνον καί ἐφ’ ὅσον ἀναζωπυρωθῆ πάλι ἡ αἵρεσις (ὅπως συνέβη σέ ὅλες σχεδόν τίς μεγάλες αἱρέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, μηδέ ἐξαιρουμένου καί αὐτοῦ τοῦ Παπισμοῦ, ὁ ὁποῖος καταδικάσθηκε στήν ἐπί Μ. Φωτίου Σύνοδο τοῦ 879). Ἡ Παράδοσις ὅμως τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἐπαρουσιάσαμε διδάσκει ὅτι μόλις ἐδιδάσκετο «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» κάποια αἵρεσις ἀπό Ἐπισκόπους και Πατριάρχες (π.χ. Νεστόριος, Εἰκονομαχία) οἱ Ὀρθόδοξοι πάραυτα ἀπετειχίζοντο ἀπό αὐτούς, διά νά παραμείνουν Ὀρθόδοξοι, χωρίς φυσικά νά ἀναμένουν τήν ἀπόφασι Συνόδου. Ὡς ἐκ τούτου τό πλῆθος τῶν ἱερῶν Κανόνων, πού ἀναφέρονται εἰς τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, ἀπαιτοῦν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό
οἱονδήποτε ἔχει αἱρετικό φρόνημα καί ὄχι τήν ἀναμονή καί τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Συνεχίζεται.