«Νὰ μὴ φέρεται κανεὶς μὲ ἀνυπομονησία στὴ θλίψη τοῦ πειρασμοῦ, ποὺ τοῦ
συμβαίνει, οὔτε νὰ τὸν ἀποφεύγει, ἀλλὰ νὰ τὸν ὑπομένει μὲ ταπείνωση,
σὰν νὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ δεινοπαθήσει. Νὰ πιστεύει ὅτι δὲν εἶναι
ἄξιος νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ βάρος καὶ ὅτι ὁ πειρασμὸς πρέπει νὰ
παραμείνει γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ νὰ ζήσει καὶ νὰ ἐνταθεῖ ἐναντίον του.
Καὶ ἂν ἀκόμα δὲν βρίσκει μέσα του τὴν αἰτία, κι ἂν πρὸς τὸ παρὸν δὲν τὴν καταλαβαίνει, νὰ πιστεύει ὅτι τίποτε δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν κρίση καὶ τὴν
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀγωνιστεῖ κανεὶς ἐναντίον τῆς ἔμπρακτης ἁμαρτίας
καὶ ἀρχίσει νὰ πολεμάει καὶ τοὺς νοεροὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀγωνίζεται καὶ μὲ τὶς θλίψεις καθαρίζεται καὶ ἐπανέρχεται
στὸ “κατὰ φύσιν”».
συμβαίνει, οὔτε νὰ τὸν ἀποφεύγει, ἀλλὰ νὰ τὸν ὑπομένει μὲ ταπείνωση,
σὰν νὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ δεινοπαθήσει. Νὰ πιστεύει ὅτι δὲν εἶναι
ἄξιος νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ βάρος καὶ ὅτι ὁ πειρασμὸς πρέπει νὰ
παραμείνει γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ νὰ ζήσει καὶ νὰ ἐνταθεῖ ἐναντίον του.
Καὶ ἂν ἀκόμα δὲν βρίσκει μέσα του τὴν αἰτία, κι ἂν πρὸς τὸ παρὸν δὲν τὴν καταλαβαίνει, νὰ πιστεύει ὅτι τίποτε δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν κρίση καὶ τὴν
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀγωνιστεῖ κανεὶς ἐναντίον τῆς ἔμπρακτης ἁμαρτίας
καὶ ἀρχίσει νὰ πολεμάει καὶ τοὺς νοεροὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀγωνίζεται καὶ μὲ τὶς θλίψεις καθαρίζεται καὶ ἐπανέρχεται
στὸ “κατὰ φύσιν”».