Τη
Αγία και Μεγάλη Τετάρτη, της Αλειψάσης τον Κύριον Μύρω Πόρνης γυναικός μνείαν
ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου Πάθους μικρόν
τούτο γέγονε.
Αναβαίνοντος
του Κυρίου εις Ιεροσόλυμα και παραγενομένου εν τη οικία του λεπρού Σίμωνος,
προσήλθεν Αυτώ πόρνη γυνή και κατέχεεν επί της κεφαλής Αυτού το πολύτιμον
εκείνο μύρον. Ετάχθη δε παρά των θεοφόρων Πατέρων, όπως επιτελήται κατά την
σήμερον η ανάμνησις του γεγονότος εκείνου, ίνα, κατά τον του Σωτήρος λόγον,
απανταχού και εν πάση τη οικουμένη ανακηρύττεται το θερμότατον εκείνης έργον.
Πόθεν δε η γυνή αύτη κινηθείσα ήλθε και ήλειψε τον Κύριον με το μύρον; Ασφαλώς
διότι είδε το συμπαθές του Σωτήρος Χριστού προς τους αμαρτωλούς και το προς
πάντας κοινωνικόν και μάλιστα τώρα, ότε είδεν αυτόν εισελθόντα εις την οικίαν
του λεπρού, τον οποίον ακάθαρτον και απηγορευμένον εις κοινωνίαν ορίζει ο
νόμος. Διελογίσθη λοιπόν η γυνή, ότι όπως εκείνου την λέπραν υπέμεινεν, ούτω
και αυτής θέλει ανεχθή την νόσον της ψυχής. Ανακειμένου λοιπόν του Κυρίου επί
του δείπνου, εκχέει η γυνή επί της κορυφής Αυτού το πολύτιμον μύρον, του οποίου
η αξία ήτο τριακοσίων δηναρίων. Τούτο ιδόντες οι Μαθηταί, και μάλιστα ο Ιούδας,
επετίμησαν την γυναίκα. Αλλ’ ο Κύριος υπερημύνθη αυτής, ίνα μη το καλόν αυτής
σκοπόν ανακόψωσιν.