Ἀκούσαμε στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, γνωρίζοντας τίς προφητεῖες περί ἀποστασίας τοῦ Ἰούδα καί ὅτι τήν ἐπισκοπή του θά τήν λάμβανε ἕτερος, ἐπέλεξαν δύο καί τούς ἔστησαν, ἐν τῷ μέσῳ τῆς συνάξεώς τους καί προσευχήθηκαν νά ἀναδείξει τόν ἕναν, τό Πνεῦμα τό Ἁγιο, τό ὁποῖο ἐτάζει νεφρούς καί καρδίας.
Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό ἐγνώριζε, ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού θά ἔφτανε μέχρι τό τέλος, τό μαρτύριο δηλαδή, ὀμολογώντας στόν κόσμο, τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κοιτᾶχτε ὅμως τώρα, λέει καί οἱ δύο αὐτοί πού ἐπιλέγουν οἱ Ἀπόστολοι, νά ἔχουνε ζήσει λέει, ὅλες τίς φάσεις τοῦ Χριστοῦ, τῆς πορείας Του στή γῆ. Νά γνωρίζουν δηλαδή τή Γέννηση, τήν Ἐνηλικίωση, τά Θαύματα, τό Μαρτύριο, καί κυρίως τήν Ἀνάσταση. Γιά νά μποροῦν ἀπό αὐτούς νά ἐπιλέξουν, ὥστε νά ἔχουν, νά εἶναι αὐτόπται μάρτυρες καί αὐτήκοοι, πού θά ὁμολογοῦσαν ἀκριβῶς τό φοβερό αὐτό μυστήριο, τῆς Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τό μυστήριο δηλαδή τῆς θείας οἰκονομίας μέ τέλος τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη καί βέβαια τήν Ἁγία Πεντηκοστή.