ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ


 

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ


Λόγος εις την σεβασμίαν Περιτομήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Κατά τέσσαρας τρόπους δύναται να γίνη η ευεργεσία, ευλογημένοι Χριστιανοί· πρώτον δια χρημάτων, δεύτερον δια του σώματος, τρίτον με τέχνην και τέταρτον με λόγον. Διότι, όταν τις ίδη άλλον άνθρωπον πτωχόν και ενδεή, ο οποίος είναι υστερημένος τροφής ή ενδύματος ή άλλων αναγκαίων πραγμάτων και του δώση χρήματα και τον βοηθήση εις την ανάγκην του, τότε εκείνος λέγεται, ότι προσέφερε την ευεργεσίαν και την βοήθειαν δια χρημάτων.

«…θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας…» Μέγας Βασίλειος ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

Ὁ Θεός ἔδωσε στούς Ἁγίους Του, τήν μακαριότητα μέ τόν λόγο τῆς Σοφίας Του καί τῆς γνώσεως. Αὐτό τό ἔκανε ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά δοῦμε, μέ τήν πνευματική γνώση, τούς ἀπόκρυφους θησαυρούς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν πού μᾶς χάρισε διά τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά γνωστοποιήσουμε στούς πλησίον μας, μέ τόν λόγο τῆς Σοφίας Του, τόν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητός Του, ἤτοι τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου ζωῆς τά ὁποῖα ἑτοίμασε νά ἀπολαύσουν Ἐκεῖνοι πού Τόν ἀγαποῦν ἀπό καταβολῆς κόσμου. Ὅλη ἡ Ἀλήθεια ἐνσαρκώθηκε, ἐνηνθρώπησε.

Τό κεφαλαιῶδες χαρμόσυνο μήνυμα πού κομίζει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό ἑξῆς: «Τό νά εἶσαι ἄνθρωπος δέν σημαίνει τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά εἶσαι ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀληθείας κατά Χάριν». Ὁ Μέγας Βασίλειος, σεβαστή γερόντισσα, πού ἑορτάζουμε καί τιμοῦμε, εἶναι ὁ ἀκραιφνής δογματικός θεολόγος. Ἡ διδασκαλία του εἶναι ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Ἔτρεχαν ὅλοι στόν Μέγα Βασίλειο νά τόν ἀκούσουν, γιά νά διασφαλίσουν τήν ἀλήθεια. Ἐξῆλθεν ὁ λόγος του εἰς πᾶσαν τήν γῆν, ὡς Γνήσιος ἑπόμενος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἐδογμάτισαν θεοπρεπῶς καί ἦταν τό στόμα καί ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ στά Ἔθνη· τοιουτοτρόπως καί ὁ Μέγας Βασίλειος θεοπρεπῶς ἐδογμάτισε καί ἀπεδείχθη ὅτι ἐκήρυττε καί αὐτός θεοπρεπῶς, δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός καί οἱ Ἀπόστολοι, τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Φώτης Κόντογλου - Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!

O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.

Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες,καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.