Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰσλὰμ θεωρεῖται ὡς μία ἀπὸ τὶς τρεῖς βασικὲς μονοθεϊστικὲς θρησκευτικὲς ὁμάδες τοῦ κόσμου, πλάι στὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Χριστιανισμό. Ἐπίσης, κατατάσσεται στὶς λεγόμενες ἀβρααμικὲς θρησκεῖες (Abrahamic Religions), ποὺ ὑποτίθεται ὅτι σχετίζονται μὲ τὴν Ἁγία Γραφή.
Δυστυχῶς, ἐλάχιστοι ἔχουν τὴν γνώση (ἢ τὸ θάρρος) νὰ ὁμολογήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι τὸ Ἰσλὰμ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ ἢ μὲ τὸν Χριστιανισμό, ἀλλὰ μὲ τὸν Ἑβραϊκὸ Γνωστικισμὸ (φιλοσοφικὸ σατανισμὸ) καί, πιὸ συγκεκριμένα, μὲ τὸν λεγόμενο μονιστικὸ ἢ μονοθεϊστικὸ Γνωστικισμό.
Τὸ παρακλάδι τοῦ Γνωστικισμοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ πρόδρομο τοῦ Ἰσλάμ, ἦταν οἱ λεγόμενοι Ἐβιονίτες (ἢ Ἐβιωναῖοι), ποὺ ἐξαπλώθηκαν στὴν περιοχὴ τῆς Μεσοποταμίας ἤδη ἀπὸ τὸν 2ο αἰ.μ.Χ. Οἱ Ἐβιονίτες πίστευαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Μωυσῆς, ποὺ ἔγινε προφήτης τοῦ θεοῦ κατὰ τὴν βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη, ὅπου τὸν υἱοθέτησε ὁ θεός. Αὐτὴ ἡ θεωρία ὀνομάζεται υἱοθετισμὸς (adoptionism).