Τροπάριον.
Νοείν σου
ου δύναμαι, των λόγων την ακρίβειαν· θαύματα γαρ γέγονε πολλάκις, θεία δυνάμει
τερατουργούμενα, σύμβολα και τύποι νομικοί, τέτοκε Παρθένος δε, απειράνδρως
ουδέποτε.
Ερμηνεία.
Επειδή
εις το ανωτέρω Τροπάριον ανέφερεν ο Γαβριήλ εις πληροφορίαν της Παρθένου την
παρομοίωσιν της βροχής και του ποκαρίου των μαλλίων· δια τούτο εις τούτο το
Τροπάριον διαπορεί ακόμη η Παρθένος και αποκρίνεται προς τον Άγγελον, λέγουσα·
δεν δύναμαι, ω Άγγελε, να νοήσω καλώς την ακρίβειαν των ιδικών σου λόγων, ήγουν
την ομοιότητα όπου ανέφερες της βροχής και του ποκαρίου των μαλλίων· ασύγκριτος
γαρ είναι η ιδική μου σύλληψις και γέννησις με την ομοιότητα αυτήν· κανένα
ομοίωμα, ή παράδειγμα του Κόσμου τούτου δεν δύναται να παραστήση με τελειότητα
το Μυστήριον. Ο μεν μέγας Βασίλειος επαρωμοίασε την ένωσιν ταύτην με τον
πεπυρακτωμένον σίδηρον· ο δε Θεοδώριτος, με το εμφυλιζόμενον δένδρον· ο δε
Αυγουστίνος, με το νόημα και με το σημείον (το γράμμα) του νοήματος· άλλοι, με
την ένωσιν της ψυχής και του σώματος· άλλοι επαρωμοίασαν αυτό με την ίριν·
καθώς γαρ εις την ίριν ευρίσκονται τρία χρώματα γαλάζιον (ηεράνεον), πράσινον,
και κόκκινον· ούτω και εις τον Χριστόν ταύτα ευρίσκοντο· το γαλάζιον, καθ΄ ο
αυτός ήτον ουράνιος ως Θεός, και δια την ουράνιον ζωήν του· το πράσινον, δια το
χλοερόν των χαρισμάτων του· και το ερυθρόν, δια την χύσιν του αίματος της
ανθρωπότητός του· και άλλοι άλλως· κανένα όμως από τα παραδείγματα αυτά και
ομοιώματα δεν δύναται να παραστήση την ένωσιν ταύτην και το Μυστήριον εντελώς
και κατά πάντα. Βεβαιοί δε τούτο καλώς και Ιωάννης ο Δαμασκηνός· «Ουκ ανάγκη
παντελώς και ανελλιπώς εσικέναι τα παραδείγματα· το γαρ εν πάσιν όμοιον ταυτόν
αν είη, και ου παράδειγμα, και μάλιστα επί των θείων· αδύνατον γαρ εν πάσιν
όμοιον ευρείν παράδειγμα επί τε της Θεολογίας, επί τε της Οικονομίας» (Βιβλ. γ΄
73). Ναι, λέγει η Παρθένος, ακούομεν ότι πολλά μεν θαύματα έγιναν πολλές φορές
εις τους παλαιούς χρόνους, τόσον προ Νόμου, όσον και εν Νόμω και μετά Νόμον· τα
οποία εθαυματουργήθησαν, όχι με τους όρους της φύσεως, αλλά με την του Θεού
υπερφυσικήν δύναμιν· στείραι δηλαδή εγέννησαν παραδόξως· γηραλέαι ετεκνοποίησαν·
ποκάρια μαλλίων εβράχησαν μόνον, και πάλιν έμειναν ξηρά· γη υγραινομένη και
πάλιν ξηραινομένη υπήρξε· ράβδοι ξηραί εβλάστησαν καρύδια· πέτραι ξηραί
ανέβλυσαν ύδατα· και άλλα πάμπολλα, τα οποία ήτον τύποι και σύμβολα του
Μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως, υπό του παλαιού Νόμου προεικονιζόμενα· δεν
ηκούσθη δε καμμίαν φοράν και ότι εγέννησε Παρθένος χωρίς πείραν ανδρός, ούτε
ηκούσαμέν ποτε να ενωθή εις εν και το αυτό υποκείμενον κατά τον αυτόν καιρόν παρθενία
και τόκος, και η αυτή να είναι κατά ταυτό και Παρθένος και Μήτηρ, Παρθένος μεν
κατά φύσιν, Μήτηρ δε υπέρ φύσιν· τούτο από του αιώνος ου γέγονε, τούτο ου
γίνεται, τούτο δεν θέλει γένει ποτέ ποτέ. Όθεν δίκαιον είχε να ειπή ο Ιερός
Αυγουστίνος τα θαυμαστά ταύτα λόγια περί του φρικτού και υψηλού Μυστηρίου της
θείας ενανθρωπήσεως, ήγουν ότι τρεις ενώσεις εποίησεν ο Θεός εις το Μυστήριον
τούτο, τόσον θαυμαστάς, ώστε ούτε έγιναν, ούτε θέλουν γένει · ηνώθη Θεός και άνθρωπος· ηνώθη Μήτηρ και Παρθένος·
ηνώθη πίστις και καρδία ανθρώπου· ηνώθη πρώτον Θεός και άνθρωπος· επειδή ο του
Θεού Υιός και Λόγος και η ψυχή και το σώμα ενώθησαν εις εν πρόσωπον, και ταύτα
τα τρία εγένοντο εν: ήτοι μία υπόστασις, χωρίς τροπήν ή σύγχυσιν ή αλλοίωσιν
των ουσιών· αύτη είναι η πρώτη και υπερτελεστάτη ένωσις. Ηνώθη δεύτερον Μήτηρ
και Παρθένος· η ένωσις αύτη είναι αξία παντός θαύματος· επειδή εκ του αιώνος
δεν ηκούσθη τοιούτον παράδοξον, να είναι Παρθένος η γεννήσασα Μήτηρ, και
αντιστρόφως η γεννήσασα Μήτηρ να μείνη πάλιν Παρθένος. Ηνώθη τρίτον πίστις και
καρδία ανθρώπου· και η ένωσις αύτη θαύματος αξία τη αληθεία εστίν· επειδή με
ποίον τρόπον η καρδία του ανθρώπου πληροφορείται τα ανωτέρω δύο θαύματα; Ή πως
δίδει πίστιν και συγκατάθεσιν αδιάκριτον, ότι αυτά είναι αληθέστατα, εις καιρόν
όπου υπερβαίνουσιν όλους σχεδόν τους νόμους της φύσεως; Πως εμπορεί να πιστεύη
ότι ο Θεός γέγονεν άνθρωπος; Και ότι η γεννήσασα αυτόν μήτηρ, Παρθένος ούσα προ
του γεννήσαι, Παρθένος πάλιν διέμεινεν; Δίκαιον είχεν ο αυτός Αυγουστίνος να
ειπή εις το πρώτον μέρος των ζητημάτων του, ότι ο Θεός ως παντοδύναμος εδύνατο
να κάμη και άλλα τελειότερα κτίσματα, έξω μόνον από τρία, τα οποία δεν δέχονται
προσθήκην, ούτε αύξησιν: ήτοι την ανθρωπότητα του Σωτήρος Χριστού, την
θεομητορικήν αξίαν της Αειπαρθένου Μαρίας, και την αϊδιον δόξαν των μακαρίων
(Θέατρ. Πολιτ. Κεφ. ιζ΄). Δίκαιον είχε και ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος να ειπή ότι
δώδεκα λογιών γίνεται η ένωσις, κατά σωρείαν, ως επί διαφόρων ξηρών: ήτοι
σίτου, κριθής, κέγχρου και άλλων· κατά κράσιν, ως επί δύο υγρών, ύδατος και
οίνου· κατά φύσιν, ως επί ξηρού και υγρού, οίον αλεύρου και ύδατος· κατά
ανάμιξιν, ως επί διαφόρων αλεύρων· κατά σύγχυσιν, ως επί τηκτών: ήτοι χρυσού
και αργύρου, ή κηρού και πίσσης· κατά αρμονίαν, ως επί λίθον· κατά παράθεσιν,
ως επί σανίδων· κατά συναλοιφήν ή έκσπασιν, ως επί λαμπάδος εκ πυρός
προερχομένης και πάλιν αυτώ ενουμένης· κατά κόλλησιν, ως επί χαλκού και
μολύβδου· κατ΄ ουσίαν, ως επί ατόμων· κατά σχέσιν, ως επί φίλων και γνωρίμων
εις εν θέλημα συνερχομένων· και κατά σύνθεσιν, ως επί ψυχής και σώματος. Η δε
καθ΄ υπόστασιν ένωσις του Θεού Λόγου μετά της ανθρωπότητος πάσαν ένωσιν
υπερβαίνει (Τόμω β΄Λόγος β΄ εις τον Ευαγγελισμόν). Τα αυτά σχεδόν λέγει και ο
Βαρίνος εν τη λέξει, Ένωσις. Ένωσις δε καθολικώτερον μεν νοείται, κατά τον
αυτόν Βαρίνον, διεστώτων πραγμάτων κοινή συνδρομή, ετυμολογουμένη από του, εις
εν ώσαι: ήτοι συνωθήσαι τα πράγματα· η δε καθ΄ υπόστασιν ένωσις του Χριστού
ιδιαίτερόν εστιν, η εν τη μήτρα της αγίας Παρθένου των δύο φύσεων συνδρομή,
Θεότητος δηλονότι και ανθρωπότητος· δια τούτο δίκαιον είχεν η Παρθένος να λέγη
προς τον Άγγελον ότι τοιούτον θαύμα από του αιώνος ου γέγονεν· όθεν και ο
Θεολόγος Γρηγόριος την ένωσιν ταύτην είπε καινήν μίξιν, και παράδοξον κράσιν,
(Λόγος εις τα Γενέθλια)· καινήν μεν μίξιν, δια τα αχώριστον των δύο φύσεων·
παράδοξον δε κράσιν, ως μη συγχύσεως επ΄ αυτών γενομένης.