Σ’ αὐτό συνηγοροῦν οἱ ἴδιες οἱ ἐκφράσεις τοῦ παρόντος Κανόνος, ὁ ὁποῖος, τούς φορεῖς κατεγνωσμένης αἱρέσεως, τούς ὀνομάζει «ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους»
καί πρίν τήν καταδίκη των ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Αὐτό τό ἀναφέρομε καί θά τό ἐκθέσωμε ἐκτενέστερα κατωτέρω, ἐπειδή στίς ἡμέρες μας ἔχουν διαστραφῆ οἱ ἔννοιες καί ἐμεῖς σήμερα, θεωροῦμε κατεγνωσμένο αἱρετικό, ὄχι τόν φορέα κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἀλλά τόν καταδικασμένο ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Αὐτό ὅμως εἶναι ἐξώφθαλμα λανθασμένο σύμφωνα μέ τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα διότι τότε, α) δέν ὑπῆρχε οὐδεμία ἀνάγκη νά γραφῆ τό ἀκροτελεύτιο μέρος τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι οὐδείς Ὀρθόδοξος κοινωνοῦσε μέ καταδικασμένο αἱρετικό, καί ἂν κοινωνοῦσε, θεωρεῖτο παρευθύς κι αὐτός αἱρετικός, β) δέν ἀξίζει καμιά ἰδιαίτερη τιμή σέ κάποιον πού ἀποφεύγει τόν αἱρετικό, ἀφοῦ αὐτό εἶναι στοιχειῶδες καθῆκον του, γ) διότι ὁ Κανών ἀναφέρεται σέ Ἐπίσκοπο πού κηρύττει αἵρεσι, ἀλλά δέν ἔχει καταδικασθῆ ἀκόμα ἀπό Σύνοδο. Παρόλα αὐτά ὁ ἱερός κανών δέν τόν ὀνομάζει Ἐπίσκοπον, ἀλλά ὁμιλεῖ γιά τόν
«καλούμενον Ἐπίσκοπον», αὐτόν δηλαδή πού μόνον τό ὄνομα φέρει τοῦ Ἐπισκόπου, στήν πραγματικότητα ὅμως δέν εἶναι Ἐπίσκοπος, ἀλλά, ὅπως ξεκάθαρα τόν ἀποκαλεῖ
στήν συνέχεια, εἶναι «ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος», δ) ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ὁ φορέας τῆς κατεγνωσμένης αἱρέσεως εἶναι «ὄντως» Ἐπίσκοπος, τότε, οἱ ἀποσχιζόμενοι ἀπό αὐτόν, ἐφ’ ὅσον ἀποσχίζονται ἀπό κανονικό Ἐπίσκοπο,
δημιουργοῦν σχίσμα καί δέν θεραπεύουν τό σχίσμα ὅπως διδάσκει ὁ παρών Κανών καί ἄρα ὁ Κανών αὐτός θά περιεῖχε ἀντιφατικά καί μεταξύ τους ἀντικρουόμενα στοιχεῖα. Ὡς ἐκ τούτου ἡ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ κατεγνωσμένης αἱρέσεως ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο δέν ἔχει τόσο τήν ἔννοια τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό αὐτόν (διότι ἡ καταδίκη ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια θά βοηθοῦσε μόνον ὅσους εἶναι τελείως ξένοι καί ἄγευστοι στά θέματα τῆς πίστεως), ἀλλά κυρίως ἔχει σκοπό τήν προστασία τῶν Ὀρθοδόξων καί τήν ὁμολογία καί συμπόρευσι τῆς Συνόδου μέ τήν διαχρονική πίστι τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ὑποτεθῆ ὅτι οἱ αἱρετικοί, καί μάλιστα κατεγνωσμένης αἱρέσεως, μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου, Ἐφεσ. 5,27, ἄσπιλος καί ἄμωμος, ἀλλά ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Διότι οἱ λέξεις ἄσπιλος καί ἄμωμος καί ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη δέν ἔχουν τήν ἔννοια τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν ἑκάστου, ἀλλά κυρίως ἀναφέρονται εἰς τήν ἀληθινή καί ὀρθόδοξον πίστι διά τῆς ὁποίας ἐνσωματούμεθα καί ἄνευ
τῆς ὁποίας ἀποτεμνόμεθα ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης ἄν ὑποτεθῆ ὅτι οἱ αἱρετικοί κατεγνωσμένης αἱρέσεως μέχρι τήν καταδίκη των εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε τό σῶμα αὐτό δέν εἶναι διαχρονικά ὁμοιόμορφο κατά τήν πίστι, ἀλλά ὅταν ἐπικρατοῦσε ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν Ὀρθόδοξο, ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁ Ἀρειανισμός ἦτο Ἀρειανικό, Πνευματομάχο, Μονοφυσιτικό, Εἰκονομαχικό, Παπικό,
ἀνάμεικτο κατά τόν τύπο τοῦ ἱπποκενταύρου, σήμερα δέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι Οἰκουμενιστικό, ἐφ’ ὅσον σήμερα ὁ Οἰκουμενισμός ἐπεκτείνεται παντοῦ, ὅπως κάποτε ὁ Ἀρειανισμός. Ἀπό ὅσα λοιπόν ἀναφέραμε γίνεται φανερό ὅτι ὁ φορέας κατεγνωσμένης αἱρέσεως εἶναι, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, ξένος πρός τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὡς ἐκ τούτου «ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος» σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ παρόντος Κανόνος. Ἡ ἀπόφασις δέ τῆς Συνόδου περί ἀποκοπῆς καί καταδίκης του ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἀποδοχῆς τῆς λόγῳ αἱρέσεως ἀποκοπῆς του ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν τύπο τῆς παραιτήσεως κάποιου δι’ αἰτήσεώς του ἀπό κάποιο ὀργανισμό, Σύλλογο κλπ. Αὐτό ἀκριβῶς ἀναφέρει καί τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς.