Τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ, ἴαμα
τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν μας
Σέ λίγες μέρες θά κληθοῦμε
ἀπό τήν Ἐκκλησία μας νά συμμετάσχουμε στά Πάθη καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
μας, μέ ἕνα ξεχωριστό τρόπο. Οἱ κατανυκτικοί ὕμνοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, μέ
τήν ἁγιοπνευματική διεισδυτικότητά τους στήν ἀνθρώπινη ψυχή, μᾶς ἐξηγοῦν μέ κάθε
λεπτομέρεια ποιά εἶναι τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ, τό πῶς ἔπαθε καί ποιά εἶναι ἡ σχέση
τῶν Παθῶν αὐτῶν μέ τόν καθένα μας. Μαθαίνουμε ἀπό τούς ὕμνους αὐτούς ὅτι τό Πάθος
τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑκούσιο, ἀλλά ὁ νοῦς μας, μαθημένος νά σκέπτεται βιωτικά καί
γήϊνα, δέν μπορεῖ χωρίς πνευματική χειραγωγία νά συλλάβη τό πῶς αὐτό τό«ἑκούσιον
Πάθος» τοῦ Χριστοῦ μας ἀφορᾶ ἄμεσα ὅλους ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους καί καθορίζει ὁλόκληρο
τό Μυστήριο τῆς Σωτηρίας μας. Εἶναι ἀπαραίτητη, λοιπόν, ἡ θεολογική χειραγωγία
μας, ὥστε νά εἴμεθα εἰς θέσιν νά κατανοήσουμε
τό πῶς κατεργάσθηκε ἡ Θεία Χάρις τήν Σωτηρία μας, ἀναπληρώνοντας ὅλα τά κενά
καί τίς ἐλλείψεις τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρωπίνης φύσεώς μας. Ὁ πνευματικός
βηματισμός μας πρέπει νά εἶναι πολύ προσεκτικός, γιατί στό θέμα αὐτό ὑπάρχει μεγάλη
θεολογική σύγχυση, ἀκόμη καί σέ Πανεπιστημιακούς Καθηγητές Θεολογίας, πρᾶγμα
πού ἔχει ἀπό τό 1989 γίνει φανερό μέσῳ δημοσίου γραπτοῦ θεολογικοῦ διαλόγου,
πού προκάλεσε εὐλαβής καί παραδοσιακός καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων, ἐπικρίνοντας
μέ ἀντορθόδοξα ἐπιχειρήματα τό ἄρθρο μου «Διεκινδύνευσε ὁ Χριστός;»1, μέ τό ὁποῖο
εἶχα ἀνασκευάσει –ὅπως ἔγραφα τότε– «τίς ἐσφαλμένες διατυπώσεις τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου
Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ περί τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ».