θ΄. Τό ἐπιχείρημα ὅτι οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται,
ἀλλά μόνον οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι καί μνημονεύουν.
Οἱ λαϊκοί συνεπῶς ἀκολουθοῦν καί συντάσσονται μέ τούς ἀποτειχισμένους κληρικούς. Μέ αὐτό τό ἐπιχείρημα δηλώνονται τά ἑξῆς:
1. Ἐφ’ ὅσον οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται, ἀλλά οἱ κληρικοί, σημαίνει ὅτι αὐτοί δέν μολύνονται ἀπό τήν αἵρεσι καί τρόπον τινά ἡ αἵρεσις αὐτούς δέν τούς ἀγγίζει.
2. Ὀ μολυσμός ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι μεταδίδεται μόνο εἰς τά ἀνώτερα στρώματα, στίς κεφαλές ἤ καλύτερα στούς ἔχοντας τά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα.
3. Ὅτι οἱ λαϊκοί ἔμειναν ἀπροστάτευτοι ἀπό τούς ἁγίους καί τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας εἰς τό θέμα αὐτό καί εἶναι καταδικασμένοι νά ὑποτάσσωνται εἰς τήν αἵρεσι, ἐφ’ὅσον δέν εὑρεθοῦν κληρικοί νά ἀποτειχισθοῦν.
4. Ὅτι τέλος, ἐφ’ ὅσον δύνανται νά ἀκολουθήσουν ἄλλη ὁδό ἐν καιρῷ αἱρέσεως, εἶναι ἀνεύθυνοι διά τήν ἐξέλιξι καί πορεία τῆς αἱρέσεως καί τήν κατάσβεσι τῆς αἱρετικῆς πυρκαϊᾶς καί κατά κάποιον τρόπο δέν θά ἐλεχθοῦν, οὔτε θά δώσουν λόγο στόν Θεό δι’ αὐτήν τους τήν στάσι. Αὐτά ὅλα βεβαίως δέν ἰσχύουν καί μόνον ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι ἀνέκαθεν ὁ λαός ἐθεωρήθη ὁ τελευταῖος φύλακας τῆς πίστεως, τό ὀχυρό ἐκεῖνο πού ἄν πέση χάνεται ὁ πόλεμος καί νικᾶ ὁ ἐχθρός κατά κράτος. Πῶς ὅμως εἶναι ὁ τελευταῖος φύλακας τῆς πίστεως, τήν στιγμή πού ἐξαρτᾶται
ἀπό τήν ἀποτείχισι τῶν κληρικῶν καί ἄν αὐτή δέν ὑπάρξη, καταθέτουν πάραυτα τά ὅπλα; Πῶς πάλι θά κρατήσουν τό ἀξίωμα καί τήν θέσι τοῦ φύλακος, ἄν δέν ἔχουν μία αὐτονομία καί ἀνεξαρτησία νά κινηθοῦν ἐνστικτωδῶς καί αὐτοβούλως, ἐφ’ ὅσον προδίδεται ἡ πίστις; Ὑπάρχει ἄραγε εὐθύνη, ἐφ’ ὅσον κάποιος δέν μπορεῖ νά ἀντιδράση στό κακό, ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀντίδρασι κάποιων ἄλλων;
Περιττό βεβαίως νά ἀναφέρωμε ὅτι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεμάτη ἀπό ἀποτειχίσεις λαϊκῶν (πολλές ἀπό τίς ὁποῖες προαναφέραμε) καί μάλιστα πολλές φορές αὐτοί παρακινοῦν, στηρίζουν καί προστατεύουν τούς κληρικούς εἰς τήν ἰδική των ἀποτείχισι.
Ὡς ἐπισφράγισμα εἰς αὐτό τό ἐπιχείρημα θά ἀναφέρωμε τά λόγια τοῦ Πατριάρχου Ἀθανασίου τοῦ Β΄ πρός τούς Κυπρίους λαϊκούς διά τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς κληρικούς των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποταχθῆ στούς λατίνους κατακτητές τόν 12ο καί 13ο αἰῶνα. «Ἐπισκήπτομαι πᾶσι τοῖς ἐν τῇ Κύπρῳ λαϊκοῖς, ὅσοι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδί ἀπό τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, καί μηδέ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθαι, μηδέ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν λαμβάνειν τήν τυχοῦσαν · κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ θεῷ προσεύχεσθαι κατά μόνας, ἤ ἐπ’ ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετά τῶν λατινοφρόνων · εἰ δ’ οὖν, τήν αὐτήν αὐτοῖς ὑφέξετε κόλασιν» (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, τόμ. Β΄, σελ. 26).
Συνεχίζεται.