Αὐτό
μόνο προσθέτομε διά νά κατανοήσωμε ὡς
εἰς καθρέπτη ἀπό τή διδασκαλία τοῦ ὁσίου, τό ποῦ
ἐμεῖς σήμερα εὑρισκόμεθα, ὅτι στίς ἡμέρες μας ὄχι μία, ἀλλά πολλές εὐαγγελικές ἐντολές ἔχομε συνοδικῶς
καταργήσει, ἀλλοιώσει καί
μεταστρέψει καί ἐπιπλέον ὅτι, ὅσους σήμερα
θέλουν νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό αὐτούς
τούς Ἐπισκόπους πού ψαλιδίζουν
καί ποδοπατοῦν τό Εὐαγγέλιο, τούς θεωροῦμε σχισματικούς. Κάτι ἀκόμη τελευταῖο θά ἀναφέρωμε, τό ὁποῖο θεωροῦμε ὅτι
ἔχει μεγίστη σημασία διά
τήν ἰδική μας ἐποχή, πρίν κλείσομε τήν μικρή ἀναφορά μας εἰς τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Ἐρωτήθηκε σέ ἐπιστολή
ἀπό τόν μοναχό Ναυκράτιο,
γιατί ὁ ἅγ. Κύριλλος δέν ἀπετειχίζετο ἀπό τους ἀνατολικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι
δέν διέκοψαν πάραυτα τήν μνημόνευσι τοῦ
αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου Θεοδώρου Μοψουεστίας, ἀλλά γιά ἕνα μικρό χρονικό διάστημα τόν
ἐμνημόνευον
εἰς τά δίπτυχα. Ἀπαντῶντας ὁ
ἅγιος κάνει ἐκτενῆ ἀναφορά
γιά τό πότε, πῶς καί
γιατί γίνονται εἰς τά
θέματα τῆς μνημονεύσεως αἱρετικῶν σπανίως κάποιες
οἰκονομίες.
Ἀναφέρει πολλά θαυμάσια
παραδείγματα μέ τά ὁποῖα ἀποδεικνύει, ὅτι
ἡ οἰκονομία σκοπόν ἔχει τήν ἐπαναφορά τοῦ αἱρετικοῦ
εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ἐφ’ ὅσον αὐτός
ἔχει ἀγαθή προαίρεσι. Μεταξύ τῶν παραδειγμάτων παρουσιάζει ὁ ὅσιος τόν ἰατρό
ὁ ὁποῖος
σιγά-σιγά ἐπαναφέρει τον ἀσθενῆ εἰς
τήν ὑγεία, τόν ἄγριο ἵππο τόν ὁποῖο κατ’ ὀλίγο τόν ἐξημερώνομε
καί τό στραβό κλαδί τό ὁποῖο λίγο-λίγο τό ἰσιώνομε καί τό κάνωμε εὐθεία ράβδο. Καταλήγει δέ ὁ ὅσιος ὡς
ἑξῆς: «Οὕτω
κἀν τοῖς ἁγίοις ἐν
ταῖς οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ
ἐν τῷδε˙ μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν ἀνατολικῶν
τό βραδύνουν ἤ προσπαθές προς
τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν
ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως
ἐκήρυττον την πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν
τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες; ἐπειδή
πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν
οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει. ἔπειτα, ὅτε αὐτοῖς ἀνῆψεν
ὁ τέλειος νοῦς, τότε αὐτοῖς συναφθέντος κατά πάντα τοῦ ἁγίου ἴσως»
(Ἐπιστ. 49, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, Φατοῦρος
142,79, P.G. 99, 1088A).
Tό τμῆμα
αὐτό τῆς ἐπιστολῆς
τοῦ ὁσίου, μαζί μέ τά παραδείγματα
τά ὁποῖα ὁ ἴδιος
ἀναφέρει, τά παραθέσαμε διά
νά καταδείξωμε τήν διαχρονική συμφωνία τῶν
ἁγίων
εἰς
τό θέμα τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν
αἱρετικῶν καί τῆς ἀποτειχίσεως.
Βλέπουμε δηλαδή ἐδῶ τόν ὅσιο να δικαιολογῆ
μέ θαυμάσιο τρόπο τήν οἰκονομία
πού ἔκανε ὁ ἅγ. Κύριλλος, νά μήν ἀποτειχισθῆ
προσωρινά, ὄχι ἀπό τον αἱρετικό Θεόδωρο Μοψουεστίας, ἀλλά ἀπό αὐτούς
πού τον ἐμνημόνευαν εἰς τά δίπτυχα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ διακοπή τῆς
μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ, πρό συνοδικῆς
ἀποφάσεως, ἦτο Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί δι’ αὐτό
ἔπρεπε να δικαιολογηθῆ οἱαδήποτε οἰκονομία
ἤ ὀλιγωρία ἐγίνετο
εἰς τό σοβαρό αὐτό θέμα τῆς πίστεως. Ἀναφέρει λοιπόν εἰς το ὡς ἄνω
χωρίο ὅτι, ὁσάκις μνημονεύεται κάποιος Ἐπίσκοπος, (εἴτε εἰς τά δίπτυχα εἴτε
εἰς τήν προσκομιδή ἤ τίς αἰτήσεις ὡς
οἰκεῖος Ἐπίσκοπος), αὐτός
ἐξυπακούεται ὅτι εἶναι
Ὀρθόδοξος,
δι’ αὐτό σημειώνει: «μικρόν
γάρ πάντως ἀνέμενε (ὁ ἅγ. Κύριλλος) τῶν
ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν». Ἡ
κατάληξις μετά ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω τοῦ
ὁσίου, «πᾶς ὀρθοδοξῶν
κατά πάντα πάντα αἱρετικόν
δυνάμει, κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει» εἶναι ὄντως μεγαλοπρεπής. Δηλαδή ὁσάκις μνημονεύομε τόν Ἐπίσκοπο, τόν ἀναγνωρίζομε
ὡς Ὀρθόδοξο καί ὁσάκις διακόπτομε τήν
μνημόνευσί του λόγῳ αἱρέσεως, τόν ἐκλαμβάνομε διά τόν λόγο αὐτό ὡς ἀναθεματισμένο.
Ἐμεῖς σήμερα ἀντιθέτως πρός αὐτήν τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’
ἑνός μέν ὁμολογοῦμε ὅτι
οἱ Ἐπίσκοποι ἔχουν βυθισθῆ στήν αἵρεσι τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ἀφ’ ἑτέρου
δέ τούς μνημονεύομε, ὁμολογοῦντες δι’ αὐτοῦ τοῦ
τρόπου ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ἐπί
πλέον δέ προσπαθοῦμε νά
στηριχθοῦμε στήν οἰκονομία αὐτή τοῦ ἁγ.
Κυρίλλου καί να παρουσιάσωμε τούς ἁγίους
ὡς δεικνύοντες ἀνοχή, μνημονεύοντες τούς αἱρετικούς. Ὅλα αὐτά βεβαίως γίνονται διά νά δικαιολογήσωμε τήν ἀπραξία μας, τό βόλεμά μας καί
τόν ἐφησυχασμό μας,
παρουσιάζοντάς τα μάλιστα ὡς
μεγίστη διάκρισι. Κατ’ αὐτόν
τόν τρόπο, ἐνῶ οἱ ἅγιοι
μᾶς παρουσιάζουν μία ἑνιαία ὁμότροπη διαχρονική παράδοσι εἰς τό θέμα τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως λόγῳ
αἱρέσεως, ἐμεῖς ἀπεναντίας
τούς παρουσιάζομε ὡς
διαφωνοῦντας και ἀντιμαχομένους.