Ὁ παρών λοιπόν Κανών καθιστᾶ ὑπευθύνους ὅλους τούς Ὀρθοδόξους εἰς τό θέμα τῆς διακρίσεως τῶν ἀληθινῶν Ἐπισκόπων ἀπό τούς ψευδεπισκόπους. Αὐτό βεβαίως τό ἀπαιτεῖ καί ὅλη ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις τήν ὁποία ἐπισφραγίζει καί τρόπον τινά συνοψίζει ὁ ἐν λόγῳ Κανών. Τό φοβερό ὅμως καί συγχρόνως ἀναγκαῖο εἶναι ὅτι δέν εἶναι ἀρκετή μόνο ἡ διάγνωσις τοῦ ψευδεπισκόπου, ὅπως δέν εἶναι ἀρκετή ἡ διάγνωσις τοῦ ἔχοντος τήν μολυσματική ἀσθένεια, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτόν. Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως ὁ κάθε πιστός γίνεται κριτής καί δικαστής πρό συνοδικῆς κρίσεως, τοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος Ἐπισκόπου καί «στέλλεται» ἀπό αὐτόν σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν: «Παραγγέλλομεν δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν» (Β΄ Θεσσ. 3, 6).
Ἡ ἔκφρασις λοιπόν τοῦ παρόντος Κανόνος «οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκπίπτει ἀπό τό
ἀξίωμά του μόνο καί μόνο ἐπειδή σφάλλει στά θέματα τῆς πίστεως καί δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Σημαίνει ἐπίσης ὅτι δέν τόν καταδικάζει ὁ ἀποτειχιζόμενος ἀπό αὐτόν, οὔτε πολύ περισσότερο τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις τήν ὁποία κηρύττει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Εἶναι δηλαδή τό ἴδιο μέ τόν ἰατρό, ὁ ὁποῖος δέν καθιστᾶ κάποιον ἄρρωστο μέ τήν γνωμάτευσί του, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἀσθένεια τήν ὁποία αὐτός φέρει· καί ἐπίσης μέ τόν κακοποιό τόν ὁποῖο δέν τόν καθιστᾶ ὡς τοιοῦτο ἡ ἀπόφασις τοῦ δικαστοῦ, ἀλλά οἱ ἴδιες οἱ πράξεις του. Ἄν λοιπόν ἐμεῖς ἀναμένωμε τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων διά νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς εἶναι βέβαιον ὅτι θά σφάλλωμε στά καίρια καί θά ὁδηγηθοῦμε σέ ναυάγιο. Καί βεβαίως, ἐφ’ ὅσον γνωρίζωμε τήν κατάστασι κάποιου, δέν περιμένομε τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων, ἀλλά μέ φόβο καί τρόμο ἀπομακρυνόμεθα ἀπό αὐτούς.
Τό ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι πολύ σημαντικώτερα ἀπό τά ὑλικά καί σωματικά, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε. Καί αὐτό φανερώνει ὅτι ὁ ἐφησυχασμός μας
ἐδῶ ἔχει ἄλλα κίνητρα καί ἄλλο σκοπό. Ἡ δέ θεολογική του ἐπικάλυψις μᾶλλον ἀποσκοπεῖ στόν καθησυχασμό τῆς συνειδήσεως. Ἄν ἐμεῖς τόν ψευδεπίσκοπο τόν ἐκλαμβάνομε ὡς ποιμένα καί ἔχομε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί του διά τῆς μνημονεύσεως καί συνοδοιπορίας, εἶναι φανερό ὅτι ὄχι μόνο εἴμεθα παραβάτες τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Κανόνος, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί ἐπιπλέον γινόμεθα αἰτία νά διαιωνίζεται τό κακό εἰς τήν Ἐκκλησία καί μάλιστα ὄχι οἱοδήποτε κακό, ἀλλά ἡ αἵρεσις ἡ ὁποία προσβάλλει αὐτόν τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.
Συνεχίζεται.