Τρία μέρη έχει η ψυχή του ανθρώπου, από τα οποία και τριμερής ονομάζεται· είναι δε ταύτα τα εξής: α΄) το λογικόν, β΄) το θυμικόν και γ΄) το επιθυμητικόν. Τα τρία ταύτα ουδείς άνθρωπος υπάρχει, ο οποίος να μη τα έχη, διότι είναι φυσικά και ενδιάθετα της ψυχής του, δι’ αυτών δε διαφέρει ο άνθρωπος από τα άλλα ζώα. Και από μεν το θυμικόν και επιθυμητικόν διαφέρει από τα άψυχα· από δε το λογικόν διαφέρει από τα άλογα ζώα. Λογικόν μέρος της ψυχής λέγεται ο λόγος, τον οποίον αναγκαίως έχει πας άνθρωπος. Είναι δε ο λόγος διπλούς· λόγος προφορικός, και λόγος ενδιάθετος. Προφορικός είναι αυτός, τον οποίον ομιλούμεν και ακούει ο εις τους λόγους και τα νοήματα του ετέρου· ενδιάθετος δε είναι αυτός, τον οποίον ομιλεί ο άνθρωπος μέσα εις τον νουν του, τον οποίον δεν δύναται άλλος να καταλάβη, ούτε να ακούση και ο οποίος εργάζεται και όταν κοιμώμεθα. Ο λόγος αυτός, ο ενδιάθετος, είναι τιμιώτερος από τον προφορικόν, ως λέγουσιν οι φιλόσοφοι των Ελλήνων· αλλά και όλοι οι άνθρωποι το ομολογούν, διότι λέγουν με συλλογισμόν τα εξής:
Τη ΙΣΤ΄ (16η) Απριλίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΜΙΧΑΗΛ ο Βουρλιώτης, ο εν Σμύρνη μαρτυρήσας εν έτει αψοβ΄ (1772), ξίφει τελειούται.
Μιχαήλ ο Άγιος Νεομάρτυς κατήγετο από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, ήτο δε χαλκουργός την τέχνην, νέος εις την ηλικίαν έως δέκα οκτώ ετών και ωραίος πολύ εις την όψιν. Απατηθείς δε ούτος από χαλκουργόν τινα Αγαρηνόν, ηρνήθη, φεύ! την Πίστιν του Χριστού, κατά το πρώτον Σάββατον των Νηστειών και υπηρέτει τον Αγαρηνόν με μισθόν. Όταν δε ήλθεν η Αγία Ανάστασις του Κυρίου, ακούων τους συνομηλίκους του και όλους τους Χριστιανούς να εορτάζουν την λαμπροφόρον ημέραν και να ψάλλουν με αγαλλίασιν και χαράν, εντός πανδοχείου τινός, το κοσμοπόθητον τροπάριον «Χριστός Ανέστη», ήλθεν εις αίσθησιν του κακού όπερ έπαθε και μετανοήσας καθ’ εαυτόν δια τούτο, εγκατέλειψε την υπηρεσίαν του και συνέψαλλε και αυτός μετά των άλλων το «Χριστός Ανέστη».
ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Τη αυτή ημέρα, Σαββάτω προ των Βαΐων, εορτάζομεν την έγερσιν του Αγίου και Δικαίου φίλου του Χριστού Λαζάρου του τετραημέρου.
Λάζαρος ο Άγιος και δίκαιος φίλος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του οποίου την εκ νεκρών παρά του Κυρίου ανάστασιν εορτάζομεν σήμερον, ήτο Εβραίος το γένος και Φαρισαίος την αίρεσιν, γεννηθείς εις πόλιν τινά της Ιουδαίας ονόματι Βηθανίαν, κειμένην παρά τους ανατολικούς πρόποδας του όρους των Ελαιών και απέχουσαν από των Ιεροσολύμων περί τα δύο και ήμισυ χιλιόμετρα. Πατήρ του, καθώς λέγεται, ήτο ο Φαρισαίος Σίμων, είχε δε αδελφάς την Μάρθαν και την Μαρίαν, περί των οποίων πολλάκις εν τω Ευαγγελίω ακούομεν. Τον καιρόν εκείνον εδίδασκεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και περιήρχετο την Ιουδαίαν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, επεσκέπτετο δε συχνά και τον Σίμωνα εις την οικίαν αυτού, μετά του οποίου συνωμίλει πολλάκις, διότι ούτος επίστευε την εκ νεκρών ανάστασιν των ανθρώπων.
Προτροπή απειλών εκ μέρους του Αντιόχου προς τον Ελεάζαρον, δια να απαρνηθή την θρησκείαν του.
Εγκατασταθείς, λοιπόν, ο τύραννος Αντίοχος εις τόπον υψηλόν και λαβών την πρώτην θέσιν μεταξύ των συμβούλων του, περιστοιχιζόμενος δε από τα ένοπλα στρατεύματά του, έδωκεν εντολήν στους σωματοφύλακάς του, να τραβούν ενός εκάστου Ιουδαίου το δέρμα δια να εξαφανίσουν την περιτομήν των, και να τους αναγκάζουν να γεύωνται κρέατα χοιρινά και κρέατα από εκείνα, που προσεφέρθησαν θυσία εις τα είδωλα.
Εάν δε μερικοί δεν ήθελαν να φάγουν τροφήν μολυσμένην, να
φονεύωνται μέ τον βασανιστικόν τροχόν.
Αφού δε πολλοί συνηρπάσθησαν βιαίως και υπεχώρησαν,
ωδηγήθη προς αυτόν κάποιος Εβραίος, πρώτος από το πλήθος, ονόματι Ελεάζαρος,
ιερατικού γένους, νομικός ως προς την επιστήμην, και προχωρημένος εις την
ηλικίαν, λόγω δε της ηλικίας του γνωστός εις πολλούς από εκείνους, που
περιεστοίχιζαν τον τύραννον.
Όταν τον αντίκρυσεν ο Αντίοχος του είπε: