ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Ζ΄) - Αλεξανδρεύς
Αναδημοσίευση από το http:// anastasiosk.blogspot.com.
Ευχαριστούμε τον Αναστάσιο και τον Αλεξανδρέα. Ευχόμεθα Καλή Ανάσταση!
Ένα σκονισμένο σανδάλι με έσπρωξε για να με ξυπνήσει. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και όσο κι αν είχα μαζευτεί δεν με έκρυβε πια τίποτε. Σήκωσα το βλέμμα και είδα έναν στρατιώτη να με κοιτάζει άγρια. Πιο πέρα ένας άλλος έψαχνε τον τόπο για παρουσίες σαν τη δική μου.
Οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι με το βράχο στο άνοιγμα του τάφου. Του περνούσαν κορδέλες και σφράγιζαν με κερί την ένωσή τους.
Τι φοβόντουσαν άραγε;
Και νεκρό σε φοβούνταν; Ύστερα δυο από αυτούς έμειναν εκεί να φυλάνε. Οι υπόλοιποι με τον επικεφαλής ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν. Το βλέμμα τους έδειχνε ότι κι εγώ έπρεπε να κάνω το ίδιο.
Δεν ξέρω ποιος λυπήθηκε περισσότερο: ο Αδάμ με την Εύα όταν τους έδειχναν την πόρτα του Παραδείσου ή εγώ τώρα που έπρεπε να Σε εγκαταλείψω. Τουλάχιστον ο Αδάμ είχε την Εύα.
Εγώ ήμουν μόνη σε έναν κόσμο που μου φαινόταν πια τόσο άδειος χωρίς Εσένα.
Τόσο τρομακτικός και άχρηστος. Χωρίς νόημα και σκοπό.
Περπατούσα χωρίς να σκέφτομαι πού πάω. Μου πήρε ώρα να καταλάβω πως περπατούσα ανάποδα τη διαδρομή που είχες κάνει Εσύ:
Από το Γολγοθά στο λιθόστρωτο, από εκεί στο σπίτι του Καϊάφα, πίσω στη Γεθσημανή όπου έμαθα ότι πέρασες την τελευταία σου νύχτα κι από εκεί κάτω απ΄ το σπίτι που έφαγες με τους μαθητές Σου. Ήταν ένα πολύ καθώς πρέπει σπίτι και φοβόμουν να πλησιάσω. Τι έκανα εκεί; Δεν ξέρω. Ίσως προσπαθούσα να βρω ίχνη της παρουσίας Σου.
Δε βρήκα παρά μόνο το ξύλο στην αυλή του Πραιτωρίου, εκεί που Σε είχαν δεμένο και Σε μαστίγωναν. Το πλησίασα και το άγγιξα.
Μου φάνηκε ζεστό ακόμη. Ίσως να ήταν ιδέα μου ...
Ένα σκονισμένο σανδάλι με έσπρωξε για να με ξυπνήσει. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και όσο κι αν είχα μαζευτεί δεν με έκρυβε πια τίποτε. Σήκωσα το βλέμμα και είδα έναν στρατιώτη να με κοιτάζει άγρια. Πιο πέρα ένας άλλος έψαχνε τον τόπο για παρουσίες σαν τη δική μου.
Οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι με το βράχο στο άνοιγμα του τάφου. Του περνούσαν κορδέλες και σφράγιζαν με κερί την ένωσή τους.
Τι φοβόντουσαν άραγε;
Και νεκρό σε φοβούνταν; Ύστερα δυο από αυτούς έμειναν εκεί να φυλάνε. Οι υπόλοιποι με τον επικεφαλής ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν. Το βλέμμα τους έδειχνε ότι κι εγώ έπρεπε να κάνω το ίδιο.
Δεν ξέρω ποιος λυπήθηκε περισσότερο: ο Αδάμ με την Εύα όταν τους έδειχναν την πόρτα του Παραδείσου ή εγώ τώρα που έπρεπε να Σε εγκαταλείψω. Τουλάχιστον ο Αδάμ είχε την Εύα.
Εγώ ήμουν μόνη σε έναν κόσμο που μου φαινόταν πια τόσο άδειος χωρίς Εσένα.
Τόσο τρομακτικός και άχρηστος. Χωρίς νόημα και σκοπό.
Περπατούσα χωρίς να σκέφτομαι πού πάω. Μου πήρε ώρα να καταλάβω πως περπατούσα ανάποδα τη διαδρομή που είχες κάνει Εσύ:
Από το Γολγοθά στο λιθόστρωτο, από εκεί στο σπίτι του Καϊάφα, πίσω στη Γεθσημανή όπου έμαθα ότι πέρασες την τελευταία σου νύχτα κι από εκεί κάτω απ΄ το σπίτι που έφαγες με τους μαθητές Σου. Ήταν ένα πολύ καθώς πρέπει σπίτι και φοβόμουν να πλησιάσω. Τι έκανα εκεί; Δεν ξέρω. Ίσως προσπαθούσα να βρω ίχνη της παρουσίας Σου.
Δε βρήκα παρά μόνο το ξύλο στην αυλή του Πραιτωρίου, εκεί που Σε είχαν δεμένο και Σε μαστίγωναν. Το πλησίασα και το άγγιξα.
Μου φάνηκε ζεστό ακόμη. Ίσως να ήταν ιδέα μου ...